ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ – Ο - ΚΥΚΛΟΣ…!
Επιμέλεια : Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η Σελήνη είναι ο (μοναδικός) φυσικός δορυφόρος της Γης, ο πέμπτος μεγαλύτερος του ηλιακού μας συστήματος και δεύτερο σώμα κατά σειρά λαμπρότητας που θαυμάζουμε στο Ουράνιο Στερέωμα.
Πήρε το όνομά του από την αρχαιοελληνική θεά, την Σελήνη. Στην δημοτική μας γλώσσα και στην λαϊκή παράδοση ονομάζεται “Φεγγάρι”.
Είναι το κοντινότερο ουράνιο σώμα απο την Γη και όπως είπαμε το δεύτερο φωτεινότερο μετά τον ήλιο.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν στην επιφάνεια της Σελήνης και καθώς ανακλώνται φτάνουν στη Γη, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι ακτινοβολεί. Εξαιτίας αυτής της εγγύτητας, η Σελήνη ασκεί ισχυρή και βαρυτική επίδραση στην Γη, προκαλώντας φυσικά φαινόμενα όπως οι παλίρροιες αλλά επηρεάζει και τον άξονα περιστροφής της.
Ανάλογα με τη θέση του Ήλιου, της Γης και της Σελήνης, φωτίζεται διαφορετικό τμήμα της Σελήνης που φαίνεται από την γη, δημιουργώντας τις φάσεις της Σελήνης.
Οι εκλείψεις του Ηλίου προκαλούνται από τη Σελήνη. Όταν αυτή περνάει μπροστά από το Ήλιο, σκιάζει ένα μέρος της Γης, αντίθετα με τις εκλείψεις Σελήνης που προκαλούνται αντιστοιχα από τον πλανήτη Γη. Λόγω της λαμπρότητας και των τακτικών κινήσεων(φάσεων)της Σελήνης ο άνθρωπος από την αρχαιότητα έχει αναπτύξει σημαντικό πολιτιστικό ρόλο.
ΚΑΜΑΤΙΑΡΙΚΑ – ΚΑΜΑΤΙΚΙΑ…!
Η εποχή της σποράς (Οκτώβριος- Νοέμβριος) σήμαινε γενικό συναγερμό στη ύπαιθρο για να σπείρουν τα «γεννήματα» (δημητριακά στάρι, κριθάρι, βρώμη, βίκο κ.ά.). Μερικοί είχαν δύο υποζύγια (άλογα- μουλάρια – γαϊδούρια και αγελάδες), άλλοι είχαν μόνο ένα εξ αυτών και για να σπείρουν σεμπρέβανε με κάποιον που είχε και αυτός ένα και έτσι δημιουργούσαν ένα ζευγάρι υποζυγίων. Άλλοι δεν είχαν καθόλου, ή είχαν μόνο ένα ή δεν μπορούσαν να βρουν σέμπρο και έτσι ήταν αδύνατον να σπείρουν και να οργώσουν με αυτό.
Αυτοί για να σπείρουν αποτείνονταν σε ανθρώπους που είχαν ζώα αλλά δεν είχαν χωράφια. Αυτοί κυρίως ήσαν οι βουνίσιοι, εκεί που τα χωράφια τους ήταν λιγοστά άγονα και είχαν πολλές πέτρες δεν σπέρνονταν και ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Αυτοί είχαν υποζύγια για τις υπόλοιπες εργασίες τους. Κατά την εποχή της σποράς δεν τα τόσο χρειάζονταν και τα νοίκιαζαν δηλαδή τα έστελναν για εργασία σε άλλους, που τα χρειάζονταν για να οργώσουν και να σπείρουν. Αυτά τα άλογα τα έλεγαν «καματιάρικα» και τον μεροκάματό τους «καματίκι». Συνήθως οι εργοδότες προτιμούσαν νέα, γερά υγιή άλογα, κατά την σπορά. Επίσης και να μην δαγκώνουν και να μην κλωτσάνε και μην είναι «μάγαρα» και «ψοφίμια» όπως έλεγαν τα αδύνατα και καχεκτικά άλογα.
Η ΜΟΥΣΑΡΙΑ ….!
Η μουσαριά (φίμωτρο) ήταν ένα ιδιόμορφο κτηνοτροφικό εργαλείο, που κατασκευαζόταν για να προσαρμόζεται στο πρόσωπο του ζώου, για να εγκλωβίζει τις σιαγόνες του, να μην μπορεί να δαγκώσει ή να φάει φαγητό.
