Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΤΟ ΛΙΧΝΙΣΜΑ ΣΤ´ ΑΛΩΝΙΑ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Παλιά πριν τα αλωνιστικά μηχανήματα (πατόζες) φθάσουν στα χωριά, το αλώνισμα γινόταν με τα ζώα.
Όπως γράφει σ’ ένα ποίημά του και ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951):
«Στ’ αλώνια καλοσάρωτα
και ξεχορταριασμένα
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές
ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Μετά το αλώνισμα σειρά είχε η διαδικασία του λιχνίσματος και το δριμόνιασμα, δηλαδή το καθάρισμα του αλωνισμένου δημητριακού από από τις ξένες ουσίες που συναθροίστηκαν κατά το αλώνισμα. Αυτά ήσαν τρίμματα από τις καλαμιές, άγανα, μικρά ξυλαράκια (χάχαλα), χαλίκια, ζωύφια, χώμα, υπολείμματα κοπριών, τρίχες κ.λπ.
Έτσι μετά το αλώνισμα με μια τσουγκράνα οι αλωνιστές τραβούσαν πάνω από το αλώνι τα άχυρα εκτός του αλωνιού για να ξελαφρώσουν το αλώνι. Οι δε καρποί κατά το αλώνισμα είχαν πέσει στο έδαφος. Μόλις ξαχυριάζανε το αλώνι, συνήθως το απόγευμα, που φυσούσε αεράκι, γινόταν το λίχνισμα. Το λίχνισμα γινόταν δίπλα από τα αλώνια. Τα αλώνια πάντοτε τα κατασκεύαζαν σε κάποιο επιλεγμένο ιδανικό ψηλό σημείο του χωραφιού, (σύραχο) ή του χωριού, εκεί που κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είχε αεράκι.
Έπιαναν το δικριάνι με τα δυο τους χέρια και με μαεστρία και επιδεξιότητα το έχωναν μέσα στον σωρό του αλωνισμένου γεννήματος (δημητριακού). Αυτό συγκρατούσε μια ποσότητα όσο μπορούσε να πιάσει, και με μια κίνηση το εκτίναζαν προς τα επάνω ψηλά. Κατά την διαδρομή του γεννήματος από τον σωρό προς τα ψηλά και κατά το πέσιμο του κάτω στην γη, από τον αέρα, ξεχώριζαν και παρασύρονταν λίγο πιο πέρα από τον σωρό, σχεδόν όλες οι ξένες και ελαφρύτερες ουσίες, ανάλογα με την ένταση του αέρα και το βάρος. Ακριβώς κάτω έπεφταν αυτά που δεν μπορούσε να παρασύρει ο αέρας, δηλαδή τα χαλίκια και ο καρπός.
Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να τελειώσει ο σωρός ή όση ώρα επικρατούσε το αεράκι.
Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων.


