Βορειοανατολικά του χωριού Κακοτάρι του τέως δήμου Λασιώνος, και στην Ανατολική πλευρά του βουνού Σκιαδοβούνι, που είναι παραφυάδα και επέκταση του όρους Ερύμανθος (Ωλονός) προς τα Νότια, διασώζεται διώροφη καστροσπηλιά που λειτούργησε ως ασκηταριό και κρησφύγετο σε λαξευμένη πλαγιά του βράχου[1].
Φαίνεται ότι ο «κατασκευαστής» της είχε διερευνήσει το κάλλος της περιοχής, κάτι που φαίνεται από τον τρόπο κατασκευής της σπηλιάς, τρόπο που επιτρέπει την επιβίωση σ’ αυτό τον κακοτράχαλο, απομονωμένο και αφιλόξενο τόπο που ατενίζει την Κάπελη. Όλα αυτά συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους. Ο πρώτος οικιστής της δεν μας είναι γνωστός. Λέγεται ότι στην αρχή ήταν ασκηταριό,[2] ίσως από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ίσως κατά τη ρωμαϊκή ή και κατά την βυζαντική περίοδο.
Η περιοχή προσφερόταν για ασκητισμό, λόγω του άγριου φυσικού περιβάλλοντος, της πηγής, της εύφορης κοιλάδας και της δύσκολης πρόσβασης προς την σπηλιά. Κατά το τέλος της δεύτερης περιόδου της Τουρκοκρατίας έγινε καταφύγιο για πολλούς κλέφτες και κυνηγημένους ραγιάδες. Φημολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε και ως τόπος ασκητισμού για τους μοναχούς της άνω παλαιοχριστιανικής μονής, η οποία τώρα βρίσκεται υπό κατάρρευση, στο Κακοταροβούνι. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί ως μοναστήρι. Ωστόσο, εκτός από την αφήγηση του Γιώργη Ντίνου από το Κακοτάρι, που αναφέραται στην εύρεση ενός σκεύους με σταυρό, κανένα άλλο στοιχείο δε φαίνεται να επιβεβαιώνει έναν τέτοιο ισχυρισμό.
Η πρόσβαση στο σπήλαιο γίνεται μέσω ενός μονοπατιού που οδηγεί πολύ κοντά στην είσοδό του. Προκειμένου να μπει κανείς μέσα στο χώρο του σπηλαίου, απαιτείται αναρρίχηση 2-3 μέτρων. Το στόμιό του είναι χτισμένο με ισχυρό κουρασάνι[3], πέτρες και κεραμίδια από τον παλιό οικισμό.
Ο χώρος του σπηλαίου έχει ύψος 15μέτρα περίπου και χωρίζεται σε δύο ορόφους. Στον κάτω όροφο είναι χτισμένη καμάρα με πέτρες, η οποία συγκρατεί το πάτωμα του επάνω ορόφου. Τα αποτυπώματα στα τοιχία, τα ανοίγματα και τα ξύλινα δοκάρια, φανερώνουν την ύπαρξη και άλλων ορόφων σε μια προγενέστερη περίοδο. Η είσοδος στο χώρο του σπηλαίου ήταν αδύνατη στον εχθρό, διότι η πρόσβαση ήταν εφικτή μόνο από τον δεύτερο όροφο, μιας και στον πρώτο υπήρχε μόνο μία πολεμίστρα, από την οποία δεν χωράει να μπει άνθρωπος. Το βάθος του σπηλαίου διευρύνεται προς την κορυφή, φτάνοντας τα 15 μέτρα περίπου.Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων,στο παρελθόν, υπήρχε τούνελ διαφυγής προς άλλο σημείο του βουνού, το οποίο όμως δεν έχει εντοπιστεί έως σήμερα.
