ΜΑΛΑΘΑ ή ΚΟΦΙΝΑΔΑ, ΨΩΜΟΚΑΛΑΘΟ ή και ΚΑΡΒΕΛΟΓΙΟΥΚΟΣ … Η ΠΑΛΙΑ ΨΩΜΙΕΡΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ..!
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Η Μαλάθα ή Κοφινάδα, ήταν ένα οικιακό σκεύος, κατασκευασμένη από καλάμια ή από βέργες αλυγαριάς, σκίντου, σμέρτου, ιτιάς και άλλων ευλύγιστων θάμνων. Το ερμηνευτικό λεξικό Ελληνικής γλώσσας την ορίζει ως πιθοειδὴς κάλαθος μετά πώματος όπου αποθηκεύονται τα καρβέλια της ζυμωσιάς μέχρι καταναλώσεως.
Ήταν ένα μεγάλο καλάθι ύψους 60 - 70 - 80 εκατοστών, μ’ ένα μεγάλο στόμιο στο επάνω μέρος, τόσο όσο να χωράνε τα καρβέλια. Στην περιοχή μας κατασκευάζονταν από ειδικούς μαστόρους τους ονομαστούς καλαθάδες. Η μαλάθα χρησίμευε για την αποθήκευση του ψωμιού. Η κάθε νοικοκυρά αγόραζε ή παράγγελνε μαλάθα ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Αν είχε πολλά μέλη έφτιαχνε μεγάλη και με στόμιο ώστε να χωράει άνετα το καρβέλι του ψωμιού που παρασκεύαζε. Μια λαϊκή ρήση αναφέρει: «Όσο τραναίνει η οικογένεια, τραναίνει κι η μαλάθα!»
Αν ήταν ολιγομελής η οικογένεια, τότε έφτιαχνε μικρότερη και στα μέτρα της.
Στην μαλάθα μέσα έβαζαν το ψωμί, όχι μόλις έβγαινε από τον φούρνο, αλλά την άλλη ημέρα για να έχει κρυώσει και να έχει σφίξει το καρβέλι. Κι τοιουτοτρόπως βγήκε και η λαϊκή παροιμιώδης φράση: «Πρώτα χορταίνει η μαλάθα με ψωμί και μετά η λυκουνιά!»
Ο κορνιζοκαθρέφτης και η μπόλια
Μια εικόνα χίλιες και όχι μόνο λέξεις, αλλά αρκετές σελίδες θα μπορούσαμε να γράψουμε με αυτά τα σεμνά και όμορφα κορίτσια που ίσως να είναι και τα πρώτα που αντίκρυσαμε στη ζωή μας.
Αγνοούσαμε τότε ποιες ήταν οι ωραίες κυρίες ζωγραφισμένες στον κορνιζοκαθρέφτη. Κάποιοι λέγανε πως ήταν οι κόρες της Αγίας Σοφίας, η Ελπίδα, η Αγάπη και η Πίστη.
Άλλοι πάλι ότι ήταν οι τρεις Χάριτες, οι θεές της γοητείας, της ομορφιάς, της φύσης, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της γονιμότητας.
Ως Χάριτες αναφέρονται ακόμη και η Αγλαΐα η νεότερη, η Ευφροσύνη και η Θάλεια, αλλά ορισμένες φορές αναφέρονται και άλλες, όπως οι Αυξώ, η Χάρις, η Ηγεμόνη, η Φαένα και η Πασιθέα.
Μια γλυκιά καλημέρα που μας υποδεχόταν σε κάθε είσοδο, σε κάθε σπίτι, τα δικά μας τα χρόνια, τα φτωχικά, τα όμορφα χρόνια!
Ο γνωστός σε όλους μας κορνιζοκαθρέφτης που κοσμούσε σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού μας, όπου η κάθε νοικοκυρά κρέμαγε την χρυσοκέντητη πετσέτα της. Στον καθρέφτη έγραφε καλημέρα, αλλά δεν είχε καμία σημασία για τις νοικοκυρές τι έγραφε, αφού σχεδόν καμία δεν γνώριζε ανάγνωση.
Η κορνίζα εκεί ακούνητη τόσα χρόνια, να βλέπει τις χαρές και τις λύπες, να ακούει τους καημούς του σπιτιού, να προυπαντίζει τους επισκέπτες και να γνωρίζει όλα τα νέα του χωριού.
Η κρεμασμένη κεντητή πετσέτα συμβολίζει και αυτή μια άλλη εποχή, με την κάθε νέα νοικοκυρά να δουλεύει ακατάπαυστα.
