Πάσχα στο Αντρώνι, όπως το θυμάμαι…!
Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η Λαμπρή ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα - γιορτές μαζί με τις αποκριές και το Πανηγύρι. Όλοι εμείς που ήμασταν μακριά από το χωριό νοσταλγούσαμε και ακόμη «καίγεται η καρδιά μας» να βρεθούμε τούτες τις μέρες στη ρίζα μας.
Το όλο τελετουργικό ξεκινούσε με τους χαιρετισμούς[1] κάθε Παρασκευή, είχε και ένα Ψυχοσάββατο[2] ακολουθούσε η Κυριακή των Βαΐων και ύστερα η μεγαλοβδομάδα των παθών. Κάθε βράδυ κοντά στο σούρουπο χτύπαγε η καμπάνα[3] με το χέρι, σε αγαλλίαζε όχι όπως είναι σήμερα με τα έμβολα που ο ήχος των 130db και βάλε σου τρυπάει τα μελίγγια.
Τις πρώτες ημέρες ως και την Μ. Τετάρτη λιγοστοί άνθρωποι έρχονταν στην εκκλησία. Την Μ. Πέμπτη όμως είχε συμμετοχή και κυρίως προς το τέλος, την ώρα της σταύρωσης. Ύστερα από την αποκαθήλωση το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής, έπιαναν δουλειά τα τσουπιά μας. Έτρεχαν να μαζέψουν λουλούδια για να στολίσουν τον επιτάφιο που είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού. Ήταν μια εξαιρετική διαδικασία - ιεροτελεστία με τις γνωστές διαφωνίες των γυναικών αλλά με ικανοποιητικό αποτελέσματα στο τέλος! Τα γνωρίζω…, διότι κάποιες χρονιές είχα αναλάβει αυτοβούλως να τοποθετώ 4-5 λάμπες με μπαταρία να φέγγουν στην κορυφή του επιταφίου.
ΑΧΝΑΡΙ- ΧΝΑΡΙ - ΙΧΝΟΣ
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Αχνάρι ή χνάρι, ή ίχνος, μεσαιωνική ελληνική λέξη «Ιχνάριον» υποκοριστικό του ίχνος, λέγεται το αποτύπωμα που δημιουργείται στο έδαφος από το πάτημα ζώου, ανθρώπου, μηχανήματος κ.λπ.
Τ’ αχνάρια αποτυπώνονται κυρίως στο έδαφος που έχει σκόνη, λάσπη όταν είναι σκαμμένο (οργωμένο), στην άμμο, στο χιόνι, στην παγωνιά, στις πέτρες στις φυλλωσιές κ.ά.
Ανάλογα με το είδος που πάτησε και άφησε τα χνάρια του, μπορούμε να το διακρίνουμε.
Στις πέτρες και στα σκληρά εδάφη, δεν αναγνωρίζονται εύκολα τα χνάρια και τα ίχνη.
Τα δακτυλικά και άλλα παρόμοια αποτυπώματα όπως του φιλιού (από υπολείμματα βαμμένων χειλιών) κατατάσσουμε στα ίχνη.
Αρκετοί αλογοσούρτες, ζωοκλέφτες ακόμη και τα όργανα της τάξης, είχαν μια μέθοδο να μετρούν ακόμη και τον αριθμό των ζώων που πέρασαν κοπαδιαστά (κοπάδι) από ένα μέρος.
Η κίνηση του κοπαδιού σε μονοπάτια το ένα πίσω από το άλλο, ονομαζόταν «σουρταριά», ή «σουρταρωτά». Σουρσά ή συρμή λέμε και το αποτύπωμα του περάσματος των ερπετών.
Οι ζωοκλέφτες, για να μην γίνεται αντιληπτή η πορεία τους, έσβηναν τα ίχνη με κλαδιά από δένδρα ή θάμνους. Μπροστά έβαζαν να προπορεύονται τα κλεμμένα ζώα και ο τελευταίος ακολουθούσε μ’ ένα άλογο όπου πίσω του και σε απόσταση ενός - δυο μέτρων, είχε δέσει με σχοινί κλαδιά από θάμνους ή από δένδρα όπου με το σύρσιμο (συρμή) αλλοίωνε ή έσβηνε τα ίχνη τους.
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ Υ/Β AXUM ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΟΥ ΚΑΪΑΦΑ (1943 – 1971)
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Τούτες τις μέρες, επικοινώνησε μαζί μας από την Ιταλία που βρίσκεται ο Νικόλας Μανουσόπουλος, ένας φίλος και συμπατριώτης από το Λέπρεο[1] και μας παρότρυνε να ερευνήσουμε για τον θρύλο ενός υποβρυχίου που είχε προσαράξει κατά την διάρκεια της κατοχής, πλησίον των λουτρών Καϊάφα. Μας είπε ακόμη, ότι το υποβρύχιο το έβλεπες και όταν ταξίδευες με το τρένο από την Ζαχάρω προς τον Πύργο και αντίστροφα εάν τήραγες προς την θάλασσα.
