ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ
Πιο πέρα απ’ την Γαστούνη[1] κατά την κείθενες μεριά που τραβάει για τα Κάτου Καβάσιλα, τράβαγε ένας καρόδρομος, εκειά που είναι σήμερα το γιοφύρι του τρένου, τότενες δεν ήτανε γιοφύρι γιατί δεν στέριωνε με τίποτα στο Γαστουνέϊκο ποτάμι. Για να διαβαίνουνε το ποτάμι είχανε μια μπεραταριά και άλλη μια ήτανε στα Σαμπάναγα κοντά στο σημερινό γιοφύρι που τραβάει ο δρόμος για το Τραγανό. Εκείνη την περαταριά την δούλευε κάποιος Δήμος Λημεριώτης τ’ όνομα και το πήρε από την λημέρισμα που έκανε εκεί στην μπεραταριά[2] για να βγάνει το ψωμί του.
Πλάι στην μπεραταριά ήτανε χέρσος τόπος και εκεί παγαίνανε και πλένανε τα σκουτιά και τα προβατόμαλλα, από την δώθενες μεριά οι Καβασιλιώτισσες και από την κείθενες οι Γαστουνιώτισσες. Τον θέρο γινότανε εκεί από κα πανηγύρι, από τις γυναίκες και τα τσορομπίλια[3]. Να σου ειπώ και κάτι ξέρεις πόσα παιδιά και γυναίκες είχανε πινηγεί σ’ ευτούνο το ποτάμι; Ξέρεις τι λένε; «Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!».
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ
Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Ο άνθρωπος για τον φωτισμό του κατά την νύκτα και σε σκοτεινά σημεία όπως δαιδαλώδη κτίρια με υπόγεια, κάστρα, σπηλιές και στοές, χρησιμοποίησε διάφορα μέσα όπως πρώτες καύσιμες ύλες και εργαλεία.
Ο πρώτος τεχνικός φωτισμός, όπως είναι φυσικό πρέπει να ήταν, η φωτιά. Πριν κατασκευάσουν διάφορα εργαλεία φωτισμού οι άνθρωποι, συνήθιζαν τις νύκτες ν’ ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω για να ζεσταίνονται, αλλά και να βλέπουν. Επίσης για να μεταβούν σε πολύ κοντινά σημεία, έκαιγαν κλάρες από διάφορα δένδρα που έβγαζαν αρκετή φλόγα ή κράταγαν στα χέρια τους διάφορα αναμμένα ξύλα (δαυλιά), από ρητινώδη δένδρα. Ήταν οι πρώτες δάδες φωτισμού..Αυτή η τεχνική τους επέτρεπε να βλέπουν μόνον για πολύ κοντινές αποστάσεις.
Συν τον χρόνο ο άνθρωπος για να αντικαταστήσει τις δάδες εκμεταλλεύτηκε την φωτιά για τον φωτισμό του, με διάφορους τρόπους ώστε να είναι πιο εύχρηστη και να μην χρειάζεται αρκετή καύσιμη ύλη. Με την πάροδο όμως του χρόνου, προσπάθησαν και κατασκεύασαν διάφορα εργαλεία φωτισμού. Πρώτοι οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν λάμπες από πηλό γύρω στον 7ο π.Χ αιώνα. Γι αυτό και η λέξη λάμπα, που χρησιμοποιείται διεθνώς (lamp) έχει ελληνική ρίζα.
Στην Πελοπόννησο, απ’ όπου προέρχεται η παρούσα καταγραφή των παραδοσιακών φωτιστικών μέσων, έχουν χρησιμοποιήσει φωτιστικά εργαλεία με πρώτη ύλη το ξύλο, το πετρέλαιο, το λίπος, το λάδι, την ασετιλίνη, την βενζίνα και τέλος τον ηλεκτρισμό. Κάποια από αυτά τα εργαλεία ήσαν για σταθερά σημεία, εντός των οικιών, αιθουσών κ.λπ. και κάποια άλλα ήταν μεταφερόμενα, για τις νυκτερινές μετακινήσεις τους, και για τον φωτισμό διαφόρων χώρων εκτός της οικίας.
ΦΩΤΟΣΤΑΤΗΣ
Σταυρός στο ανώφλι, έθιμο της Ανάστασης
Χωρίς σταυρούς φέτος, λόγω του κορωνοϊού.
Ξεκίνησε πριν χρόνια αυτό το έθιμο και γέμισε ο τόπος, οι πόλεις, τα χωριά, οι πολυκατοικίες, τα ασανσέρ, παντού και σε πόρτες τουαλέτας είδαμε.
Ακόμη και κίνημα έγινε: «σβήστε τον μουτζουρωμένο σταυρό».
Είμαστε εξοικειωμένοι από παιδιά στην θέα του μουτζουρωτού σταυρού που περνάει από τα μάτια μας απαρατήρητος.
