Τα Γουρονοσφάγια της Τσικνοπέμτης
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η Τσικνοπέμπτη είναι και σήμερα η μέρα της κρεοφαγίας, του ποτού και της διασκέδασης. Σε κάθε αυλή, μαγαζί, μπαλκόνι και ταράτσα κυριαρχούν οι ψησταριές με μεζέδες αλλά και στα μαγαζιά το βράδυ επικρατεί το αδιαχώρητο για να τηρηθεί το έθιμο. Γιορτάζεται 11 μέρες πριν την καθαρά Δευτέρα. Η Πέμπτη όπως είναι γνωστό βρίσκεται ανάμεσα από την Τετάρτη και Παρασκευή, νηστίσιμες μέρες, των Ελληνορθόδοξων. Πήρε το όνομα της από την λέξη «τσίκνα» την ιδιαίτερη μυρωδιά του καμένου - καλοψημένου κρέατος.
Σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου, έσφαζαν χοιρινά από τα οποία παρασκεύαζαν διάφορα τρόφιμα, μεταξύ των οποίων πηχτή, τσιγαρίδες, λουκάνικα, και παστό. Έφτιαχναν επίσης αλοιφή, σαπούνι και με το δέρμα του τα γουρουνοτσάρουχα.
Παρόμοιες γιορτές με την Τσικνοπέμπτη έχουν ακόμα και στην ευρώπη όπως οι Γερμανοί, την «Weiberfastnacht», οι Γάλλοι, την «Mardi Gras» κλπ.
Τα χοιροσφάγια ή γουρουνοσφάγια ήταν ένα έθιμο των χωριών της Ορεινής Ηλείας που κράτησε ως και την δεκαετία του 1970. Από εκεί και ύστερα ως σήμερα έχει σχεδόν εκμηδενιστεί και σπάνια ακούγονται σκουσμάρια από γουρούνια.
ΚΟΨΙΔΙ
Πολλές φορές ακούμε την λέξη «κοψίδι» και όλοι εννοούμε κάποιο κομμάτι, κρέας ή μεζέ, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, από οποιοδήποτε σφάγιο.
Κατά την ημέρα που έσφαζαν παλιά τα γουρούνια, κυρίως τα Χριστούγεννα και τις Αποκριές, επειδή αυτά ήσαν χρονιάρικα (ηλικίας ενός χρόνου) και μπορεί και περισσότερο συνήθως ήσαν μεγάλα δηλαδή από 100 οκάδες και πάνω, τότε καλούσαν φίλους, συγγενείς και γείτονες να συνδράμουν ώστε να το γονατίσουν ξαπλώσουν στο κάτω στο έδαφος. Η διαδικασία του ξαπλώματος άρχιζε με συνεχόμενο χάϊδεμα και ξύσιμο στην κοιλιακή χώρα και αυτό έπειτα από λίγα λεπτά ξάπλωε κάτω το έδαφος. Αμέσως το έπιαναν οι άνδρες να το κρατήσουν σταθερό και ο σφάχτης με το μαχαίρι να του κάνει την τομή στον λαιμό. Η βοήθεια των ανδρών χρειάζονταν περισσότερο μέχρι να ξεψυχήσει το σφάγιο και λιγότερο κατά το κρέμασμα, το γδάρσιμο και το ξεκοίλιασμα.
Όταν έσφαζαν γουρούνι προέβαιναν σε μια ιεροτελεστία, κι αυτό το αντλούμε από τις ενέργειες που τελούσαν όταν λιγοψυχούσε το σφάγιο. Τότε του έβαζαν στο στόμα ένα λεμόνι και μετά το λιβάνιζαν και τότε όλοι εύχονταν, «Καλό- φάγωτο», «Του χρόνου τρανύτερο», «Καλές Γιορτές», «Μπουκιά και χόρταση» κ.λπ. Μόλις ξεψύχαγε, ο σφάχτης του έκοβε τον καρύτζαφλο (λάρυγγα) και αφού προηγουμένως είχε ανάψει φωτιά η νοικοκυρά του ιδιοκτήτη του χοιρινού, έριχναν τον καρύτζαφλο επάνω στα κάρβουνα να ψηθεί για να πιουν ένα ποτήρι κρασί οι παρευρισκόμενοι, να δώσουν τις ανάλογες ευχές και να δοκιμάσουν από το σφάγιο.
ΧΑΤΖΗΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ ΑΝΤΡΩΝΙ
Για να τσιγκλήσουμε τις μνήμες των συγχωριανών μας αφήσαμε πριν λίγες μέρες στον τοίχο μας στο facebook το παρακάτω κείμενο:
(ήταν γενναία γυναίκα) πήρε την πρωτοβουλία ενώ κανένας δεν τολμούσε και έβγαλε τον Χατζή από το ρέμα Νεράκι. Η Γιωργούλα κατέβηκε κάτω, του μάζεψε τα μυαλά στην ποδιά, τον έδεσε και τον τράβηξαν πάνω ό Γιάννης Παπαδημητρόπουλος Κουρατζόγιαννης1898 μαζί με έναν άλλο. Στην συνέχεια τον σήκωσε τον μετέφερε και τον έθαψε στο νεκροταφείο δεξιά στην είσοδο.
Φόνος εξ αμελείας της μικρής Ασήμως στο Αντρώνι το 1907
Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Εφημερίδα Νεολόγος Πατρών Τρίτη 15 Μαΐου 1907
Φόνος εξ αμελείας
Τηλεγραφεί ο εν Πύργω ανταποκριτής:
«Εις το χωρίον Αντρώνι της Λαμπείας ο οκταετής παις Παν. Μπαντούνας εφονευσε εξ αμελείας την συνομήλικον κόρη Ασήμω Νικολάου Κοτσάφτη».
Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το παραπάνω δυσάρεστο περιστατικό. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας ο 8χρονος Παναγιώτης Μπαντούνας θα είχε γεννηθεί το 1899 ο οποίος δεν συμπίπτει με τα αρχεία μας. Βρίσκουμε το ίδιο όνομα, Παναγιώτη του Λεωνίδα λίγο πάρα πίσω με χρονολογία γέννησης το 1896.
ΓΟΥΡΝΟΤΣΑΡΟΥΧΑ ....ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ...!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Τα παλιά χρόνια, που η βιομηχανία υποδημάτων ήταν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν μεγάλη ανάγκη για την ποδεμή (υπόδηση). Η καθημερινή εργασία στην ύπαιθρο, όπου ακόμη και οι δρόμοι ήσαν κακοτράχαλοι και λασπωμένοι, οποιαδήποτε παπούτσια ή σανδάλια κι αν φορούσαν φθείρονταν πολύ γρήγορα και αχρηστεύονταν. Αρκετοί τύλιγαν τα πόδια τους με πανιά και τα έδεναν (φάσκιωναν), αλλά επάνω στα πανιά το καλοκαίρι προσκολλούσαν διάφορα χορτάρια όπως κολιτσίδες, μουχρίτσα αγκάθια κ.ά. Ακόμη ίδρωναν τα πόδια διότι δεν αερίζονταν και μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό, τότε μούσκευαν και χαλούσαν γρήγορα.
Έτσι ο άνθρωπος έβρισκε διαφόρους τρόπους, για να κατασκευάζει παπούτσια, ώστε να προφυλάξει τα πόδια του. Μεταξύ αυτών ήταν και το τσαρούχι με τις θηλιές που προέρχεται από το τουρκικό Garik) που ήταν ένα είδος παπουτσιού των χωρικών και των βοσκών, χαμηλό και ελαφρύ. Έπαιρναν το δέρμα των γουρουνιών (γουρνοτόμαρο) μετά το γδάρσιμο το αλατίζανε και το βάζανε στον ήλιο για να ψηθεί (αποξηρανθεί). Πριν το αποξεράνουν το έκοβαν σε φασκιές (στενές λωρίδες) πλάτους μιας ανοικτής παλάμης. Πιο γερά ήταν αυτά που γίνονταν από επεξεργασμένα χοντρά γουρνοτόμαρα και ειδικά από τα μεσάδια δηλαδή τις ράχες, επειδή οι άκρες δεν βάσταγαν πολύ. Κόβανε και ένα κομμάτι μεγαλύτερο από το πόδι τους και βάζανε τις φασκιές στο νερό, για να φουσκώσουν (μαλακώσουν). Ακόμη κόβανε και λουρίδες σαν ράμματα χοντρά από την μέση και μετά, τα πλάγια της φασκιάς. Μετά ξουράφιζαν τις τρίχες καλά για να πάρουν γυαλιστεράδα. Στην μια άκρη τη φασκιά την δένανε σαν φιόγκο. Της δίνανε το σχήμα του ποδιού. Σε ανάλογη απόσταση και όταν έσφιγγαν και δένανε τα λουροτσάρουχα με τις θηλιές, το τσαρούχι έσφιγγε και γινότανε σούρα και έπαιρνε το σχήμα του ποδιού. Αυτή την πλεξίδα με τα λουριά την λέγανε «σούρτα». Τα τσαρούχια τα φορήγανε οι τσοπάνηδες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι και οι αγρότες γιατί ήσαντε ανάλαφρα στα πόδια τους για να μην κολλάνε απάνω οι λάσπες, τα νερά και το χιόνι. Αντί για κάλτσες έβαζαν πλεχτά τσουράπια.