Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Παρασκευή 5 Μαρτίου 1993
Η Π…..α, τσούπα μιας προσφυγοπούλας, μαυρούδω σαν γυφτοπούλα, έφτασε με την μάνα της το εικοσιτρίο στο χωριό θα ’τανε δε θα ’τανε δυο- τρίο χρονώνε. Φτωχούλα μπίτι η μάνα της, τήνε τήραξε το χωριό ούλο, και σπίτι της δώκανε και σκουτιά και ανάχρεια και απ’ ούλα, να σταθεί η δόλια στα πόδια της. Μεγάλωσε η Π….α κοντά με τ’ άλλα παιδιά στο χωριό και με τα άλλα τα τσουπιά που ήσαντε ίσα στα χρόνια της, σμίξανε και γίνανε φιλενάδες, να ειπώ και την αλήθεια τήνε προσέχανε ούλες σαν αδερφή τους.
Ευτούνο το τσουπί είχε ένα κατάμαυρο μαλλί κατσαρό σαν αφάνα. Τώρα τα τσουπιά αναμεταξύ τους τηραγόσαντε και πιο μέσα και ευτούνο είχε μαλλιαρό πράμα όπως μολογάγανε αργότερα, μέχρι τα αφάλι σκέτος λόγγος απέραστο ρουμάνι. Τα τσουπιά αναμεταξύ τους το κουβεντιάζανε, τα διαβόλια και επειδή ήταν πολλή μαλλιαρή κάποιο από δαύτα πως του ’ρθε της κόλλησε το παρατσούκλι «Μαλλιάρω».
Μαλλιάρω την είπανε, μαλλιάρω ήτανε, κουφέτο της πήγαινε το παρατσούκλι. Το σαράντα ένα η Μαλλιάρω παντρεύτηκε ένανε από το χωριό, καλό παιδί μοναχοπαίδι κι αρφανό από μάνα. Έλα μου όμως σε κανά δυο χρόνια ευτούνο το μαύρο το είχανε ντύσει φαντάρο και στο πόλεμο σκοτώθηκε, άφηκε τα κόκκαλά του απάνου στην Μακεδονία. Τον έκλαψε η Μαλλιάρω, τόνε ξανάκλαψε αλλά τίποτα οι πεθαμένοι δεν ματαγυρίζουνε ξοπίσω. Το σαράντα εννιά τότε με το αντάρτικο τότενες που ανακατευότανε ούλος ο τόπος, στο χωριό μας εφτάσανε καμιά πενηνταριά αντάρτες και μείνανε για καμιά βδομάδα.
Περισσότερα: ΟΙ ΜΟΥΝ@ΨΕΙΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΛΛΙΑΡΩΣ Προσθήκη σχολίου