Ήταν κάτι το αξιοθέατο, πρωτόγνωρο για τους ανθρώπους της επαρχίας που προσέτρεχαν από περιέργεια και το επισκεπτόταν αλλά κανένας δεν γνώριζε τι ήταν ακριβώς και πως βρέθηκε εκεί.
Το μπέρδευαν με καράβι διότι όσα υποβρύχια έχουν κατασκευαστεί ως τότε, ήταν πλοία που μπορούσαν και να καταδυθούν ενώ τα σημερινά υποβρύχια είναι μεν ευέλικτα στο βυθό αλλά δυσκίνητα στην επιφάνεια.
ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ 1821-1826
Κατά την Παλιγγενεσία του 1821, στα παράλια της Ηλείας καταγράφονται δύο ναυμαχίες μεταξύ του Ελληνικού και Τουρκικού στόλου. Η πρώτη έγινε στις 30 Σεπτεμβρίου 1821 ανοικτά του Κατακώλου και του ακρωτηρίου Κάβο Πάπα και η δεύτερη στις 24 - 25 Νοεμβρίου 1825, ανοικτά της Γλαρέντζας (σημ. Κυλλήνης). Ακόμη σε μια εμπλοκή στις 18 Ιανουαρίου 1826, αναφέρεται η πυρπόληση τουρκικής φρεγάδας.
Πηγή: "Τα πολεμικά γεγονότα στην Ηλεία κατά την εθνεγερσία του 1821" - Βιβλίο από τους Η.Τουτούνη – Κ. Παπαντωνόπουλο.
Ναυμαχία στο Κατάκωλο και στον Κάβο Πάπα 30 Σεπτεμβρίου 1821
Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο ναύαρχος[1] Καρά Αλής[2], επικεφαλής της τουρκικής αρμάδας με πλοία του τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου, υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ, αγκυροβόλησε στην τουρκοκρατούμενη Πάτρα, αποβιβάζοντας 2.000 Αλβανούς. Στην συνέχεια τροφοδότησε τα κάστρα του Ρίου, Αντιρρίου και Ναυπάκτου και μετά εισέρχεται στον Κορινθιακό κόλπο και πραγματοποιεί απόβαση στην Βοστίτσα (σημ. Αίγιο). Τα ελληνικά και τουρκικά πολεμικά πλοία βρέθηκαν αντιμέτωπα στον κόλπο του Κατακώλου.
Ακροβολισμοί και αψιμαχίες στα Διβριώτικα Αμπέλια
Ο Ιμπραήμ πασάς σχεδίαζε να υποτάξει την Γορτυνία και να εγκαταστήσει φρουρά στην Καρύταινα, η οποία ήταν ακόμη ελεύθερη, για να ενθαρρύνει τους προσκυνημένους Πυργιώτες, Φαναρίτες και όσους Καλαβρυτινούς και Πατρινούς επέμεναν στο προσκύνημα. Ακόμη κάλεσε τον Ντελή - Αχμέτ και τον τουρκοπροσκυνημένο καπετάν Δημήτρη Νενέκο από την Ζουμπάτα να τον βοηθήσουν. Έτσι θα εξασφάλιζε την ελεύθερη επικοινωνία με την Αχαΐα και Ηλεία.
Ο Ντελή - Αχμέτ με τον Δημήτριο Νενέκο και με 2.000 άνδρες Αιγυπτίους και προσκυνημένους, κίνησαν από την Γαστούνη με σκοπό να αφανίσουν τους απροσκύνητους, της Βόρειας ημιορεινής και ορεινής Ηλείας[1]. Σχεδόν ανενόχλητοι πέρασαν από την Πηνεία την Ωλένη, την Φολόη και κατευθύνθηκαν προς την Δίβρη. Στην θέση Καλλιμάνι και Διβριώτικα Αμπέλια, δεν κατόρθωσαν να περάσουν, γιατί εκεί συνάντησαν την γενναία αντίσταση των οπλαρχηγών της Ορεινής Ηλείας.
Οι ντόπιοι πολεμιστές που ήσαν οι Διβριώτες του Αγγελή Πετραλιά, του ηγούμενου Παρθενίου της Άνω Μονής Δίβρης, του Ρόδη Μερκούρη, του Χρυσανθάκη Αθανασόπουλου και άλλων καπεταναίων με τα παλικάρια τους, είχαν ακροβολισθεί, στις θέσεις στου Καλλιμάνι και στα Διβριώτικα Αμπέλια. Όταν οι Τούρκοι έφθασαν εκεί κοντά στην Δίβρη[2], ο Γενναίος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στο Λιβάρτζι. Γράφει ο Γενναίος:[3]“…Αφού υπήγαν στα αμπέλια τους, αμέσως επροσκύνησαν και επρόφθασε και ο Γενναίος έπειτα από τρεις ώρες και εστρατοπέδευσεν ο Γενναίος απέναντι των Τούρκων μία ώρα…” Τα δε κύρια σώματα του Γεωργίου Σισίνη, του Δημητράκη Πλαπούτα και του Γενναίου Κολοκοτρώνη, είχαν λάβει θέσεις πίσω από τους ακροβολισμένους, για να επικουρούν σε περίπτωση που διασπούσε η πρώτη αμυντική γραμμή.