Αρχαίος οικισμός στο Σταυράκη
|
Ο αρχιτέκτονας και καθηγητής του τμήματος Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Minnesota (Η.Π.Α.) Frederick Cooper[4], αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στην απότομη κορυφή της ορεινής ράχης, 100 μ. πάνω, Βορειοανατολικά της μικρής εγκατάστασης σπιτιών υπάρχει ένα μικρό ασκηταριό προσαρμοσμένο στο φυσικό κοίλωμα του πετρώματος. Το στόμιο του σπηλαίου έχει κτιστεί με πέτρες, κεραμίδια και κονίαμα σε ύψος 10 μ. περίπου. Το εσωτερικό του, χωρισμένο σήμερα σε δύο ορόφους, είναι περίπου 10 μ. βαθύ και διευρύνεται προς την κορυφή. Το χαμηλότερο πάτωμα στεγάζεται με έναν μεγάλο κυλινδρικό θόλο, που υποστηρίζει το πάτωμα του πάνω ορόφου. Υπάρχουν ίχνη επιπλέον ορόφων από πάνω, κατασκευασμένων με ξύλινες δοκούς και σανίδες. Μια μικρή εγκατάσταση από διαμερίσματα σπίτια βρίσκεται κάτω από το σπήλαιο. Τα κτίσματα είναι τελείως κατεστραμμένα, το σπήλαιο πάνω από τον οικισμό είναι γνωστό στους ντόπιους ως το σπήλαιο του Τούρκο- Παναγή, παίρνοντας το όνομά του από έναν Έλληνα Αγωνιστή της Επανάστασης που χρησιμοποιούσε το σπήλαιο ως κρησφύγετο».
Σύμφωνα με την παράδοση, η σπηλιά πήρε το όνομά της από τον κλεφτοκαπετάνιο Παναγή Μπελογιάννη (ή Τουρκοπαναγή), ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο και ως καταφύγιο για τις χωσιές του εναντίον των Τούρκων αλλά και των Ελλήνων που ήσαν ταγμένοι στην υπηρεσία των κατακτητών.
Παραθέτουμε παρακάτω ένα επεισόδιο με θύμα τον Θανάση Γεωργόπουλο κατά τον κατατρεγμό των κλεφτών του Μοριά τα έτη 1804 έως 1806.Ο Θανάσης Γεωργόπουλος, με καταγωγή από το Μαζαράκι Πηνείας, έγραψε στη σπηλιά του Τουρκοπαναή την ηρωική του σελίδα, κατά τα τέλη του 1806. Κυνηγημένος από τους Τούρκους της Πηνείας και από τον διώκτη του, τον Αλή Τσεκούρα Τεσούκη[5] αλλά και από τον σκληρό διώκτη των κλεφτών, πατέρα του Αβδούλ αγά του Κακοταρίου, λημέριαζε στη σπηλιά ,στο Κακοταροβούνι του Ωλονού. Οι Τούρκοι, μετά από προδοσία, πολιόρκησαν τη σπηλιά και λέγεται ότι ο Γεωργόπουλος πολέμησε για τριάντα ώρες, μέχρι να του τελειώσουν τα πολεμοφόδια. Η βοήθεια που περίμενε από τους κλεφτοκαπεταναίους του Ωλονού δεν έφτασε ποτέ[6]. Τότε, ενώ οι Τούρκοι πλησίασαν πιο κοντά, δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν, λόγω διαμόρφωσης της τοποθεσίας της σπηλιάς. Έτσι, εφάρμοσαν τη μέθοδο του καπνού[7] (φωτιά με θειαφοκέρι), για να τον αναγκάσουν να βγει. Χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο με τους Δημητσανίτες, που προσπάθησαν να βγάλουν τους Κολοκοτρωναίους από τα λινά της Ιεράς Μονής Αιμιαλών, στη Δημητσάνα Γορτυνίας την εποχή του μεγάλου κατατρεγμού της κλεφτουριάς του Μοριά.
«...Ρίξαν φωτιά μες στο ληνό κουβάρια θειαφοκέρι...»[8]
Χρησιμοποιώντας το προπέτασμα του καπνού, ένας Τούρκος ανέβηκε και τον σκότωσε πισώπλατα. Λέγεται ότι εκείνη την εποχή, οι καλόγεροι της Νοτενάς έπαιζαν ύπουλα παιχνίδια εναντίον των υπόδουλων ραγιάδων, συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους. Φαινομενικά βοηθούσαν τον ήρωα Θανάση Γεωργόπουλο αλλά ύπουλα κατέδωσαν στους Τούρκους το κρυσφήγετό του. Χαρακτηριστικοί είναι οι τελευταίοι στίχοι από το δημοτικό τραγούδι του.[9]
Με τη συστηματική καταδίωξη των κλεφτών επί Οσμάν πασά της Πελοποννήσου[10] (το Γενάρη του 1805) και την σύμπραξη των αρχιερέων και των προκρίτων για το ξεκλήρισμα των αγωνιστών (στις αρχές του 17ου αιώνα), εξοντώθηκε η Μοραΐτικη κλεφτουριά. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και το επιτίμιο[11] που εξασφάλισαν οι Τούρκοι από τον οικουμενικό Πατριάρχη. Αυτό στρεφόταν εναντίον των αρματολών και κλεφτών του Μοριά καθώς και όλων όσων υπέθαλπαν τους αγωνιστές.
Από την σπηλιά του Τουρκοπαναγή φεύγοντας και ο Γιάννος Γιαννιάς (φίλος του Τουρκοπαναή) πιάστηκε από τους Τούρκους στο γεφύρι Πετρωτό. Ο Γιάννος Γιαννιάς, γιος του παπά-Αντρέα από την Μπροστοβίτσα (σημερινή Δροσιά Τριταίας) τελικά κρεμάστηκε από τους Τούρκους στην Πάτρα. Τον άφησαν κρεμασμένο στη μελικοκιά με όλα τα άρματά του πέντε μέρες για παραδειγματισμό[12]. Από εκεί πέρασε όλη η Πάτρα για να δει το θρύλο τ’ Ολονού[13]. Εκεί έτρεξε και ο Τουρκοπαναής και μόλις τον αντίκρισε, γονάτισε και τραγούδησε με παράπονο το παρακάτω μοιρολόι[14], «Σήκω απάνου, Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι...», που τραγουδιέται και σήμερα στην Ορεινή Ηλεία.
Ο ΤΟΥΡΚΟΠΑΝΑΓΗΣ
Ο Παναγής Μπελογιάννης, γνωστός ως Τουρκοπαναής (ή Μπαρμπαγιάννης),[15] υπήρξε προεπαναστατικός ήρωας του Ωλονού και πρόγονος του γνωστού Νίκου Μπελογιάννη από τα Τσίπιανα. Ο τελευταίος ήταν αυτός που αναζήτησε τα ιστορικά του ίχνη και μας βοήθησε να συμπληρώσουμε τις πηγές μας για τον μεγάλο αγωνιστή της περιοχής.
Η παράδοση, επιβεβαιωμένη από τον Νίκο Γ. Παπανικολάου[16], αναφέρει ως τόπο καταγωγής του το χωριό Κουμουτζιάδες (Αμμότοπος) του νομού Άρτας στην Ήπειρο.
Επίσημη γραπτή μαρτυρία για τον Τουρκοπαναή βρίσκουμε μόνο στα άπαντα του Ανδρέα Καρκαβίτσα (στη σελίδα 60 του 5ο τόμου). Εκεί μιλώντας «για το προσκύνημα των Κατσαντωναίων» που τέθηκαν στη δούλεψη του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, αναφέρει ως αρχηγό τον Τζόγκα (ή Τσόγκα) και ως σαλπιγκτή τον Παναγή Μπελογιάννη. Τότε του δόθηκε και το παρατσούκλι Τουρκοπαναγής.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής του ήταν η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά. Ήταν πρωτοπαλίκαρο του, όπως ο Καραϊσκάκης και άλλοι αγωνιστές, που αργότερα διέπρεψαν στην επανάσταση. Εκεί έμαθε κάποια γράμματα και εκπαιδεύτηκε στην τέχνη του πολέμου. Όμως, στην πορεία διαφώνησε με τον Αλή Πασά, λιποτάκτησε και επέστρεψε για να πολεμήσει τους Τούρκους στον Ωλονό, έχοντας για κρησφύγετο τη σπηλιά, που πήρε και το όνομά του.
Μάλιστα, λέγεται ότι σε μια μάχη τον δάγκωσε φίδι[17] και αυτός, για να ξεφύγει από τα χέρια των Τούρκων, έκοψε το δάχτυλο του. Από την διήγηση του φίλου μου Διονύση Ντίνου, από τα Ντιναίικα, αλλά και από τον μπάρμπα Νικολή Πανούτσο[18] από το Αντρώνι, μαθαίνουμε ότι «… τον έφαγε το φίδι στο πόδι, στο μεγάλο δάχτυλο και έκοψε το δάχτυλο για να μην σταματήσει τον πόλεμο…».
Σε αρκετές μαρτυρίες αναφέρεται πως τον πρόδωσε ο καλόγερος της Μονής Νοτενών, δίνοντας πληροφορίες στους Τούρκους.
Χαρακτηριστικά, ο λαός μας λέει μέσα από παροιμίες που διατηρήθηκαν.
