Ο Νίκος ο Σκέντζης είναι γιός του Βγενύση και εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή που γεννήθηκε γύρω στα 1874. Έμεινε γνωστός ως Πυριοβολής όπως το περιγράφει στο βιβλίο του «περί της Φολόης λόγος[1]» ο δάσκαλος και συντοπίτη μας κυρ Χρήστος Μαρκόπουλος. «Φαίνεται ότι στο σελάχι του θά' χε πάντοτε πυριόβολους.Ο πυριόβολος[2] είναι σιδερένιο μικρό σύνεργο, με το σύνεργο τούτο και την στουρναρόπετρα και την ίσκα οι ξωμάχοι ανάβανε φωτιά και οι καπνιστές ανάβανε το τσιγάρο. Εξέλιξη του πυριόβολου είναι το τσακμάκι με το φυτίλι και οι σημερινοί αναπτήρες.
Ο Πυριοβολής, που ήτανε πανύψηλος ως λέγεται, ήτανε αιπόλος[3]. Είχε πολλά γίδια. Στο πιο μεγαλόσωμο μουνουχισμένο τραΐ του, το γκεσέμι, έβαζε πάντα ένα μεγάλο τσοκάνι "ζακυθινό", φτιαγμένο από χαλκό, που ήτανε γλυκόλαλο. Το "ζακυθινό" τούτο το κληρονόμησε ο γιός του, ο Βγενύσης, και μπορεί σήμερα να το κατέχει ο εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή, ο Νίκος, ο γιος του Βγενύση, ο ονομαστός μάγειρας του 'Ίντερκοντινεντάλ" γιατί λογαριάζει σαν γίνει συνταξιούχος να γυρίσει στην Γιάρμενα να πάει στου Χτενά εκεί στα ''Ολύμπια'' στον γιδότοπο, να φτιάξει στανοτόπι και νά' χει πολλά γίδια, σαν τον παπούλη του το Γιώργη και να βάλει στο τρανό γκεσέμι το μουνουχισμένο, τον "Κόρμπο", το γλυκόλαλο "ζακυθινό" και να ευφραίνεται η ψυχή του.
Ο πατέρας του ο Διονύσης, η μάνα του η Μηλιά και η αδελφή του η Λέλα σε βάφτιση |
Λέει ο Νίκος, ο εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή, ο ονομαστός μάγειρας του 'Ίντερκοντινεντάλ" ότι το κοπάδι του θα το φέρνει και στο χωριό. να γίνουνε τα γίδια του κοινωνικά, να μην είναι αγριόγιδα, θα τα βγάζει ακόμη και στην πλατεία του χωριού, μιας και οι άνθρωποι θα είναι λιγοστοί και τα σπίτια της πλατείας θα είναι ολόκλειστα. Θα μπήξει και πασσάλους στην πλατεία, για να ξύνονται πάνω τους τα γίδια και να λειώνουν έτσι τα τσιμπούρια, που τους ρουφάνε το αίμα.
Τ' ακούς; τ' ακούω να λες! Εκεί θα φτάσουμε κάποτε, αν το κράτος δεν φροντίσει για την αγροτιά».
Με τον Νίκο Σκέτζη του Πρυοβολή[4] είμαστε ξαδέλφια, δυο αδερφάδων παιδιά. Τον γνωρίζουμε από όταν ανοίξαμε τα μάτια μας. Είναι ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, εργατικός χαμογελαστός και για να μην γινόμαστε κουραστικοί, κουβαλάει απάνω του όλα τα ανθρώπινα προτερήματα. Η διαφορά ηλικίας, οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, η αποξένωση των ανθρώπων στις μεγάλες πόλεις μας έκανε να μην βρισκόμαστε ταχτικά. Τα τελευταία χρόνια όμως ύστερα και από την περιπέτειά μας ο Νίκος βρίσκεται συνεχώς δίπλα μας.
Μου είχε πει λοιπόν πριν πολύ καιρό, «να έλθεις, έχω κάτι κουδουνάκια και θέλω να τα φωτογραφήσεις».
«Ευλόγησε»..., μια Κυριακή (μετά την εκκλησία), τον ειδοποιήσαμε και όταν φτάσαμε εκεί, χαμογελούσε με την έκπληξη που μας είχε ετοιμάσει. Τι να ιδούμε; Γεμάτος ο τόπος κουδούνια.Δεκάδες κουδούνια κρέμονταν στις λεμονιές του κήπου, βουρλιασμένα σε σιδερένιες τέμπλες και μέσα σε ένα καμαράκι εκατοντάδες επίσης όλων των τύπων γιδοκούδουνα[5].