Αυτό που έπεφτε κάτω στην γη, ήταν σχεδόν καθαρό γέννημα, υπήρχαν και μερικά ξένα σώματα, κυρίως χαλίκια και κάποια χοντράδια, που δεν τα είχε παρασύρει το αεράκι, εκτός σωρού.
Από αυτόν τον σωρό, έπαιρναν με το λισγάρι ή ξυλόφτυαρο και το γέννημα και το έριχναν μέσα στα δριμόνια (χοντροκόσκινα). Εκεί με διαφόρους τρόπους το κοσκίνιζαν. Το δριμόνι είναι ένα κόσκινο και έχει τρύπες, ώστε να μπορεί να περάσουν σε μέγεθος μόνοι οι καρποί. Τα υπόλοιπα έμεναν μέσα στο δριμόνι, όταν έπεφταν και οι τελευταίοι καρποί, τότε άδειαζαν από το δριμόνι εκτός σωρού στα άχυρα. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να δριμονιάσουνε όλο τον σωρό.
Τα δριμόνια επειδή ήσαν μεγάλα και χωρούσαν πολλά κιλά, δεν τα δούλευαν μόνο με την βοήθεια των χεριών τους, αλλά είχαν φτιάξει ειδικές πρόχειρες κατασκευές, σαν κούνιες, που βοηθούσε στο κοσκίνισμα. Θα αναφέρω μια εξ αυτών από ένα δένδρο ή από μια ανάλογη ξύλινη κατασκευή κρεμούσαν με τέσσερα σχοινιά ένα δριμόνι τετράγωνο σαν τζιβιέρα. Μέσα έριχναν τον καρπό και το κινούσαν ρυθμικά και με απότομο σταμάτημα πέρα- δώθε, ούτος ώστε να μετακινείται ο καρπός μέσα στο δριμόνι και να πέφτει κάτω, ενώ επάνω έμεναν τα σκουπίδια. Μόλις έπεφτε όλος ο καρπός, άδειαζαν πιο πέρα τα απομεινάδια και ξανά συνέχιζαν μέχρι να δριμονιαστεί όλος ο σωρός.
Το σιτάρι το περνούσαν και από κόσκινο για να φύγει η σκόνη, δηλαδή το κοσκίνιζαν μ’ ένα κόσκινο που δεν χωρούσε ο σπόρος να περάσει, και τοιουτοτρόπως αποχωριζόταν η σκόνη.
Τέλος το σιτάρι το οποίο προοριζόταν για αλεύρι, πριν το πάνε στον μύλο οι γυναίκες το έπλεναν για να είναι καθαρό, στην συνέχεια το στέγνωναν στον ήλιο και έπειτα το αποθήκευαν στο καθαρό κασόνι, ή αμπάρι του σπιτιού. Το έπλεναν κατά τους καλοκαιρινού μήνες το άπλωναν επάνω σε σεντόνια και το άφηναν να στεγνώσει πολύ καλά για να μην ανάψει, δηλαδή να μην έχει καθόλου υγρασία και πιάσει μύκητες, και χαλάσει. Το μάζευαν και το αποθήκευαν κυρίως απογευματινές ώρες, ώστε να μην έχει κάποια ίχνη υγρασίας από την νυχτερινή δροσιά του καλοκαιριού.
Λίχνισμα γινόταν και σε άλλα προϊόντα όπως, στα κουκιά, στην φακή, στα φασόλια, στα ρεβύθια, στο αραποσίτι κ.ά.
Με την διαδικασία του λιχνίσματος φαίνεται να συνδέεται άμεσα και ο Προφήτης Ηλίας. Ο εν λόγω Προφήτης διαφεντεύει τους ανέμους και η μνήμη του γιορτάζεται στις 20 του μήνα. Γι’ αυτό άλλωστε ο μήνας Ιούλιος πέρα από του Αλωνάρης ονομάζεται και Αϊλιάτης ή Αϊλιάς. Ο Προφήτης Ηλίας, όμως, είναι συνδεδεμένος και με τις βροχές και με τις κορυφές των βουνών. Αυτό συνδέεται με την παροιμιώδη φράση μας: «Ήρθε τ’ Αή Λιός γύρισε ο καιρός τ’ αλλιώς!». Σε κάθε περιοχή θα βρούμε κι από ένα ξωκλήσι του. Από την αρχαιότητα άλλωστε οι κορυφές ήταν κέντρα λατρείας και ταυτίζονταν με τον Δία, που ήταν επίσης και θεός των μετεωρολογικών φαινομένων, ιδιότητες που οι ξωμάχοι, αποδίδουν και στον Προφήτη Ηλία.
Ο Γεώργιος Αθάνας έγραψε ένα ωραίο ποίημα για το λίχνισμα:
“Δικράνι μου έχω το βοριά και το μαΐστρο φκυάρι:
Παραμεράτε, χωριανοί, διαβάτες και γειτόνοι!
Σπυρί μαζεύω μάλαμα, χρυσό λιχνίζω στάρι,
θα σας πραχνιάση τ’ άχυρο, θα σας πουμώση ή σκόνη!
Καλοχρονιά, καλοσοδειά κι ό κόπος με τον τόκο:
πλημμύρισε τ’ αλώνι μου, ξεχείλισε τ’αμπάρι
Ελάτε, χήρες κι αρφανά, ψωμάκι να σάς δώκω —
πολλά μου τα ’δωκε ο Θεός, τη δεκατιά του ας πάρη”
Εργαλεία λιχνίσματος
Δικριάνι, ξυλόφτυαρο ή καρπολόγι, δρυμόνι, κόσκινο ή αργιολόι, τζιβιέρα, σακί και το κάρτο


Εκτύπωση   Email

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates