Τραγούδι του Γιώργη Γιαννιά
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ................
ΜΟΥΡΤΑΤΗ ΤΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕΣ ...ΝΑ ’ΡΘΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ;
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΩΛΟΝΟΥ
Από το βιβλίο του Ηλία Τουτούνη & Κώστα Παπαντωνόπουλου
“ΓΙΑΝΝΗΣ & ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ, Οι σταυραετοί του Ωλενού”
Ως τώρα η επίσημη ιστορία μας, καθώς φαίνεται, καταπιάστηκε μόνο με τα τρανά πρόσωπα και ως ακατάδεχτη περιφρόνησε και αγνόησε ουκ ολίγους απλούς και έντιμους λαϊκούς αγωνιστές. Όμως χρέος μας είναι να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, ν’ απονέμουμε τις πρέπουσες τιμές και σ’ αυτούς τους σεμνούς και αφανείς ήρωες.
Ένας από αυτούς, που ηθελημένα αγνοήθηκε, ήταν κι ο οπλαρχηγός Γιώργης Γιαννιάς και τα παλικάρια του, μια ομάδα ανθρώπων που προτίμησαν να δώσουν την ζωή τους για ν’ απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τ’ αγαθά της ελευθερίας.
Οι μάχες στα στενά της Τζάχλης, της Πολίτζας αλλά και στου Κατσαρού της βόρειας ορεινής Ηλείας, δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα, παρά συνδέθηκαν άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης και με την απαρχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που σήμανε το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς.
«Τούτο το καλοκαιράκι...»
Τούτο το, μαύρα μου μάτια.
Τούτο τὸ καλοκαιράκι.
Τούτο τὸ καλοκαιράκι,
κυνηγούσα ᾿να πουλάκι.
Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια,
κυνηγούσα, προσπαθούσα.
κυνηγούσα, προσπαθούσα,
νὰ τὸ πιάσω δὲν μποροῦσα.
Βιολιτζή, μαύρα μου μάτια,
βιολτζί μου, πως τα κάνεις,
βιολτζί μου, πως τα κάνεις.
τα πουλάκια και τα πιάνεις.
Με τα να, μαύρα μου μάτια,
με τα νάζια μου τα κάνω,
ορέ με τα νάζια μου τα κάνω,
τα πουλάκια και τα πιάνω.
Ηλειακό δημοτικό τραγούδι της αγάπης και του γάμου.
ΜΑΛΑΘΑ ή ΚΟΦΙΝΑΔΑ, ΨΩΜΟΚΑΛΑΘΟ ή και ΚΑΡΒΕΛΟΓΙΟΥΚΟΣ … Η ΠΑΛΙΑ ΨΩΜΙΕΡΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ..!
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Η Μαλάθα ή Κοφινάδα, ήταν ένα οικιακό σκεύος, κατασκευασμένη από καλάμια ή από βέργες αλυγαριάς, σκίντου, σμέρτου, ιτιάς και άλλων ευλύγιστων θάμνων. Το ερμηνευτικό λεξικό Ελληνικής γλώσσας την ορίζει ως πιθοειδὴς κάλαθος μετά πώματος όπου αποθηκεύονται τα καρβέλια της ζυμωσιάς μέχρι καταναλώσεως.
Ήταν ένα μεγάλο καλάθι ύψους 60 - 70 - 80 εκατοστών, μ’ ένα μεγάλο στόμιο στο επάνω μέρος, τόσο όσο να χωράνε τα καρβέλια. Στην περιοχή μας κατασκευάζονταν από ειδικούς μαστόρους τους ονομαστούς καλαθάδες. Η μαλάθα χρησίμευε για την αποθήκευση του ψωμιού. Η κάθε νοικοκυρά αγόραζε ή παράγγελνε μαλάθα ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Αν είχε πολλά μέλη έφτιαχνε μεγάλη και με στόμιο ώστε να χωράει άνετα το καρβέλι του ψωμιού που παρασκεύαζε. Μια λαϊκή ρήση αναφέρει: «Όσο τραναίνει η οικογένεια, τραναίνει κι η μαλάθα!»
Αν ήταν ολιγομελής η οικογένεια, τότε έφτιαχνε μικρότερη και στα μέτρα της.
Στην μαλάθα μέσα έβαζαν το ψωμί, όχι μόλις έβγαινε από τον φούρνο, αλλά την άλλη ημέρα για να έχει κρυώσει και να έχει σφίξει το καρβέλι. Κι τοιουτοτρόπως βγήκε και η λαϊκή παροιμιώδης φράση: «Πρώτα χορταίνει η μαλάθα με ψωμί και μετά η λυκουνιά!»
Ο κορνιζοκαθρέφτης και η μπόλια
Μια εικόνα χίλιες και όχι μόνο λέξεις, αλλά αρκετές σελίδες θα μπορούσαμε να γράψουμε με αυτά τα σεμνά και όμορφα κορίτσια που ίσως να είναι και τα πρώτα που αντίκρυσαμε στη ζωή μας.
Αγνοούσαμε τότε ποιες ήταν οι ωραίες κυρίες ζωγραφισμένες στον κορνιζοκαθρέφτη. Κάποιοι λέγανε πως ήταν οι κόρες της Αγίας Σοφίας, η Ελπίδα, η Αγάπη και η Πίστη.