Επικρατούν αρκετά έθιμα πανελλαδικά όπως να χτυπούν με δύναμη τα στασίδια για την αναβίωση του σεισμού της Ανάστασης, άλλοι πηλαλάνε πέρα δώθε στα λευκά και σκορπούν βάγια ή ροδοπέταλα, άλλοι πετούν από τα μπαλκόνια κιούπια και βίκες, άλλοι κρεμούν κόκκινες κορδέλες και άλλοι μπαίνουν στις μαστέλες.
Εμείς εξακολουθούμε να τηρούμε το έθιμο που αναβίωσε επί χούντας όταν απαγορεύτηκαν τότε οι σκάστρες και τα βαρελότα. Καιγόμαστε αναμεταξύ μας (με τα κεριά της ανάστασης) ενώ έξω από την εκκλησία έχει «κηρυχτεί πόλεμος» με τα βεγγαλικά και αν γλυτώσουμε και γυρίσουμε στο σπίτι, μουτζουρώνουμε σταυρούς στα υπέρθυρα για να έχουμε θεϊκή εύνοια και καλή τύχη!
Κώστας Παπαντωνόπουλος Απρίλης 2020
Το υπέρθυρο, το ανώφλι, το πρέκι στα κτήρια των χωριών μας...
και εδώ:https://androni.blogspot.com/2020/04/blog-post_20.html
ΚΟΥΜΠΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Άρθρο του Ηλία Τουτούνη, συγγραφέα - λαογράφου
Κουμπαριά
Η λέξη «κουμπαριά» προέρχεται από την ιταλική λέξη «compare» που σημαίνει έμπιστος φίλος. Εμείς κουμπαριά λέμε την συγγένεια που προκύπτει από την βάπτιση ή από το στεφάνωμα. Είναι το είδος συγγενικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας εκείνου που παντρεύτηκε ή βαφτίστηκε από αυτόν. Τοιουτοτρόπως ο όρος κουμπαριάζω, σημαίνει συνδέομαι συγγενικά με κάποιον μέσω της κουμπαριάς.
Με την απόφαση κάποιος να είναι μάρτυρας (νουνός) της βάπτισης του νεοφώτιστου παιδιού και μάρτυρας της συνένωσης του ζευγαριού, συνυπογράφει μια σχέση ζωής μαζί τους. Κατά το μυστήριο του γάμου, ο ιερέας προσφέρει στη νύφη και στο γαμπρό να πιούνε κρασί από το ίδιο ποτήρι. Όσο κρασί απομείνει στο ποτήρι, πρέπει να το πιει ο κουμπάρος κι η κουμπάρα. Κατά την τελετή του γάμου ο κουμπάρος και η κουμπάρα αλλάζουν πρώτα τα δαχτυλίδια, τρεις φορές και μετά τα στέφανα, επίσης τρεις φορές.
Αντίο Γλαρέντζα
Το παρακάτω διήγημα βρισκόταν στο αρχείο μας χρόνια μαζί με πολλά άλλα που αφορούν την Ηλεία.
Η φράση «Αντίο Γλαρέντζα», ακουγόταν στα χωριά μας και την προφέραμε για κάτι που χάσαμε.
Μας τη θύμισε ο αγαπητός ξάδελφος Δημήτρης Παπαντώνης με αφορμή το δημοσίευμά μας, «Ναυμαχία ανοιχτά της Κυλλήνης (Γλαρέντζας) το 1825».
Ρώτησε αν γνωρίζουμε από πού βγαίνει ή τι σημαίνει η φράση, «Αντίο Γλαρέντζα»;
Απαντήσαμε τότε ότι, η μόνη πηγή που έχουμε ως τώρα είναι το διήγημα του Νίκου Καραντινού που περιγράφει τον Μήτσο από την Ανδραβίδα αλλά και τον αστρίτη που εμπόδισε τον μικρό ταξιδευτή να φτάσει στην πολυπόθητη Γλαρέντζα.Ο μικρός καθυστέρησε και δεν πρόκανε να ανέβει στο καΐκι με τα ζώα και τους τσαμπάσιδες. Αντίο Γλαρέντζα, έσπευσε να του πει ο πατέρας του που γνωρίζε την "κάψα" που είχε ο μικρός για αυτό το ταξίδι. Δηλαδή αφού άργησες και έχασες τη «Μπακόκα», ξέχασε τώρα και τη Γλαρέντζα.
Εξετάζουμε όμως και μιά δεύτερη εκδοχή της φράσης αυτής που ίσως να προέρχεται από την εγκαταλειμμένη Γλαρέντζα[1] ή Clarentia ή Clarence που ήταν κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, σημαντική οχυρωμένη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου. Μπορεί δηλαδή να επικράτησε όταν την αποχερετούσαν οι κάτοικοί της που για κάποιο λόγο μετοίκησαν σε άλλους προορισμούς.