Το κέντημα είναι γλέντημα,
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Το κέντημα εδώ στην πετσέτα, μας παρουσιάζει μια πρωινή εικόνα στη φύση με ένα ζευγάρι τσαλαπετεινούς να στέκονται πάνω στο κλαράκι, όπου το αρσενικό με το ερωτικό κελάηδισμά του καλεί το θηλυκό για να τραγουδήσουν μαζί και να υποδεχτούν την καινούρια μέρα.
Έντονοι οι χρωματικοί τόνοι με όλα τα χρώματα της ίριδας, συντελούσαν στη δημιουργία εύθυμης διάθεσης σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Πόσες και πόσες αναμνήσεις ήλθαν στο μυαλό μας μόλις αντικρίσαμε αυτή την εικόνα με την πετσέτα, με την κορνίζα και την καλημέρα, αφού ύστερα μας μίλαγαν και δεν ακούγαμε. Ήταν εκεί κολλημένο το μυαλό και γλίστραγε γλυκά στις τόσες…αναμνήσεις.
Ο κορνιζοκαθρέφτης με την πετσετοθήκη, υπήρχε σε πολλές παραλλαγές ως προς στο θέμα και ήταν απαραίτητο κομμάτι στις προίκες. Αναφέρεται εξάλλου σε αρκετά προικοσύμφωνα. Τον κρεμούσαν στην είσοδο, στη σάλα αλλά και στην κρεβατοκάμαρα.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Νοέμβρης 2018
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΟΒΙΤΣΑΣ…!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Κάποτις μολογάγανε ότι στην Προστοβίτσα ήτανε μια πανέμορφη κοπέλα, Παρασκευούλα την φωνάζανε, μια νεράιδα που τέτοια ομορφότερη δεν έβρισκες πουθενά σ’ ούλο τον κόσμο. Ήτανε πολύ φτωχιά, αλλά πεντάμορφη και είχε και ψυχή από μάλαμα. Τον καιρό εκείνο, κάτου στο κάμπο, ήταν ένας τρανός και αιμοβόρoς άρχοντας που τυραγνούσε τον κοσμάκη και είχε ένα παιδί, μοναχοπαίδι, που δεν το είχε ιδωμένο ήλιος ποτέ. Μια ζωή το είχανε κλεισμένο μέσα και ούτε οι υπηρέτριες δεν το είχανε ανταμώσει, μόνο τα σκουσμάρια του ακούγανε που αγουριότανε σαν τσακάλι.
Όταν το παιδί του, έγινε δεκαοχτώ χρονώνε, ο άρχοντας έμαθε ότι στην Προστοβίτσα ήταν μια φτωχιά και πανέμορφη κοπέλα. Έτσι μια μέρα ο άρχοντας έστειλε την φρουρά του να πάνε στην Προστοβίτσα και να φέρουνε την παντάμορφη και τους γονείς της στο αρχοντικό του. Η φρουρά του, την άλλη μέρα καβάλα στ’ άλογα σκαλώσανε ψηλά στην Προστοβίτσα. Πήγανε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της πεντάμορφης και είπανε ότι ο άρχοντας τους διάταξε να πάνε κάτου στο αρχοντικό του. Εκείνοι μόλις ακούσανε αυτό, φοβηθήκανε και μη μπορώντας να κάνουν αλλιώτικα σενιαριστήκανε και καβαλήκανε στ’ άλογα του άρχοντα που είχε στείλει στην συνοδεία και ροβολήκανε κάτου στο αρχοντικό. Εκεί τους περίμενε πως και πως ο άρχοντας. Αυτοί μόλις κοντοζυγώσανε, πάγωσε το αίμα τους. Φοβόσαντε μην τάχα και τους σκοτώσει ή τους ρίξει στα μπουντρούμια.
ΟΙ ΒΑΓΕΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΝΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΕΝΤΖΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΡΜΕΝΑ
του Κώστα Παπαντωνόπουλου - Πλίεγκα
Το χωριό Κλειντιά (Κλεινδιά) Ωλένης από τουρκοκρατίας απ’ ότι γνωρίζουμε, φημιζόταν για τους εξαίρετους και επιδέξιους τεχνίτες - κατασκευαστές βαρελιών και βαγενιών, τους ονομαστούς βαρελάδες και βαγενάδες. Η βαρελοποιία σ’ αυτό το μικρό και ασήμαντο χωριό αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η φήμη των μαστόρων διευρύνθηκε όχι μόνον στα γύρω χωριά της βόρειας Ηλείας, αλλά και στον Ηλειακό κάμπο, στην Γορτυνία, στα Καλαβρύτοχώρια ακόμη και ως την νήσο Ζάκυνθος.
Σήμερα οι βαρελάδες δεν υπάρχουν πια αλλά και η πολιτεία δεν έκανε κάτι για να διατηρηθεί και να σωθεί αυτό το επάγγελμα ούτε φρόντισε να δημιουργήσει ένα μουσείο με αναφορά στην σπουδαία τέχνη των βαρελιών και βαγενιών με την μακρόχρονη δράση.