Άλλοι πάλι ότι ήταν οι τρεις Χάριτες, οι θεές της γοητείας, της ομορφιάς, της φύσης, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της γονιμότητας.
Ως Χάριτες αναφέρονται ακόμη και η Αγλαΐα η νεότερη, η Ευφροσύνη και η Θάλεια, αλλά ορισμένες φορές αναφέρονται και άλλες, όπως οι Αυξώ, η Χάρις, η Ηγεμόνη, η Φαένα και η Πασιθέα.
Μια γλυκιά καλημέρα που μας υποδεχόταν σε κάθε είσοδο, σε κάθε σπίτι, τα δικά μας τα χρόνια, τα φτωχικά, τα όμορφα χρόνια!
Ο γνωστός σε όλους μας κορνιζοκαθρέφτης που κοσμούσε σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού μας, όπου η κάθε νοικοκυρά κρέμαγε την χρυσοκέντητη πετσέτα της. Στον καθρέφτη έγραφε καλημέρα, αλλά δεν είχε καμία σημασία για τις νοικοκυρές τι έγραφε, αφού σχεδόν καμία δεν γνώριζε ανάγνωση.
Η κορνίζα εκεί ακούνητη τόσα χρόνια, να βλέπει τις χαρές και τις λύπες, να ακούει τους καημούς του σπιτιού, να προυπαντίζει τους επισκέπτες και να γνωρίζει όλα τα νέα του χωριού.
Η κρεμασμένη κεντητή πετσέτα συμβολίζει και αυτή μια άλλη εποχή, με την κάθε νέα νοικοκυρά να δουλεύει ακατάπαυστα.
Το κέντημα είναι γλέντημα,
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Το κέντημα εδώ στην πετσέτα, μας παρουσιάζει μια πρωινή εικόνα στη φύση με ένα ζευγάρι τσαλαπετεινούς να στέκονται πάνω στο κλαράκι, όπου το αρσενικό με το ερωτικό κελάηδισμά του καλεί το θηλυκό για να τραγουδήσουν μαζί και να υποδεχτούν την καινούρια μέρα.
Έντονοι οι χρωματικοί τόνοι με όλα τα χρώματα της ίριδας, συντελούσαν στη δημιουργία εύθυμης διάθεσης σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Πόσες και πόσες αναμνήσεις ήλθαν στο μυαλό μας μόλις αντικρίσαμε αυτή την εικόνα με την πετσέτα, με την κορνίζα και την καλημέρα, αφού ύστερα μας μίλαγαν και δεν ακούγαμε. Ήταν εκεί κολλημένο το μυαλό και γλίστραγε γλυκά στις τόσες…αναμνήσεις.
Ο κορνιζοκαθρέφτης με την πετσετοθήκη, υπήρχε σε πολλές παραλλαγές ως προς στο θέμα και ήταν απαραίτητο κομμάτι στις προίκες. Αναφέρεται εξάλλου σε αρκετά προικοσύμφωνα. Τον κρεμούσαν στην είσοδο, στη σάλα αλλά και στην κρεβατοκάμαρα.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Νοέμβρης 2018
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΟΒΙΤΣΑΣ…!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Κάποτις μολογάγανε ότι στην Προστοβίτσα ήτανε μια πανέμορφη κοπέλα, Παρασκευούλα την φωνάζανε, μια νεράιδα που τέτοια ομορφότερη δεν έβρισκες πουθενά σ’ ούλο τον κόσμο. Ήτανε πολύ φτωχιά, αλλά πεντάμορφη και είχε και ψυχή από μάλαμα. Τον καιρό εκείνο, κάτου στο κάμπο, ήταν ένας τρανός και αιμοβόρoς άρχοντας που τυραγνούσε τον κοσμάκη και είχε ένα παιδί, μοναχοπαίδι, που δεν το είχε ιδωμένο ήλιος ποτέ. Μια ζωή το είχανε κλεισμένο μέσα και ούτε οι υπηρέτριες δεν το είχανε ανταμώσει, μόνο τα σκουσμάρια του ακούγανε που αγουριότανε σαν τσακάλι.
Όταν το παιδί του, έγινε δεκαοχτώ χρονώνε, ο άρχοντας έμαθε ότι στην Προστοβίτσα ήταν μια φτωχιά και πανέμορφη κοπέλα. Έτσι μια μέρα ο άρχοντας έστειλε την φρουρά του να πάνε στην Προστοβίτσα και να φέρουνε την παντάμορφη και τους γονείς της στο αρχοντικό του. Η φρουρά του, την άλλη μέρα καβάλα στ’ άλογα σκαλώσανε ψηλά στην Προστοβίτσα. Πήγανε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της πεντάμορφης και είπανε ότι ο άρχοντας τους διάταξε να πάνε κάτου στο αρχοντικό του. Εκείνοι μόλις ακούσανε αυτό, φοβηθήκανε και μη μπορώντας να κάνουν αλλιώτικα σενιαριστήκανε και καβαλήκανε στ’ άλογα του άρχοντα που είχε στείλει στην συνοδεία και ροβολήκανε κάτου στο αρχοντικό. Εκεί τους περίμενε πως και πως ο άρχοντας. Αυτοί μόλις κοντοζυγώσανε, πάγωσε το αίμα τους. Φοβόσαντε μην τάχα και τους σκοτώσει ή τους ρίξει στα μπουντρούμια.