«Η πόλις εάλω!»
Θυμήθηκα σήμερα το δημοτικό τραγούδι που τραγούδαγα τσορομπίλη.
«Σημαίνει ἡ γης, σημαίνουν τα επουράνια…»!
Βρέθηκε σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα και δημοσιεύτηκε το 1914 από τον Ν. Πολίτη. Ίσως είναι ο παλαιότερος θρήνος για την κατάληψη της Πόλης.
Μας έβαλε σε τέτοιο «ντορό» ο Ερντογάν, και εμείς αντί να τον αγνοήσουμε, τον ακολουθούμε από το πρωί ως το βράδυ, μήνες τώρα.
«…μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπάς, κάθε παπάς καὶ διάκος…»!
Χτυπούσαμε τις καμπάνες ολημερίς να μας λυπηθεί ο Σουλτάνος και το βράδυ είχαμε και συνέχεια με τον ακάθιστο!
«…Ψάλλει ζερβὰ ο βασιλιάς, δεξιὰ ο πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ την πολλή την ψαλμουδιά ἐσειόντανε οι κολόνες».
Όλη μέρα τα κανάλια παίζανε με ενθουσιασμό «το βιολί» του Τούρκου και δεν ήξερα από πού άκουγα τις πένθιμες καμπάνες από την Πάτρα, την Θεσσαλονίκη ή παραδίπλα μου από τον Αι Γιώργη.
«…παπάδες πάρτε τα ιερά καὶ σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεού ἡ Πόλη να τουρκέψει».
Το ίδιο αποδεικνύεται και σήμερα που αντί να φροντίσουμε να θωρακιστούμε τρέχουμε στις εκκλησιές ή περιμένουμε να μας σώσουν αυτοί που μας ξεγύμνωσαν οικονομικά, «κούνια που μας κούναγε»!
«…Μόν᾿ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, νὰ ῾ρθούν τρία καράβια…,
το ῾να να πάρει το σταυρό καὶ τ᾿ άλλο το βαγγέλιο…»
Ξέρουμε όλοι ότι η Αγιά Σοφιά είναι σε τούρκικο έδαφος και δεν μας πέφτει λόγος τι κάνουν με την ιδιοκτησίας τους.
Το κτήριο όμως είναι ανεκτίμητης αξίας και δεν μπορεί κανένας Ερντογάν να το υποτίμηση.
Χτίστηκε λέει πάνω σε αρχαίο Ναό αλλά όπως είχα διαβάσει κουβάλησαν οι Βυζαντινοί αρχαίο υλικό και για αυτόν τον λόγο καταστράφηκαν τότε για χάρη της αρκετοί Ναοί.
Αρά μην ανησυχείτε, την αίγλη του το μνημείο δεν την χάνει είτε είναι Μουσείο είτε Τζαμί ή οτιδήποτε άλλο.
Είναι λέει παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και ανήκει στην UNESCO και όπως είδαμε «χέστηκε η φοράδα στο αλώνι» από τους Τουρκαλάδες.
«…το τρίτο το καλύτερο, την άγια Τράπεζά μας,
μη μάς την πάρουν τα σκυλιά καὶ μάς τη μαγαρίσουν».
Είμαι περίεργος με τα τόσα δάκρυα που χύθηκαν σήμερα από τα Γκρεκά (όπως τα λέει ο κουμπάρος μου ο Φάνης), θα τα δούμε να τρέχουν πάλι στην Τουρκία;
«Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζῃς,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ῾ναι».
Με αυτό το πλευρό να κοιμόμαστε!
Κώστας Παπαντωνόπουλος Αλωνάρης 2020
Της κόρης, μοιρολόγια
Αναμνηστική φωτογραφία από κηδεία ανύπαντρης νέας στο Σκουροχώρι, αρχές εικοστού αιώνα |
Της Λυγερής και του Χάρου
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κ' η μικροπαντρεμένη
εβγήκε κ' επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
γιατί ειν' τα σπίτια της ψηλά, κι' ο άντρας της παλληκάρι,
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίταις,
π' όλα τα κάστρα πολεμούν κ' οι χώραις παραδίνουν.
Κι' ο Χάρος όπου τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
Μαύρο πουλί νεγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
εβγήκε κ' εσαϊττεψε τη μοναχή την κόρη
μέσ' 'ς το λιανό το δάχτυλο που χε την αρραβώνα.
Κ' εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
κ' εμπαινοβγαίνει η μάννα της με τα μαλλιά λυμένα.
"Τί έχεις, μαννούλα μου, και κλαις, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
-Σ' αφήνω, μάννα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη,
κι' όταν θα σόρθη ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνης,
μόν' στρώσ' του γιόμα να γευτή και δείπνο να δειπνήση,
κι' άπλωσε μεσ' 'ς την τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
και βγάλ' τον αρραβώνα του και τα χαρίσματα του,
και δώσ ' του τα του Κωσταντή, αλλού ν' αρραβωνίση,
ωσάν κ' εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρο άντρα."
"Να 'χα νεράντζι να 'ριχνα..."