Μετά την επανάσταση του 1821 δυο βαρελάδες, οι Σταυροπουλαίοι, είχανε μια παραγγελιά να σάξουνε πέντε βαγένια 12άρια, δηλαδή 12 βαρέλες το καθένα. Η κάθε βαρέλα αντιστοιχούσε σε 60 οκάδες κρασί.
Ο Χρυσαντάκης ο Σκέντζης από τη Γιάρμαινα ήτανε γυρολόγος και τσαμπασάκος. Στην Γαστούνη που ήτανε κάτου στον κάμπο, είχε ένα φίλο νοικοκύρη με πολλά αμπέλια και ζωντανά που τόνε λέγανε Σίμο. Νοικοκύρης με τα ούλα του και λεφτάς, οι παράδες του ήσαντε μπαουλιάρηδες.
ΝΤΑΡΜΑ ΑΣΗΜΩ ή ΝΤΑΡΜΟΝΥΦΗ
Γράφει: o Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Η Ασήμω Ντάρμα ήταν γυναίκα του Θοδωράκη Ντάρμα από το χωριό Σκλήβα, με καταγωγή από το Γερμουτσάνι (συνοικισμός του οικισμού Αγράμπελα) το γένος Λαγού. Ήταν μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα με ανδρική κορμοστασιά. Κατά την επανάσταση του 1821 ήτανε κάπου τριάντα χρονών. Ο άνδρας της τραυματίσθηκε σε κάποιο άγνωστο επεισόδιο, έπαθε γάγγραινα και πέθανε νεότατος, αφήνοντας την Ασήμω χήρα μ’ ένα κορίτσι.
Τον Δεκέμβριο του 1825 όταν έγινε η επέλαση του Ιμπραήμ πασά κατά των χωριών της Πηνείας, οι ορδές του απ’ όπου περνούσαν, λεηλατούσαν, σκότωναν, βίαζαν και τέλος πυρπολούσαν τα πάντα. Η Πελοπόννησος, η Ηλεία, η Πηνεία και η Ορεινή Ηλεία δέχθηκαν μεγάλες συμφορές και ο άμαχος πληθυσμός όταν αντιλαμβανόταν να πλησιάζει ο εχθρός κατάφευγε στα δάση, σε απομακρυσμένες χαράδρες, σε σπηλιές και πολλοί εξ αυτών ανέβαιναν στις βουνοκορφές του Ωλονού για περισσότερη ασφάλεια.
Η Ασήμω την ημέρα που οι Τουρκοαιγύπτιοι σάρωναν στην κυριολεξία την Πηνεία, κρύφθηκε μέσα στην χαράδρα μοναχή της, εκεί κοντά στο Παλιομονάστηρο του Αγιάννη μέσα σε μια συστάδα με κατσοπρίνια και βατουκλιές.
Ένας προδότης - ρουφιάνος με βρώμικο παρελθόν που βρισκόταν στην υπηρεσία τούρκου αγά, από το χωριό Σιμόπουλο με το παρατσούκλι Φλέτσας (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε το επώνυμό του), είχε μαζί του και ένα κυνηγοζάγαρο και ακολουθούσε τους Τουρκοαιγύπτιους που τον χρησιμοποιούσαν και ως οδηγό. Μόλις λεηλάτησαν το χωριό Σκλήβα και προχωρούσαν προς την Χαλαμπρέζα (σημ. Πρόδρομος), κάτου στην Λαγκαδιά το ζαγάρι του προδότη τρούπωσε μέσα στο ρεματάκι κλαφουνώντας λες και είχε μυριστεί λαγό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πέρασαν δίχως να δώσουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ ο Φλέτσας ακολούθησε το σκυλί του. Το σκυλί κλαφουνώντας ζύγωσε κοντά εκεί που ήταν κρυμμένη η Ασήμω και άρχισε να γαυγίζει έντονα. Ο Φλέτσας, τρούπωσε και αυτός μέσα στα πουρνάρια και βρήκε την Ασήμω να είναι κουλουριασμένη σαν το φίδι και δεν έβγανε ανάσα. Μόνο η καρδία της κτυπούσε δυνατά, τα αυτιά της ήτανε τεντωμένα να αρπάξουν τον παραμικρό ήχο και τα μάτια της ανίχνευαν όσο ορατό πεδίο ήταν μπροστά της. Μόλις ζύγωσε κοντά ο Φλέτσας, ερευνούσε με μια γκλίτσα που κρατούσε στα χέρια, την τρούπωνε εκεί που κλαφούναγε το σκυλί και έτσι την εντόπισε.