Τα οικόσιτα ζώα (άλογα – γαϊδούρια-μουλάρια και βόδια), οι αγρότες πέραν από τις άλλες εργασίες, τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες εργασίες, όπως για ν’ αυλακώνουν ή να σκαλίζουν καλλιέργειες, σέρνοντας δίφτερα αλέτρια ή σβάρνες ή κουβαλούσαν θερισμένα σιτηρά και σανούς.
Όταν χρησιμοποιούσαν αυτά τα ζώα, για να κάνουν αυτές τις εργασίες περνούσαν, ενδιάμεσα από καλλιεργημένα φυτά ή κουβαλούσαν σανό, άχερα και θερισμένα σιτηρά που προορίζονταν για αλωνισμό, έστρεφαν το κεφάλι τους προς τα φυτά ή προς το φορτίο που κουβαλούσαν και άρπαζαν στα γρήγορα χαψιές για να τα φάνε, ένεκα της πείνας και της κούρασης. Ο κάθε ξωμάχος Για ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ζημιές και για να προστατεύσει τα φυτά ή και το φορτίο που μετέφεραν, κατασκεύασε ένα ιδιόμορφο εργαλείο, την μουσαριά. Επίσης μουσαριά έβαζαν και σε άλογα, κυρίως μητέρες φοράδες που, όπως έλεγαν, ζήλευαν τα μικρά παιδιά που πλησίαζαν κοντά της και τα δάγκωνε. Έχουμε πολλά τέτοια επεισόδια, και εγώ είμαι παθών γύρω στα εννιά μου χρόνια. Όταν πλησίασα σε φοράδα, με δάγκωσε από το μπράτσο και με εκσφενδόνισε λίγα μέτρα πιο πέρα, αφήνοντας τα σημάδια των δοντιών της στο μπράτσο μου για να την θυμάμαι.
Ιωάννης Ζήρος (1915 – 1941), ένας άγνωστος ήρωας του έπους του ‘40
Ο Ιωάννης ήταν ο πρωτότοκος γιος από τα πέντε παιδιά του Δημητρίου Ζήρου από το Αντρώνι.
Ήταν παντρεμένος με την συντοπίτισσά του, Δάφνη Παναγοπούλου (του Κάνταλου) και ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Είχαν τότε και ένα μωρό παιδί, τον Δημήτρη.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση ύστερα από την επίθεση που δέχτηκε η χώρα από τους Ιταλούς.
Ο Ιωάννης αρχικά δεν επιστρατεύτηκε διότι σύμφωνα με τον νόμο (ο οποίος ισχύει και σήμερα), ο πρωτότοκος γιος πολυμελούς οικογένειας δεν υποχρεούται να υπηρετήσει.
Άκουγε όμως στο ραδιόφωνο τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στο μέτωπο και αποφάσισε να πάει εθελοντικά. Είπε στην γυναίκα του την Δάφνη: «Τι άντρας θα είμαι εγώ να μην πολεμήσω για την πατρίδα μου» και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε για το μέτωπο όπου δεν γύρισε ποτέ.
Σκοτώθηκε στο ύψωμα 800 στο Τοπόγιανιτ της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 10.02.1941 σε ηλικία 26 ετών.
Η μητέρα του όταν έμαθε για τον θάνατό του είπε: «Θεέ μου, ας μου έπαιρνες όλα μου τα άλλα κι ας άφηνες τον Γιάννη μου». Σύμφωνα με μαρτυρίες μας ο Ιωάννης ήταν ένας πανέμορφος άνδρας και αξιόλογος ως άνθρωπος.
Ο αδελφός του ο Διονύσης για να τον τιμήσει, έδωσε στο πρώτο του αγόρι το όνομά του και η ειρωνεία της τύχης ήταν να φύγει και ίδιος πολύ νωρίς στα 28 του από ανίατη ασθένεια.
Η Δάφνη, μετά τον ένδοξο θάνατο του συζύγου της, έφυγε από την Θεσσαλονίκη και κατέβηκε με τον γιό της τον Δημήτρη στο Αντρώνι.
Στην αρχή έμεινε στα πεθερικά της αλλά γρήγορα και λόγω των δυσκολιών της κατοχής την έδιωξαν. Η μητέρα της δεν ζούσε, πέθανε όταν η Δάφνη ήταν 4 χρόνων και ο πατέρας της ο Νικόλαος Παναγόπουλος (Κάνταλος) είχε συνάψει δεύτερο γάμο με την Μαγδαληνή από την Δίβρη. Για καλή της τύχη όμως την περιμάζεψε μια άγνωστη γυναίκα που της παραχώρησε ένα καλυβάκι για να διαμείνει με το γιό της.