Δεν με φοβίζουν τα βουνά, παρά ο καλόγερος στη Νοτενά[19]
Οι ορεινοί όγκοι του Ωλονού, οι πλαγιές, τα λαγκάδια και τα δάση, ευνοούσαν την ανάπτυξη της δράσης του. Από εκεί μπορούσε να εκδικείται τους Τούρκους κι έπειτα να γυρίζει στο απάτητο λημέρι του.
Αρχή της διδρομής, Α. Πρέκας, Μ. Παπαντωνόπουλος και Β. Πρέκας |
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αναφέρεται ως Πανάγος Μπελογιάννης, λοχαγός της φάλαγγας (Αριστεία Φ.75), στο Δήμο της Δίβρης.[20]Υπέβαλε πιστοποιητικά μετά τον πόλεμο για να λάβει αποζημιώσεις από διάφορες μάχες και στις προηγούμενες επιτροπές.
Ύστερα από την απελευθέρωση, η οικογένεια του Τουρκοπαναή μετακινήθηκε στο Λάτα της Πηνείας και όχι στην Αμαλιάδα. Ο Τουρκοπαναής τότε, έδωσε το σπίτι στον μικρότερο γιό του Κωνσταντίνο. Το σπίτι αυτό, πριν καταρρεύσει[21], ήθελε να αγοράσει η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, Έλλη Παπά[22].
Η πόρτα με υπέρθυρη παράσταση του ιστορικού σπιτιού του Τουρκοπαναή στα Τσίπιανα που φωτογράφισε ο Αρχιτέκτονας Αργύρης Πετρονώτης το 1956
|
Ο Τουρκοπαναής είχε φτιάξει και ένα άλλο σπίτι, το οποίο κληροδότησε στον πρωτότοκο γιό του Γιαννάκη η Γιαννακό και το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο Γιαννακόςπαντρεύτηκε την κόρη του αγωνιστή της επανάστασης Χρυσανθάκη Κορμπάκη, την Αργέντω (ή Αργεντινή[23]), από όπου πήρε και το όνομά της η κόρη του Γεωργίου Μπελογιάννη και αδελφή του γνωστού μας Νίκου.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Γιώργης Μπελογιάννη (Λεωνίδης) αναφέρει ότι το όνομα Μπελογιάννης είναι ψευδώνυμο και ότι το πραγματικό τους όνομα ήταν «Τσικνιάς».
Όπως αναφέραμε παραπάνω ο Τουκοπαναής πήγε στην Πάτρα, ντυμένος παπάς, για να δει τον κρεμασμένο φίλο του Γιάννο Γιαννιά, θρύλο τ’ Ολονού και μόλις τον αντίκρισε του τραγούδησε με παράπονο το παρακάτω μοιρολόι που τραγουδιέται μέχρι σήμερα στην Ορεινή Ηλεία.
Για σήκω απάνου, Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι,
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα μαργώσεις (κρυώσεις).
Θα σου βραχούνε τα' άρματα και τα χρυσά κουμπιά σου
και τα' ασημένιο, Γιάννο μου το σπαθί, τ’ αργυρογαζωμένο.
(ή πού 'ναι μεσ' το θηκάρι ή το πλουμιστό τουφέκι ).
Το σπήλαιο επισκέφτηκα στις 28 Απριλίου 2008 (Δευτέρα του Πάσχα) με τον Αντώνη Πρέκα και τους μικρούς τότε Μιχάλη Παπαντωνόπουλο και Βαγγέλη Πρέκα υπό την καθοδήγηση (με κινητά τηλέφωνα) των φίλων μου Ντιναίων.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Μάρτης 2017
[1] Η σπηλιά βρίσκεται, απέναντι από τον οικισμό Ντιναίικα, στην ανατολική πλαγιά της νότιας κορυφογραμμής του Ερύμανθου, ανάμεσα σε βουνοκορφές. Η πρόσβαση στη σπηλιά γίνεται, κυρίως, μέσω του παραποτάμιου δρόμου Κακοταρίου - Τσιπιάνων - Δερβινής – Βλασίας. Εκεί όπου ήταν η κεντρική δίοδος της ορεινής Αχαΐας προς το οροπέδιο Φολόης. Ο δρόμος είναι ακόμη υπό κατασκευή και μπορεί να διασχισθεί με αυτοκίνητο για περίπου δυόμιση χιλιόμετρα, μέχρι το ύψος του Ενετικού γιοφυριού (Πετρωτό) λίγο πριν από το Κάστρο της Οχιάς.
