ΧΑΜΟΚΕΛΑ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ… ΤΗΣ ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑΣ….!
Έρευνα – καταγραφή: Κ. Παπαντωνόπουλος
Χαμοκέλα, λέγεται το ισόγειο τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο οίκημα χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και άνευ εσωτερικών χωρισμάτων. Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από αρχαίο «χαμαί» που σημαίνει κάτω, επί του εδάφους επίπεδα (πελοποννησιακή ντοπιολαλιά χάμο, χάμου), το έτερο συνθετικό της λέξης κελί που προέρχεται από την λατινική λέξη cella, η οποία έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα από το kelna < kel που σημαίνει καλύπτω.
Η χαμοκέλα, όπως ακριβώς μαρτυρά τ’ όνομά της, ήταν ένα χαμόσπιτο συνήθως φτωχό με διάφορες ονομασίες όπως κελί, κελάρι, μουτούπι, κ.ά. Ήταν το σπίτι της φτωχολογιάς, αρκετό για να φωλιάσει η κάθε φτωχή οικογένεια, επίσης χρησιμοποιείτο και σαν αποθηκευτικός χώρος ή και στάβλος.
ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΧΑΜΟΚΕΛΑΣ
Η χαμοκέλα, ανάλογα με την περιοχή που αναγείρονταν, η κατασκευή της ήταν κυρίως από ντόπια οικοδομικά υλικά και ξύλα. Έτσι εντοπίζουμε χαμοκέλες στα πετρώδη εδάφη να έχουν κτισθεί με βασικό υλικό την πέτρα, στα δάση με κορμούς και φυλλωσιές δένδρων και στους κάμπους με χωματόπλιθα και κεραμίδια.
Παρουσίαση δίσκου-λευκώματος με τίτλο: «Τι έχεις καημένε Πορετσέ»
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ & ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΡΑΜΠΕΛΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ»
ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ, ΚΑΜΠΑΚΙ ΚΑΠΕΛΗ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ
Μια όμορφη βραδιά, γεμάτη μουσική, έρχεται !!!
ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ, Σάββατο 12.8.2023 ώρα 8:00 μ.μ.
Αφιερωμένη στην Δημιουργία των Πεζοπορικών Μονοπατιών στο Δάσος που τώρα ξεκίνησε !!!
ΤΟ ΛΙΧΝΙΣΜΑ ΣΤ´ ΑΛΩΝΙΑ…!
Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Παλιά πριν τα αλωνιστικά μηχανήματα (πατόζες) φθάσουν στα χωριά, το αλώνισμα γινόταν με τα ζώα.
Όπως γράφει σ’ ένα ποίημά του και ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951):
«Στ’ αλώνια καλοσάρωτα
και ξεχορταριασμένα
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές
ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Μετά το αλώνισμα σειρά είχε η διαδικασία του λιχνίσματος και το δριμόνιασμα, δηλαδή το καθάρισμα του αλωνισμένου δημητριακού από από τις ξένες ουσίες που συναθροίστηκαν κατά το αλώνισμα. Αυτά ήσαν τρίμματα από τις καλαμιές, άγανα, μικρά ξυλαράκια (χάχαλα), χαλίκια, ζωύφια, χώμα, υπολείμματα κοπριών, τρίχες κ.λπ.
Έτσι μετά το αλώνισμα με μια τσουγκράνα οι αλωνιστές τραβούσαν πάνω από το αλώνι τα άχυρα εκτός του αλωνιού για να ξελαφρώσουν το αλώνι. Οι δε καρποί κατά το αλώνισμα είχαν πέσει στο έδαφος. Μόλις ξαχυριάζανε το αλώνι, συνήθως το απόγευμα, που φυσούσε αεράκι, γινόταν το λίχνισμα. Το λίχνισμα γινόταν δίπλα από τα αλώνια. Τα αλώνια πάντοτε τα κατασκεύαζαν σε κάποιο επιλεγμένο ιδανικό ψηλό σημείο του χωραφιού, (σύραχο) ή του χωριού, εκεί που κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είχε αεράκι.
Έπιαναν το δικριάνι με τα δυο τους χέρια και με μαεστρία και επιδεξιότητα το έχωναν μέσα στον σωρό του αλωνισμένου γεννήματος (δημητριακού). Αυτό συγκρατούσε μια ποσότητα όσο μπορούσε να πιάσει, και με μια κίνηση το εκτίναζαν προς τα επάνω ψηλά. Κατά την διαδρομή του γεννήματος από τον σωρό προς τα ψηλά και κατά το πέσιμο του κάτω στην γη, από τον αέρα, ξεχώριζαν και παρασύρονταν λίγο πιο πέρα από τον σωρό, σχεδόν όλες οι ξένες και ελαφρύτερες ουσίες, ανάλογα με την ένταση του αέρα και το βάρος. Ακριβώς κάτω έπεφταν αυτά που δεν μπορούσε να παρασύρει ο αέρας, δηλαδή τα χαλίκια και ο καρπός.
Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να τελειώσει ο σωρός ή όση ώρα επικρατούσε το αεράκι.
Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων.
ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ…!
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Τον καιρό του αντάρτικου λέγανε ότι, ένας αντάρτης κυνηγημένος, ταλαιπωρημένος, άκουρος και άξουρος, ένα Σαββατόβραδο έφτασε αργά σ’ ένα χωριό. «Έβρεχε, ο Θεός με τον Θεό», ψάχνοντας που να τρουπώσει να βγάλει την νυχτιά του, πήγε προς την εκκλησία, εκεί βρήκε την πόρτα της ανοιχτή και μπήκε μέσα. Έκανε μια εξερεύνηση και βρήκε ένα εικονισματάκι του Αγιώργη, το πήρε στα χέρια του, έκανε τον σταυρό του μπροστά στο εικόνισμα, το προσκύνησε και ψέλλισε:
-«Συγχώρα με Άγιε μου, αλλά εσύ μπορείς να με βοηθήσεις και εγώ, σου τάζω ότι δεν θα σ’ αφήκω έτσι!».
Κατόπιν έχωσε το εικόνισμα μέσα στο σακίδιό του και στην συνέχεια έπιασε μια άκρη σ’ ένα στασίδι και από την τρανή κούραση και ταλαιπωρία που είχε, αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησε ένα κρακ, που έκανε το ζεμπερέκι της πόρτας. Όπως λαγοκοιμότανε, τράβηξε το πιστόλι του και περίμενε ακούνητος και αμίλητος να ιδεί ποιος μπαίνει. Σε μια στιγμή είδε τον παπά, τον άφηκε και μπήκε μέσα στο ιερό και την ώρα που ετοιμαζότανε να λειτουργήσει, μπήκε μέσα και τον απείλησε με το όπλο του. Ο παπάς τα έχασε στην αρχή, αλλά δεν φοβήθηκε. Ο αντάρτης του ζήτησε τα ράσα του να τα πάρει για να ντυθεί παπάς και να καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα του στρατού.