Με το θέαμα που αντικρύσαμε γελάγαμε σαν χαζοχαρούμενοι. Που να φανταστούμε ότι θα αντικρύζαμε στο κέντρο της Αργυρούπολης αυτό το μοναδικό αλλά ευχάριστο θέαμα.
Εδώ, κυριαρχούσε το μεράκι σε όλο του το μεγαλείο.
Όταν συνήλθαμε από την έκπληξη που μας επιφύλαξε ο ξάδελφος, πήραμε ορισμένα πλάνα με την κάμερά μας και στη συνέχεια ζητήσαμε από τον Νίκο να μας αφηγηθεί και να μας εξηστορήσει πως κατάφερε και δημιούργησε όλο αυτόν τον θησαυρό.
Μας εξηγεί ότι, «αυτά τα κουδούνια έχουν γίνει ειδική παραγγελία στην Παραμυθιά. Το κάτω το μεσάρι, το λένε και κουδουνόπουλο, έχει έλθει από την Τουρκία προκειμένου να γίνει τέλεια η φωνή του. Αυτά είναι κουδούνια κατσίκας, γιδοκούδουνα και δεν τα φορούν ποτέ πρόβατα».
«Οι ζεύλες (κουλούρες) αυτών των κουδουνιών είναι από κουτσουπιά». Μας δείχνει ένα σχέδιο του μπάρμπα του, του Γιώργη του Ασημάκη που έφτιαχνε τέτοιες κουλούρες.
«Το συγκεκριμένο κουδούνι έχει λιανότερο ήχο από το προηγούμενο λιανοκούδουνο. Τα επόμενα κουδούνια έχουν πιο γιομάτο ήχο και η φωνή τους είναι τέλεια που άμα το πλησιάσεις στην χούφτα του χεριού ο ήχος σκορπάει».
Στη συνέχεια μας κουνάει κάτι μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια που τα ονομάζουν κυπριά και όπως μας εξηγεί είναι φτιαγμένα και αυτά στην Παραμυθιά από το ίδιο μέταλλο που κατασκευάζουν τις καμπάνες των εκκλησιών. Είναι το καλύτερο μέταλλο λέει και οι κουλούρες τους είναι και αυτές από κουτσουπιά.
Χτυπάει και εδώ μια μπίπα που είναι φτιαγμένη στην Κοζάνη. Δίπλα της είναι το ταίρι της, φτιαγμένο στη Ζάκυνθο, παραδίπλα μία Τρίτη μικρότερη και ακολουθούν άλλες δυό τρεις.
«Πάμε τώρα στα ζακυνθινά», λέει και άρχισε να μας τα δείχνει σύμφωνα με τον ήχο τους. Χτυπάει το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και μετά έχει διάφορες σκάλες το τέταρτο το πέμπτο ανάλογα με τον ήχο που βγάζει το καθένα.
Κατόπιν μας πηγαίνει στα τροκάνια που τα λένε και ξεροτσόκανα.
-Είναι πολλά από δαύτα, ρωτάμε;
-«Καμιά εξηνταριά», απαντάει.
-«Τα βάζουμε και στα κατσίκια και όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μεγάλο οργανωμένο κοπάδι».
-«Δεν υπάρχει» μας λέει ο Νίκος τέτοια συλλογή και συμφωνούμε μαζί του ότι δεν μπορούμε να βρούμε αλλού κάτι παρόμοιο.
Πιάνει στο χέρι του ένα καπιτσάλι που το έχει φτιάξει ό ίδιος και μας εξηγεί ότι αυτά τα έβαζαν στα κατσίκια, προκειμένου να αποκόψουν το γάλα από τη μάνα τους. Μπορεί το κατσίκι με το καπιτσάλι να βοσκάει αλλά δεν μπορεί να βυζάξει.
Ήλθε η σειρά να μας δείξει τις γκλίτσες του που είναι φτιαγμένες από ρείκι και τα ραβδιά που τις συνοδεύουν από σχιζάρι αριάς. Μία άλλη είναι από αγλαβουτσά και μία τρίτη που και η γκλίτσα και το ραβδί είναι από πουρνάρι.