Από το σημείο αυτό και έπειτα, η ανάβαση γίνεται μόνο με τα πόδια προς τα πέτρινα μαντριά που βρίσκονται ψηλότερα. Η διαδρομή, αν δεν γνωρίζει κανείς τα μονοπάτια, είναι δύσκολη, κακοτράχηλη και ανηφορική. Το μονοπάτι για τη σπηλιά ξεκινά από την θέση «Αγραπιδιά του Αντάρτη»: Αγραπιδιά του Αντάρτη λέγεται το μέρος που ο Κώστας Βγενόπουλος (Μαμάς) σκότωσε τον Αντάρτη την εποχή του Εμφυλίου πολέμου όπου μετά από αυτό το γεγονός επακολούθησαν αντίποινα στο χωριό Κακοτάρι.
Εκεί, με κατεύθυνση από το Κακοτάρι προς τα Τσίπιανα, παίρνουμε το μονοπάτι προς την αριστερή πλευρά. Η πρόσβαση δεν είναι εύκολη, γιατί σε ορισμένα μέρη το μονοπάτι χάνεται μέσα στους θάμνους και στις αποπνικτικές ασφάκες, ενώ η απότομη ανηφόρα κόβει την ανάσα, ιδίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Στο διάβα, μπορεί κανείς να συναντήσει μερικά μαντριά, μέχρι να περάσει το ξερολάγκαδο πριν την κοιλάδα του Σταυρακίου. Η απόσταση από τον δρόμο μέχρι εκεί είναι περίπου χίλια διακόσια μέτρα. Κατά την χειμερινή περίοδο, πιθανότατα το ξερολάγκαδο κατεβάζει αρκετές ποσότητες νερού, όπως μαρτυρούν οι ξεπλυμένοι βράχοι και η κοίτη του λαγκαδιού. Μόλις φτάνουμε στην κοιλάδα, αντικρίζουμε ένα καινούργιο τόπο, ένα καταπράσινο λιβάδι που το αγκαλιάζουν οι βραχίονες του Ωλενού. Δύο πηγές δίνουν ζωή στην κοιλάδα, η βορειότερη, μέσα από τα χαλάσματα, αναβλύζει γάργαρο νερό και ξεδιψάει κάθε διαβάτη. Οι ιδιοκτήτες της έκτασης έχουν κατασκευάσει πρόχειρα καταλύματα για τις κτηνοτροφικές τους ανάγκες, με τους λίθους των κτισμάτων. Όταν βρεθήκαμε εκεί, βρήκαμε ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι από γελάδια[1]. Εκεί, λοιπόν, σε ύψος περίπου 150 μέτρων ψηλότερα της βορινής πηγής και σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων, βρίσκεται γαντζωμένη σαν στρείδι στον απόκρημνο βράχο, η ξακουστή και θρυλική σπηλιά του Τουρκοπαναγή, πιθανότατα η μοναδική τόσο καλοδιατηρημένη σπηλιά της Ηλείας.
[2] Από πληροφορία κατοίκων του χωριού Κακοτάρι φημολογείται ότι στο Σταυράκι και ιδίως στην σπηλιά του Τουρκοπαναγή ήταν ασκηταριό, ασκητή προερχόμενου από την Ιερά Μονή της Απάνου Νοτενάς, πριν καταστραφεί.
[3] Το κουρασάνι ήταν κονίαμα από χώμα ασβέστη, κεραμίδι τριμμένο, κοζά και ασπράδι αυγών.
[4] Frederick A. Cooper, HOUSES OF THE MOREA, εκδοτικός μοίκος Μέλισσα.
[5] Κατά τον Νίκο Α. Βέη, ο Αλή Τσεκούρας έδρασε προεπαναστατικά υπό τις οδηγίες του Οσμάν πασά του Μοριά. Ήταν γαμπρός του περιβόητου Τουρκαλβανού Αλή Φαρμάκη, που είχε πύργο στο Μοναστηράκι, που ήταν και αδελφικός φίλος του Θ. Κολοκοτρώνη.