Η Δάφνη ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα με γνώσεις και στην ραπτική. Είχε μάθει καλά την τέχνη ως μαθητευόμενη κάπου και όχι από την οικογένειά της.
Εκεί στο καλυβάκι που διέμενε, επισκεύαζε τα σκισμένα αερόστατα (ίσως και αλεξίπτωτα) των Άγγλων προσφέροντας έτσι και η ίδια στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
Την ίδια ραπτομηχανή φιλοξενούμε σήμερα στο Λαογραφικό Μουσείο του χωριού μας, προσφορά από τους συγγενείς της Δάφνης.
Οι πληροφορίες προέρχονται από αρχεία, την Δάφνη Ζήρου (εγγονή του Ιωάννη) και τον Αντώνη Μπαντούνα.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Οκτώβρης 2021
Φωτ απο τον πατριώτη μας Δημήτρη Κότσαλη γιό του Γιάννη (Ζαΐμη) από τις Η.Π.Α.- Οmaxa, Nebraska. Η φωτογραφία είναι γύρω στα 1927 στο δημοτικό σχολείο Αντρωνίου με τον δάσκαλο Καριανό. Η τάξη του Ιωάννη Ζήρου.
Διασπορά: Αρχή της μετανάστευσης ως σήμερα
Στο λιμάνι της Πάτρας, έτοιμοι για το μεγάλο ταξίδι...
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η μετανάστευση στην Ορεινή Ηλεία ξεκινάει περίπου το 1870 προς στο εσωτερικό του νομού Αχαιοήλιδος που δημιουργήθηκε με τη διοικητική διαίρεση του 1833. Όταν καταλάγιασαν οι μνήμες της τουρκοκρατίας άρχισαν δειλά - δειλά να μετακινούνταν προς τα καμποχώρια και στις κοντινές πόλεις Πάτρα, Πύργο, Αμαλιάδα.
Στο Αντρώνι δεν βρίσκουμε τέτοιες καταγραφές παρά μόνον τον Γεώργιο Λαζαράκη (1857) (πατέρα του Κων/νου του δωρητή) που άνοιξε το πρώτο φαρμακείο στην Αμαλιάδα και τον Πάνο Μήτση που κατείχε περιουσία από την Βάλμη ως την Μποκοβίνα.
Ο πληθυσμός άρχισε τότε σιγά να βαίνει μειούμενος, σε κάποια χωριά λιγότερο και σε άλλα περισσότερο. Υπήρξαν τότε και κάποιες μετακινήσεις ανθρώπων που έφυγαν αλλά συμπλήρωναν τις απώλειες οι σώγαμπροι και οι νύφες κυρίως από κοντινά χωριά. Έχουμε περιπτώσεις που ήρθαν νύφες στο Αντρώνι δύο ακόμη και τρεις αδελφές.
Η οµαδική μετανάστευση προς το εξωτερικό, άρχισε από την Πελοπόννησο όταν οι μικροϊδιοκτήτες ήταν στο έλεος των τοκογλύφων που τους προστάτευε ο νόµος µε την προσωπική κράτηση των πρώτων για χρέη. Συμβάδισε με την σταφιδική κρίση που έπληξε τους αγρότες κυρίως της Δυτικής Πελοποννήσου σε συνδυασμό με την μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία και καλλιέργεια που επικρατούσε εκεί.
Περιγράφονται όλα με λίγες αράδες στην «Ιστορία τού αγροτικού κινήµατος» τού Γιάννη Κορδάτου που αντιγράφουμε: «Όλοι όσοι πονούσαν τον αγρότη του Μοριά περιγράφουν την αθλιότητα µέσα στην οποία ζούσε. Ξυπόλυτος, γυµνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά µόνο δυό φορές το χρόνο. Το κρεµύδι, η µποµπότα και η ελιά ήταν το µόνιµο φαγητό του. Όλο το χρόνο πεινούσε. Τον καρπό που έφτυνε αίµα για να τον μαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έµποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν, γράµµατα δεν µάθαινε, ζούσε σε τρώγλες και έκλαιγε τη µοίρα του. Όλα του ήταν µαύρα και σκοτεινά, γι’ αυτό άµα άνοιξεν της Αµερικής ο δρόµος εκπατριζόταν. Ή μετανάστευσή του ήταν η µόνη σανίδα σωτηρίας».