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΝΟΣ: κλαρίνο
ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΣΙΝΟΣ: βιολί
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: τραγούδι
Να 'χα νεράντζι να 'ριχνα
Να'χα νεράντζι να 'ριχνα στο πέ- μάνα - στο πέρα παραθύρι
Να τσάκιζα - να τσάκιζα το μαστραπά, ρόιδο μου
Να τσάκιζα το μαστραπά που 'χει -μάνα- που 'χει το μόσχο μέσα
Το μόσχο - το μόσχο, το τριαντάφυλλο ρόιδο μου
Το μόσχο, το τριαντάφυλλο και το – μανά - και το μακεδονίσι
που μέσα η κό - μέσα η κόρη κάθεται ρόιδο μου
που μέσα η κόρη κάθεται κε - ντάει – μανά - κεντάει χρυσό μαντήλι
Το μαντηλά - το μαντηλάκι οπού κεντάς ρόιδο μου
Το μαντηλάκι που κεντάς σε μέ- μανά - σε μένα να το στείλεις
Να μην το στεί - να μην το στείλεις μοναχό, ρόιδο μου
Να μην το στείλεις μοναχό μαιδέ - μανά - μαιδέ με την αγάπη
Και 'κείνη το - και 'κείνη το παράκουσε ρόιδο μου
Και 'κείνη το παράκουσε και μο - μωρέ - και μοναχό το στέλνει.
Τραγούδι ερωτικού περιεχομένου από τα πιο «όμορφα» τραγούδια της αγάπης που ακούγεται και χορεύεται στην Ηλεία και κατ’ επέκταση στην δυτική Πελοπόννησο. Ο ρυθμός του τραγουδιού είναι 8/8 (3-3-2) και χορεύεται στα βήματα του «ΚΑΓΚΕΛΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ».
Όσο και να ψάξαμε δεν βρήκαμε κανένα στοιχείο γύρω από την ιστορία του τραγουδιού, γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε σύμφωνα με την δική μας αντίληψη ή αν θέλετε θα το αναλύσουμε όπως εμείς το καταλαβαίνουμε.
Όλο το τραγούδι στηρίζεται σε αλληγορικές εκφράσεις που κρύβουν οι λέξεις όπως τα αρωματικά[1] φυτά και βότανα, ο μόσχος[2], ο βασιλικός[3], το τριαντάφυλλο[4], το γαρύφαλλο, το μακεδονήσι[5] ακόμη το ρόιδο[6] και ο μαστραπάς[7] που κρατάει καλά φυλαγμένα τα μεθυστικά αρώματα και άλλες λέξεις που έχουν διαφορετικό νόημα από εκείνο που φαίνεται ότι δηλώνουν.
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά...
Το βλέπεις κείνο το βουνό πούνε ψηλά από τ' άλλα,
εκεί 'ναι πύργος γυάλινος με κρυσταλλένια τζάμια,
μέσα κοιμάται μία ξανθιά, μίας χήρας θυγατέρα,
πως νάταν να την ξύπναγα να της το πω φοβάμαι,
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά, αμάν καημένη Αναστασιά!
Τραγούδι της Πελοποννήσου σε καλαματιανό ρυθμό που μας έρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η λαϊκή μούσα που οσμίζεται την λευτεριά, αγναντεύει προς τα ψηλά βουνά, βλέπει μακριά τον γυάλινο πύργο που μέσα, βρίσκεται κοιμισμένη για 400 χρόνια, η λευτεριά.
Στα χρόνια της Τούρκικης κατοχής η λέξη «ελευθερία» ήταν απαγορευμένη. Δεν αναφερόταν ποτέ δημόσια γι’ αυτό και στο δημοτικό μας τραγούδι παρομοιάζεται με μια όμορφη κοπέλα, την Αναστασιά.
Ήταν η νέα, η ξανθιά, η θυγατέρα της δόλιας και μαυροφορεμένης Ελλάδας, η ανάσταση του γένους. Η Αναστασιά δεν ήταν άλλη παρά οι ραγιάδες Έλληνες που κοιμόταν για χρόνια.
Λίγο πριν από το ξεσηκωμό του 1821, ο λαϊκός ποιητής με τη σοφία του, ψάχνει να βρει τρόπους πώς να ξυπνήσει την κόρη και πώς να της μεταδώσει το άγγελμα της επανάστασης, «πώς να ‘ταν να την ξύπναγα να της το πω φοβάμαι...».
Στο τέλος, όταν όλα ήταν έτοιμα, παίρνει την απόφαση να την «αφυπνίσει». Σπάζει τον γυάλινο πύργο εισβάλει μέσα και προστάζει την κόρη, «ξύπνα» της λέει, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Το παραπάνω τραγούδι είναι πάντα επίκαιρο και ιδιαίτερα σήμερα που η χώρα μας ταλανίζεται από την ξένη κηδεμονία και τα μνημόνια.
Τραγούδι του Γιώργη Γιαννιά
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ................
ΜΟΥΡΤΑΤΗ ΤΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕΣ ...ΝΑ ’ΡΘΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ;
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΩΛΟΝΟΥ
Από το βιβλίο του Ηλία Τουτούνη & Κώστα Παπαντωνόπουλου
“ΓΙΑΝΝΗΣ & ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ, Οι σταυραετοί του Ωλενού”
Ως τώρα η επίσημη ιστορία μας, καθώς φαίνεται, καταπιάστηκε μόνο με τα τρανά πρόσωπα και ως ακατάδεχτη περιφρόνησε και αγνόησε ουκ ολίγους απλούς και έντιμους λαϊκούς αγωνιστές. Όμως χρέος μας είναι να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, ν’ απονέμουμε τις πρέπουσες τιμές και σ’ αυτούς τους σεμνούς και αφανείς ήρωες.
Ένας από αυτούς, που ηθελημένα αγνοήθηκε, ήταν κι ο οπλαρχηγός Γιώργης Γιαννιάς και τα παλικάρια του, μια ομάδα ανθρώπων που προτίμησαν να δώσουν την ζωή τους για ν’ απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τ’ αγαθά της ελευθερίας.
Οι μάχες στα στενά της Τζάχλης, της Πολίτζας αλλά και στου Κατσαρού της βόρειας ορεινής Ηλείας, δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα, παρά συνδέθηκαν άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης και με την απαρχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που σήμανε το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς.