Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Το ταγάρι το (taγári), είναι μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο υφαντό ή πλεκτό κατασκευασμένο από μαλλί προβάτου, κοζά (τραγόμαλλο), κάνναβη, λινάρι ή σπάρτινο ύφασμα ή και από δέρμα κατσικιού, που το χρησιμοποιούν παλιά οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους διάφορα εργαλεία, υλικά, τρόφιμα κ.ά. Ήταν εργαλεία ανθεκτικής κατασκευής και πολλαπλής χρήσης. Επίσης ήταν και ένα οδοιπορικό σακίδιο, όπου οι οδοιπόροι το κρεμούσαν στον ώμο ή οι καβαλάρηδες στα κολιτσάκια των σαμαριών.
Οι ιδιοκτήτες των υποζυγίων το χρησιμοποιούσαν και για την ταγή (τροφή των υποζυγίων), το φορούσαν μέσα το κεφάλι του ζώου και το κρεμούσαν περνώντας το σχοινάκι του πίσω από τα αυτιά του ζώου. Με αυτό τάγιζαν τα υποζύγια (καρπό) δηλαδή σπόρους σιτηρών, πίτουρα, βελανίδια κ.ά. ακόμη το χρησιμοποιούσαν ως τα υποζύγια για να μην τρώγουν τα δεμάτια των σιτηρών κατά την μεταφορά τους από το χωράφι στο αλώνι. Ακόμη ο ντορβάς χρησίμευε για σούρωμα λαγάρισμα νερού ή λαδιού και για την σπορά.
Το ταγάρι έχει και άλλες ονομασίες όπως τράστο ή τράϊστον, (έχει προέλθει από τη λέξη τάγιστρο -τάιστρο), ντορβάς, ή τορβάς, (τουρκ.), διακονοσάκουλο, τσαπάς, στην δε καθαρεύουσα ονομάζεται αναβολίδιον (το).
Όποια ονομασία κι αν έχει κατά τόπους, θεωρείται σαν ένα πολυεργαλείο της υπαίθρου. Όπως προανέφερα αυτό το σακίδιο υφαινόταν στον αργαλειό, και αρχικά έμοιαζε σαν ένα μικρό τάπητο. Μετά το δίπλωναν και ένωναν με ράψιμο τις δύο παράλληλες πλευρές και έτσι δημιουργούταν ένα μικρό σακί ή μισόσακο. Τέλος προσάρμοζαν στην μία άκρη του στομίου ένα πλεκτό σχοινάκι μήκους, τόσο ώστε να φέρνει ένα γύρω τις τρεις πλευρές του σακιδίου και το έδεναν από την άλλο πλευρά και άκρη του σακιδίου. Αυτό το σχοινάκι ήταν για να το κρεμάνε στον ώμο, στο κολιτσάκι, στον τοίχο, στα δένδρα κ.ά. όταν το σχοινάκι ήταν μεγάλο και ανάλογα με την χρήση που ήθελαν τότε το μίκραιναν δένοντας το, ένα κόμπο μεταξύ του, και έτσι μίκραινε το μήκος του.
Τα πρώτα ταγάρια ήσαν κατασκευασμένα από δέρμα μικρού ζώου, κυρίως από κατσίκι, επίσης και η λωρίδα για να το κρεμάνε και να το μεταφέρουνε κι αυτήν ήταν δερμάτινη.
Κατασκευαζόταν από τα περίσσια υφάσματα του νοικοκυριού και οι ιμάντες του είναι φτιαγμένοι από πλακέ φυτίλι λάμπας πετρελαίου. Τα λιγοστά αυτά υλικά ήταν αρκετά για την κατασκευή ενός πολύ ανθεκτικού και άνετου σακιδίου.
