Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Τα παλιά χρόνια, που η βιομηχανία υποδημάτων ήταν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν μεγάλη ανάγκη για την ποδεμή (υπόδηση). Η καθημερινή εργασία στην ύπαιθρο, όπου ακόμη και οι δρόμοι ήσαν κακοτράχαλοι και λασπωμένοι, οποιαδήποτε παπούτσια ή σανδάλια κι αν φορούσαν φθείρονταν πολύ γρήγορα και αχρηστεύονταν. Αρκετοί τύλιγαν τα πόδια τους με πανιά και τα έδεναν (φάσκιωναν), αλλά επάνω στα πανιά το καλοκαίρι προσκολλούσαν διάφορα χορτάρια όπως κολιτσίδες, μουχρίτσα αγκάθια κ.ά. Ακόμη ίδρωναν τα πόδια διότι δεν αερίζονταν και μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό, τότε μούσκευαν και χαλούσαν γρήγορα.
Έτσι ο άνθρωπος έβρισκε διαφόρους τρόπους, για να κατασκευάζει παπούτσια, ώστε να προφυλάξει τα πόδια του. Μεταξύ αυτών ήταν και το τσαρούχι με τις θηλιές που προέρχεται από το τουρκικό Garik) που ήταν ένα είδος παπουτσιού των χωρικών και των βοσκών, χαμηλό και ελαφρύ. Έπαιρναν το δέρμα των γουρουνιών (γουρνοτόμαρο) μετά το γδάρσιμο το αλατίζανε και το βάζανε στον ήλιο για να ψηθεί (αποξηρανθεί). Πριν το αποξεράνουν το έκοβαν σε φασκιές (στενές λωρίδες) πλάτους μιας ανοικτής παλάμης. Πιο γερά ήταν αυτά που γίνονταν από επεξεργασμένα χοντρά γουρνοτόμαρα και ειδικά από τα μεσάδια δηλαδή τις ράχες, επειδή οι άκρες δεν βάσταγαν πολύ. Κόβανε και ένα κομμάτι μεγαλύτερο από το πόδι τους και βάζανε τις φασκιές στο νερό, για να φουσκώσουν (μαλακώσουν). Ακόμη κόβανε και λουρίδες σαν ράμματα χοντρά από την μέση και μετά, τα πλάγια της φασκιάς. Μετά ξουράφιζαν τις τρίχες καλά για να πάρουν γυαλιστεράδα. Στην μια άκρη τη φασκιά την δένανε σαν φιόγκο. Της δίνανε το σχήμα του ποδιού. Σε ανάλογη απόσταση και όταν έσφιγγαν και δένανε τα λουροτσάρουχα με τις θηλιές, το τσαρούχι έσφιγγε και γινότανε σούρα και έπαιρνε το σχήμα του ποδιού. Αυτή την πλεξίδα με τα λουριά την λέγανε «σούρτα». Τα τσαρούχια τα φορήγανε οι τσοπάνηδες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι και οι αγρότες γιατί ήσαντε ανάλαφρα στα πόδια τους για να μην κολλάνε απάνω οι λάσπες, τα νερά και το χιόνι. Αντί για κάλτσες έβαζαν πλεχτά τσουράπια.