Ο Τσεκούρας λεγόταν Τεσούκης, αλλά οι Χριστιανοί τον αποκαλούσαν Τσεκούρα, γιατί ήταν πάντοτε ζωσμένος με δυο μεγάλα τσεκούρια, που μ’ αυτά σκότωνε και τεμάχιζε τους χριστιανούς. Πλούσιος από πατρική κληρονομιά και από τον γάμο του, άρπαζε περιουσίες και τις σπαταλούσε πίνοντας, γλεντώντας και έχοντας πολλές γυναίκες. Του άρεσε να ντροπιάζει τους χριστιανούς, αναγκάζοντας ακόμη και τους ιερείς να χορεύουν ημίγυμνοι ενώπιόν του μαζί με ημίγυμνες Τσιγγάνες και άλλες άσεμνες γυναίκες.
Ήταν ιδιοκτήτης των χωριών Βαλτετσίου, Αραχαμιτών και μέρους των Μαγουλιάνων. Ελάμβανε και δέκατα από τις επαρχίες Τριπολιτσάς, Λεονταρίου, Φαναριού κ.λπ. καταπιέζοντας τους δύστυχους χωρικούς. Από ματαιοδοξία έχτιζε τεμένη, βρύσες, αποχωρητήρια, οίκους ευγηρίας κ.λπ., για να αναγράφεται το όνομά του στην επιγραφή ως κτήτορα. Εκατοντάδες Αλβανοί στρατιώτες από Λάλα, Μπαρδούνια και Τριπολιτσά ήταν υπό τις διαταγές του, για να καταδιώκει τους χριστιανούς και να ξεκαθαρίζει την περιοχή από τους κλέφτες. Είχε γίνει το φόβητρο του Μοριά, γιατί πάντοτε με δόλιους τρόπους προσπαθούσε να εξοντώσει τους αντιπάλους του. Πολλοί προδότες χριστιανοί τον βοηθούσαν να επιτελέσει το εξοντωτικό του έργο. Σήμερα ακόμη στα χωριά της ορεινής Ηλείας και Γορτυνίας, τους σκληρούς και ατίθασους άνδρες τους προσθέτουν το προσωνύμιο Τσεκούρας για να δείξουν την αγριότητα του εκάστοτε ατόμου.
[6] Οι διενέξεις και τα αλληλοφαγώματα για το ποιος θα επικρατήσει στην περιοχή μεταξύ των καπεταναίων ήταν σύνηθες φαινόμενο στις τάξεις των κλεφταρματολών. Όταν έβλεπαν κάποιον στην περιοχή να ανέρχεται στην ιεραρχία, προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν με πλάγιους τρόπους. Έτσι και με τον Θανάση Γεωργόπουλο τον άφησαν στη μοίρα του, να εξοντωθεί από τους Τούρκους.
[7] Χρησιμοποιείται για να βγουν και να παγιδεύσουν τα κουνάβια από τις υπόγειες στοές (φωλιές) και από τα κοιλώματα (κουφάλες) των γερασμένων δέντρων.
[8] Θειαφοκέρι. Ήταν κερί και γινόταν βουτώντας ένα κουρέλι σε λιωμένο θειάφι. Στη μελισσοκομία το χρησιμοποιούσαν oι κλέφτες για να το καπνίσουν μ' αυτό ώσπου να ψοφήσουν όλες οι μέλισσες και να μπορούν στη συνέχεια να το τρυγούν ανενόχλητοι. Επίσης το χρησιμοποιούσαν σε ειδικές περιπτώσεις σαν πρόχειρο φωτιστικό μέσο. (Αλέκος Χουλιαράς, λαογραφική συλλογή).
[9] (ΛΑΛΟΥΝ Τ’ ΑΗΔΟΝΙΑ)
Λαλούν τ’ αηδόνια την αυγή, λαλεί κι ο μαύρος κούκος
Λαλεί και το τουφέκι μου μέσ’ από μιά σπηλίτσα.
Που’ σαι, Μικροπανάγο μου, που είσαι ξαδελφούλη;
Μάιδε ξαδελφούλης φάνηκε, μάιδε Μικροπανάγος.
Δυο μέρες τώρα με κλείσανε, τηράνε να με κάψουν,
Ζαλιές τα ξύλα μάσανε, φέραν και θειαφοκέρι.
Δυό παταριές κι αν έριξα, κανείς δεν κάνει πέρα,
μα ’κιώσανε τα βόλια μου και πόσο θα κρατήσω;...
[10] «Λαλούν τ’ αηδόνια» (Ηλίας Π. Τουτούνης «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι» εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα 2008).
[11] Επιτίμιο: συνδυασμός επίπληξης και απειλής ονομαστικού αφορισμού
Όπως αναφέρει ο Κολοκοτρώνης «…ήλθε το διάταγμα και μας κυνήγησαν. Ο Πετμεζάς, ο Γιαννιάς και ο Ζαχαριάς ήσαν χαμένοι πρότερα και βρέθηκα με μόνον 150…».
[12] Μαζί με το Τσιμήκο, γιατρό και πρωτοπαλίκαρό του
[13] Ηλίας Τουτούνης, Κώστας Παπαντωνόπουλος: Γιάννης και Γιώργης Γιαννιάς «Οι σταυραετοί του Ωλενού» Εκδόσεις Κοκλάκη 2010
[14] Για σήκω απάνου, Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι,
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα μαργώσεις (κρυώσεις).
Θα σου βραχούνε τα' άρματα και τα χρυσά κουμπιά σου
και τα' ασημένιο, Γιάννο μου το σπαθί, τ’ αργυρογαζωμένο.
Σε άλλες παραλλαγές τελειώνει «... πού 'ναι μεσ' το θηκάρι ή το πλουμιστό τουφέκι...».
[15] Καλλίνικου Δ΄ (1801-1806)
[16]Οι ρίζες και το γενεαλογικό δέντρο τού Νίκου Γ. Μπελογιάννη. Νίκος Γ. Παπανικολάου «Ακρώρειος», Περιοδικό Δίβρη, τεύχος 108ο σελ. 17.
[17] Λέγεται ότι ο Τουρκοπαναγής προσβλήθηκε απο κολάνιτσα (παράλυση των κάτω άκρων από μόλυνση) δια τούτο πήρε το τσεκούρι και μόνος του έκοψε το ένα πόδι του στο πορτόξυλο του σπιτιού του που βρισκόταν στο χωριό Τσίπιανα.
[18] Έτσι τον αναφέρει ο μπάρμπα Νικολής Πανούτσος. Είχε μελετήσει πολλά παλιά βιβλία και θυμόταν αρκετά γεγονότα τις ορεινής Ηλείας.
«…Μάτα, δεν υπήρχαν κοτζαμπάσηδες και όλη η ορεινή Ηλεία ήτανε όλοι σε επανάσταση. Ναι, δεν λογαριάζανε αυτοί. Δεν ήθελαν τους κατακτητές. Ήτανε και άλλοι οπλαρχηγοί. Στα Τσίπιανα ήτανε ο Τουρκοπαναής, μάλλον Μπαρμπαγιάννης και πήρε το όνομα Τουρκοπαναής. Και είχε μια σπηλιά απέναντι στης Παναγιάς το βουνό και πολέμαγε. Και τον έφαγε το φίδι στο πόδι, στο μεγάλο δάχτυλο, και έκοψε το δάχτυλο για να μην σταματήσει τον πόλεμο…»[18].
[19] Ηλίας Τουτούνης «333 ηλειακές παροιμίες» εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα 2006.
[20] Επίσης αναφέρεται και ο Μπελογιαννόπουλος Χρυσανθάκης ή Χρύσανθος από το Κακοτάρι του δήμου Φολόης που γεννήθηκε το 1785. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Το 1825 ήταν Ταξίαρχος, (αριθμός 4069/17-3-1825). Χάλκινο.
Κωνσταντίνος Γρηγ. Κυριακόπουλος «Ο ΠΥΡΓΟΣ και Η ΗΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ» Β΄ τόμος:
[21]To σπίτι κατέρρευσεπαρότι είχε χαρακτηριστεί διατηρητέο και κράτησε το αγκωνάριμε την επιγραφή κτίσεως του ο πρώην δήμαρχος Κλεάνθης Παπαδόπουλος που ήταν δάσκαλος στα Τσίπιανα. Η λίθινη επιγραφή γράφει: “Eκτίσθη εν έτει 1837 Ιουλίου 20 από Ρουμελιώτες μαστόρους.”
[22] Στο σπίτι αυτό φιλοξενήθηκε η Έλλη Παππά το 1976 από τα πρώτα ξαδέλφια του Νίκου Γ. Μπελογιάννη, Παύλο και Χρήστο. Μαζί της ήταν και ο αρχιτέκτονας Αργύρης Πετρονώτης.
[23] Λανθασμένα λέγεται ότι ο Γεώργιος Μπελογιάννης μετανάστευσε στην Αργεντινή, αλλά στην Αμερική και όταν επέστρεψε εγκαταστάθηκε στην Αμαλιάδα.