-Το τράστο ήταν ένα πολυεργαλείο το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, σήμερα το έχουν αντικαταστήσει οι νάιλον τσάντες, για την σπορά, για την μεταφορά φαγητού, για προσκέφαλο ύπνου στην ύπαιθρο,
-Τα κρεμούσαν από τα κολιτσάκια του σαμαριού, τα μετέφεραν κρεμασμένο στον ώμο τους. τα κρεμούσαν από τα κλαδιά των δένδρων όταν μέσα είχαν φαγώσιμα για ασφάλεια, στους τοίχους σε πρόκες στα χαγιάτια, με αυτό σκαλώνανε στα δένδρα, κρεμασμένο στον λαιμό και μάζευαν φρούτα. κ.λπ.
Είχαν τα καλά ή επίσημα τράστα, τα οποία ήσαν πολύχρωμα με σχέδια και καινούρια, τα χρησιμοποιούσαν για γάμους, δρόμους (ταξίδια), για δώρα, για προίκα, σχολικές τσάντες, σακίδιο ταχυδρόμου κ.λπ. Με το επίσημο τράστο πήγαιναν στο γάμο τον ζαερέ του (κρέας, ψωμί και κρασί), είχαν και αυτά τα απλά για την καθημερινότητα.
-Το τράστο που το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά και αποθήκευση του ημερήσιου φαγητού του τσοπάνη και αυτό που το χρησιμοποιούσαν για τον ζαερέ του γάμου, συνήθως τα επένδυαν μ’ ένα τουλουπάνι, όπου το προσάρμοζαν στο εσωτερικό του και το έραβαν γύρω –γύρω από το στόμιό του. Όταν με το τράστο πήγαιναν ζαερέ στην μια άκρη του σχοινιού έδεναν ένα λευκό μαντήλι εις ένδειξη ότι πάνε σε γάμο.
-Υπάρχουν διπλοί ντορβάδες που ονομάζονται δισάκια (δύο- σακιά). Αυτά ενώνονταν μεταξύ τους με δύο σχοινάκια και τα περνούσαν στο λαιμό και ένα κρεμόταν στην πλάτη και το άλλο στο στήθος. Στα υποζύγια δίχως σαμάρι ή σέλλα τα δισάκια τα έριχναν στην πλάτη του ζώου και το ένα στην μια πλευρά και το άλλο στην άλλη και έτσι ζυγιάζονταν και δεν έπεφταν.
-Ντορβάδες έλεγαν και τα πανιά των παλιών ελαιοτριβείων όπου εκεί έβαζαν τον αλεσμένο καρπό και τον πίεζαν στα πιεστήρια για να εξαχθεί το λάδι.
-Σε ντορβάδες έβαζαν τα νεογέννητα αρνοκάτσικα οι τσοπάνηδες που γεννιόνταν στις βοσκές για να τα μεταφέρουν στο μαντρί.
-Οι ντορβάδες παλιά χρησιμοποιούνταν για τσάντες μαθητών, οι, ταχυδρόμοι για τα γράμματα, και οι γεωργοί για σπορά.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
-Στο Βυζάντιο και κατά την τουρκοκρατία χρησίμευε ως μέτρο μέτρησης ξηρών καρπών και γεννημάτων.
-Επίσης στη Βυζαντινή Εποχή, όταν οι νησιώτες πιάνανε κάποιο ληστή, εγκληματία, ή πειρατή, του έκοβαν το κεφάλι, το βάζανε μέσα σ’ ένα ντορβά, παστωμένο, για να μη βρομάει και το στέλνανε στην Κωνσταντινούπολη.
-Κατά την τουρκοκρατία και ιδίως κατά τα Ορλοφικά στον πολύπαθο, Μοριά, οι σκλάβοι όταν έβλεπαν ασκέρια (αποσπάσματα), φέροντες γιομάτους ντορβάδες, ήταν σίγουροι ότι μετέφεραν κεφάλια ανθρώπων.
-Σε ντορβάδες έβαζαν και αυτιά ανθρώπων το 1770 κατά τα Ορλοφικά. Οι Τούρκοι διώκτες για να εισπράξουν το μπαξίσι για τους καπεταναίους, έφερναν ως αποδεικτικό στοιχείο το κεφάλι του καταζητούμενου. Για τους απλούς κλέφτες για να μην κουβαλάνε κεφάλια, έκοβαν τ’ αυτιά τους και τα παρουσίαζαν ανά ζευγάρι και ανάλογα με αυτά λάμβαναν το μπαξίσι.
Ο ντορβάς ως φίλτρο νερού:
-Παλιά λόγω πολέμων τα κάστρα που βρίσκονταν υπό πολιορκία και υπήρχε έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού, τότε το λαγάριζαν (φιλτραριζαν) με τον εξής τρόπο. Αρχικά κρεμούσαν τρεις ντορβάδες κόζινους (από τραγόμαλλο) τον ένα κάτω από τον άλλο με ανοιχτό το στόμιο, στον καθένα έριχναν μέσα μια –δυο φτυαριές ψιλή άμμο και από πάνω έριχναν το θολό νερό.. Το νερό σούρωνε από τον πρώτο ντορβά, έπεφτε στον επόμενο, σούρωνε και από αυτόν, μετά έπεφτε στον τρίτο. Και αφού καθάριζε και από τον τρίτο κάτω από αυτό είχαν τοποθετήσει ένα ανοικτό αγγείο υγρών και έπαιρναν καθαρό νερό. Αυτή η επεξεργασία του νερού γινόταν κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, τον επονομαζόμενο Κιουταχή το 1825-1826. Αργότερα στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας ακουγόταν αυτή η φράση: «Έπινα νερό από τρεις ντορβάδες!»
(Μαρτυρία Γεώργιος Αναστασίου από τα Καλύβια Αγρινίου Δευτέρα 7 Μαΐου 1990 στην Πάτρα).
-Ντορβάς, λεγόταν και ένας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 που πολέμησε με τον Καπετάν Βέρρα και με 300 άνδρες εντοπίζεται στην μάχη που δόθηκε στα Αμπέλια του Βαρθολομιού της Ηλείας.
-Σε ντορβάδες –κατά μαρτυρία- μετέφεραν τα κεφάλια του καπετάν Ζαχαριά Πετρόπουλου, από την Γαστούνη Ηλείας κ.ά. στις 10 Φεβρουαρίου 1949 μετά την μάχη της Καρυάς και τα εναπόθεσαν στην πλατεία του Σιμόπουλου. Εκεί κάλεσαν οικογένειες Αριστερών προς αναγνώριση των δικών τους αποκεφαλισμένων ανθρώπων.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Έχω εντοπίσει επώνυμο με την ονομασία Ντορβάς ή Τορβάς, επίσης υπάρχει παρατσούκλι στην Πηνεία, επίσης επώνυμα όπως Τάγαρης, Ταγαρίδης, Ταγαράκης, Ταγαρόπουλος, Ξηροτάγαρος.
-Αλποτάγαρο, το = λέγεται το ημικατεστραμμένο ταγάρι.
-Γιδοτάγαρο, το = ταγάρι από δέρμα κατσικίσιο.
-Γυφτοτάγαρο, το = λέγανε το ταγάρι του γύφτου ή του διακονιάρη.
-Κουτσοτάγαρο ή ζέπι, το = ένα πολύ μικρό ταγαράκι που κρεμούσανε εσωτερικά των ρούχων, όπου μέσα έκρυβαν νομίσματα, τιμαλφή, χαρτιά κ.ά.
-Λιμοτάγαρο, σύνθετη λέξη από το (λιμός = πείνα + ταγάρι) = έτσι λέγεται το ταγάρι του διακονιάρη, του πεινασμένου. Επομένως με την λέξη λιμοτάγαρο εννοούμε τον πεινασμένο.
-Ντορβαδιάστηκε, = μπήκε σε σειρά.
-Ταγάρι, το = (μτφ.) λέμε τον αγράμματο, τον χωριάτη (φρ.) «Αυτός είναι μπιτ ταγάρι!»
τουρκοτάγαρο, το = ένα ταγάρι δερμάτινο που το έφεραν οι Τουρκαλβανοί κατά τις ληστρικές εξορμήσεις.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:
Η δημοτική μας ποίηση δεν αγνόησε αυτά τα εργαλεία και τα ενέπλεξε σε αρκετά τραγούδια:
Τραγούδια του Πηνειώτη Χρόνη Αγραπιδοχωρίτη με πολλές παραλλαγές:
1).»Τρία πουλάκια λαλάγανε απάνου στην Κοτρώνα
Το ’να τηράει την Αρμάτοβα τ’ άλλο το Ναζήρι…..
Φέρνει κεφάλια αρμαθιές, αυτιά μες τους ντορβάδες…!»
2). Πολλά τουφέκια αντιβροντούν, μιλιούνια, καριοφίλια,
μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,
ουδέ σε γάμο ρίχνουνε, ουδέ σε πανηγύρι,
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.
Πάει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι για να κάνει.
- Πολλά τα έτη μπουλούκμπαση,
- Καλώς τονε το Χρόνη.
- Πως τα ’χεις, Χρόνη μ’ τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια;
- Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,
δώδεκα μέρες έχω ’γω, στα μάτια δεν τα είδα.
- Σαν θέλεις Χρόνη μ’ να τα δεις, σα θέλεις να τα μάθεις,
τήρα δω μέσα στον ντορβά, να δεις κεφάλια που ’χω.
Υπάγει ο Χρόνης κοίταξε, μες τον ντορβά και βλέπει,
βλέπει το πρώτο του παιδί και πρώτο παλικάρι.
Και με το νου του έβαλε και με το νου του βάζει
και το σπαθί του έβγαλε και το σπαθί του βγάνει,
κόβ’ Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες!»
(«Οι Κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους», Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι, σελ. 155).
3). «…Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,
δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.
- Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,
θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια….!»
4). «…Φέρνει κεφάλια αρμαθιές και στ’ άλογα ντορβάδες.
Ο Χρόνης τον χαιρετά και τον καλωσορίζει.
- Χρόνη, τι κάνουν τα παιδιά σου, τι κάνουν οι νιφάδες;
- Καλά ’ναι μπέη τα παιδιά, καλά ’ναι κι οι νιφάδες.
- Χρόνη, για πιάσε τ’ άλογο και κοίτα τους ντορβάδες
έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.
Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες,
πιάνει μαλλιά αχτένιγα, κι άξουρα μουστάκια…!»
5). «…Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,
θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.
Πάγει κι ο Χρόνης και κοιτάει μέσα στον τορβά και βλέπει,
βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι,
τηράει κι άλλη μια φορά, τ’ άλλο παιδί του βλέπει…!»
6). «…Ο Αλή Τσεκούρας του γέρο Χρόνη φώναξε, στέκεται και του λέει:
- Κατέβα Χρόνη στο ντοβλέ και κοίτα τους ντορβάδες.
Τρέχει ο Χρόνης στον ντοβλέ και ανοίγει τους ντορβάδες.
Βλέπει το κεφάλι του γιου του, του Αγγελή
και το κεφάλι του γιου του, του Γιωργάκη….!»
7). «…Έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια
Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες.
Πιάνει δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια.
Το ένα ήταν τ’ Αγγελή και τ’ άλλο τ’ Αναστάση….!»
«Χρόνη για πιάσε τ’ άλογο, τήρα και τους ντορβάδες.
Κρατάει ο Χρόνης τ’ άλογο, τηράει και τους ντορβάδες.
Βρίσκει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ματωμένα
το ένα ήταν του Αγγελή και τ’ άλλο του Αναστάση….!»
Άλλα:
-«Τ’ ακούς αφέντη βασιλιά και συ κερά Σουλτάνα,
Ν’ οι κλέφτες που ’ναι στο Μοριά, ….πάει τα γρόσια στο ντορβά
τις λίρες φορτωμένος να μου τον πιάσετε να μη μου τον χαλάσετε…!»
-«…Σένα σου πρέπει αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι…!»
-«Πήρα το ταγαράκι μου και το όμορφο αγκλιτσάκι μου, το πρωί με την αυγούλα να σκαλώσω στην ραχούλα…!»
-«…. Ανάθεμά τον, τον ντορβά που φέρνει τα κεφάλια…!»
-«….φέρνει απίδια στον ντορβά και στην ποδιά καρύδια και στα σγουρά της τα μαλλιά, λουλούδια και στολίδια…!»
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:
-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!
Μια φορά ένας βλάχος κοπάναγε την γυναίκα του με το τράστο. Πιο παρέκει στεκόσαντε κάνα δυο και τον τηράγανε.
-Κοίτα λέει ο ένας, ο βλάκας με το τράστο την βαράει, λες και την χαϊδεύει!
Ο άλλος βάνει τα γέλια και του λέει:
-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!
-Τιιι…; του λέει ο άλλος.
-Να μέσα στο τράστο έχει το υνί από το αλέτρι! (Σημείωση το υνί ήταν σιδερένιο και κάθε κοπάνημα ήταν επώδυνο και επικίνδυνο).
-Άδειος ο ντορβάς, ψόφιος ο καράς!
-Αν δεν είναι δική σου η αγραπιδιά τράστο μην κρεμάς.
-Αστράφτει στο Κάστρο, βάλε το υνί στο τράστο!
-Γλαρέντζα και Κάστρο δεν γιομίζει ο διακονιάρης τράστο!
-Δεν τον βρίσκεις ούτε στο τράστο, μα ούτε στο σακί.
-Δώσε μου γκλίτσα και γαλάρι και ψωμάκι στο ταγάρι.
-Δώσε την ευχή σου και πάρτου και το τράστο.
-Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά! (διακινδύνεψε).
-Θα σε τσακώσω το βράδυ στον ντορβά!
-Θα σου φέρω το κεφάλι του στον ντορβά! (απειλή).
-Κάθε άνθρωπος έχει δυο ταγάρια. Ένα το μπροστινό κι ένα το πισινό.
-Κρατάει και ο τορβάς το λάδι του.
-Μ’ ένα ντορβά στάρι, χειμώνα δεν βγάνεις!
-Ο τορβάς είναι η καλλίτερη παγίδα.
-Ο τορβάς κουβαλάει και βρώμη κουβαλάει και φλουριά.
-Ο τορβάς φτιάνει άλογα, φτιάνει γυαλιστερά καπούλια.
-Όποιος κουβαλάει αυγά και σύκα στο τράστο, μένει νηστικός.
-Όσα χωρεί το τράστο θα φας!
-Ότι έβαλες στο τράστο θα βρεις.
-Ούλα τα ταγάρια δεν είναι ίδια!
-Ούλα τα ταγάρια δεν έχουνε την ίδια γιόμιση!
-Ούτε τράστο να φορείς, ούτε βλάχο να θωρείς.
Ταγάρι φορείς; Βλάχο σε θωρούνε!
-Το τράστο που έχει το ψωμί είναι και κρεμασμένο.
-Τον έβαλα στον ντορβά. (τον εξαπάτησα).
-Ψωμί και άσπρο κοιλιά σαν τράστο.
Σήμερα τα τράστα, ταγάρια και οι ντορβάδες και κάθε παραδοσιακό εργαλείο μεταφοράς και αποθήκευσης τα αντικατάστησαν τα ρυπογόνα νάιλον σακιά, αγγεία, τσάντες (σακκούλες) κ.λπ.