Άφησε τελευταία μια γκλίτσα που για να γίνει την πάλευε έξι μήνες. Έχει πολύ δουλειά, με πολύ όμορφα σχέδια η οποία είναι φτιαγμένη από σφεντάμι.
Φέρνει άλλες δύο από σφεντάμι που η μία ήταν του Γιώργη του Διαμαντόπουλου (του Ρόπαλου) από την Πέρσαινα. Πιο πίσω βλέπουμε ακουμπισμένα κάμποσα ραβδιά από αγριλιά.
Σε ένα σημείο του χώρου είναι ακουμπισμένες διάφορες κουλούρες που η πρώτη που μας δείχνει είναι το σχέδιο που το είχε μάθει από τον μακαρίτη τον μπάρμπα Μπουγά[6] από το Αντρώνι. Η δεύτερη είναι από το σχέδιο του γιού του Μπουγά, του Νιόνιου, φτιαγμένη από κοκορεβιθιά. «Είναι γιομάτο το δικό μας ποτάμι[7] από κοκορεβιθιές» μας βεβαιώνει.
Γύρω στους τοίχους βρίσκονται οι αφίσες από τις αγαπημένες του τραγουδίστριες. Φιλιό Πυργάκη, Έφη Θώδη, Αννούλα Μώρου αλλά και διάφορες άλλες φωτογραφίες. Το μαντρί στις Χαραγές, μία με το λιθάρι στου Χτενά και η άλλη στο ψιλολιθάρι που φωτογραφίσαμε και εμείς με τον φίλο μας τον Γιώργη Μαρκόπουλο.
Βλέπουμε ακόμη, φωτογραφίες με τα γίδια του, το 1990. Την θειά του την Αγγέλλω από του Κλεινδιά, αδελφή του πατέρα του που την είχε παντρευτεί ο Διαμαντής Παναγιωτόπουλος ο κλαριντζής και μία άλλη με τη Μαριγώ (αδελφή του πατέρα του) που την είχε ο Θόδωρος ο Γιαρμενίτης.
Πιο πέρα μας δείχνει το πτυχίο από τη σχολή μαγείρων, το θυρεό που είχε πάρει ως βραβείο, το ξύλινο ρολόι του Κένταυρου[8], ο τιμοκατάλογος από το εστιατόριο «Ολύμπια» που εκεί δούλεψε δέκα χρόνια, τα πριόνια που χειρίζεται για τις ξύλινες εργασίες (γκλίτσες, κουλούρες κλπ), η τσίτσα, ή βαρελίτσα η μικρή για δροσερό νερό στο σκάρο και το γουδί που τα έχει φέρει από τα Γιάννενα.
Τα εργαλεία του, το ψαλίδι που κούρευε τα γίδια, το πριόνι, το κοπίδι που τρυπάει τις κουλούρες, το τσαγκαρόσουβλο, το χουλιαρογλύφτη που σκαλίζει εσωτερικά τις κουτάλες και τέλος ένα κλεφτοφάναρο - νυχτοφάναρο.
Τα κουδούνια που είδαμε ήταν όλα μαζί γύρω στα τριακόσια πενήντα (350).
Ένα μεγάλο, τεράστιο κοπάδι. Τους έχει πει στο χωριό ότι αν τα κουδούνια του μπούνε σε γίδια, «θα κλείσει» ο νομός Ηλείας.
Μέσα στον χώρο υπήρχε ακόμη μια συλλογή από αρκετά μαχαίρια που όπως μας είπε, τα είχε αγοράσει από τότε που ξεκίνησε τη δουλεία του ως μάγειρας. «Έχω την πιρούνα» μας λέει, «που πιάνω το ψητό, έχω διάφορα μαχαίρια, έχω εδώ από Γαλλία το μασάκι (σαν λίμα) που τρουχάω τα μαχαίρια και τα δυο μπαλταδάκια».
Επανέρχεται στα κουδούνια και μας εξηγεί, ότι το ζακυνθινό που κρατάει στα χέρια του, ακούγεται καλύτερα απέξω από ότι στο κλειστό καμαράκι του. Μας εξηγεί ότι στην κουλούρα μπορούν να μπουν εκτός από το σύρμα και ειδικά κουμπιά μπρούτζινα, στρατιωτικά ή ακόμη και αγκράφα μπρούτζινη. Οι κουλούρες των ζακυνθινών κουδουνιών γίνονται από καθαρό δέρμα διότι με τις ξύλινες αλλοιώνεται ο ήχος τους. Τα ζακυνθινά που μας δείχνει εδώ, στοίχησαν το 1990 γύρω στα πεντακόσια ευρώ το καθένα.
Το κρατάει να βαράει και όταν πλησιάζει την χούφτα του «αδειάζει» ο ήχος του. Αυτό δείχνει ότι είναι τέλειο φτιαγμένο.
«Αυτά τα κουδούνια (τα Ζακυνθινά) είναι κατασκευασμένα κατά παραγγελία από τον Σγόρδα στη Ζάκυνθο. Δεν μπορείς να τα βρεις στα πανηγύρια. Γιατί όπως του είπε ο Γιώργος ο Σγόρδας δεν θα βάλουμε την ιταλικιά λαμαρίνα αλλά την γαλλικιά και στις γωνίες θα ρίξουμε ασήμι (ασημοκόληση) για να βγάλει αυτή τη φωνή».
«Δεν βαράει η λαμαρίνα έτσι», μας εξηγεί! «Είδες τη δουλειά έχει; Είναι φτιαγμένο τέλεια και το βάρος του είναι γύρω στα χίλια διακόσια γραμμάρια. Στα παζάρια βγάζουν κουδούνια με Ιταλικιά λαμαρίνα».
Πιάνει και ένα άλλο ζακυνθινό τσοκάνι που γράφει ημερομηνία 2006 και το όνομα του κατασκευαστή «Σγόρδας Γεώργιος».
Ο Νίκος γεννήθηκε στη Γιάρμενα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1949. Το πέμπτο στη σειρά παιδί του Διονυσίου Σκέτζη (Πυριοβολή) και της Μηλιάς Παπαντώνη, (Μπούκη) που από πέντε χρονώνε πήγαινε με τα γίδια.
Ο Νίκος με την τσούπα του την Διονυσία, η μάνα του η θειά Μηλιά και η Ελένη η σύζυγός του |
Παίρνει στα χέρια την φωτογραφία με τη μάνα του, και κατόπιν μία άλλη που δείχνει την περιοχή Χτενά με τα γίδια του, στην τοποθεσία που έχει πάνω από πέντε έξι ονόματα. Χτενά, Λαγοβούνι, Καταράχι, Βροντιά, Γιωργακάκη πέτρα, το Λιθαρι και κάτω προς το ποτάμι η Παναϊτσα κοντά στο τυροκομειό του Πιτσιρίκου.
Ψηλά στην ίδια φωτογραφία ήταν το αμπέλι τους και πίσω κατά την λάκα του Λακαχτενά ήταν η βρύση με το νερό, στη μέση της πλαγιάς όπου εκεί μας λέει, είχανε τις καλύτερες βασιλοσυκιές. Τώρα έχουν ξεραθεί βέβαια αλλά λέγανε ότι πήραν το όνομά τους από κάτι βασιλιάδες. «Μιλάμε, (τονίζει) για μεγάλες, κάστρα συκιές που δεν ανέβαινες πάνω. Το αμπέλι είχε μέσα όλα τα δένδρα, κυδωνιές, αχλαδιές, τα έχουμε αναφέρει πολλές φορές, τα έχει γράψει και ο δάσκαλος στο περιοδικό. Και μία άλλη τοποθεσία του Φέρη έχει πολλές κερασιές. Τα πάντα είχε μέσα αλλά τα περισσότερα ήταν στου Χτενά, ροδακινιές καρυδιές…».
Εδώ μας αναφέρει ότι, βρισκόταν ένα από τα πρώτα στανοτόπια που υπάρχουν στο νομό Ηλείας. «Δεν υπάρχουν πουθενά αλλού τέτοια». Μας δείχνει στη φωτογραφία το λιθάρι που ήταν και η έδρα των κυνηγών που είχαν έλθει τότε από την Αμερική. «Αυτοί είχαν φέρει τα καλύτερα ντουφέκια. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα στη Γιάρμενα κάποια. Όλοι οι κυνηγοί, είχαν σαν παρατήριο αυτό το λιθάρι που έβλεπε προς όλα τα σημεία. Από δω κοίταζες στο δάσος όταν έφευγαν οι φάσες που είχαν χορτάσει από το βελάνι[9] και πήγαινα στο βουνό για να φάνε χαλίκι για να το χωνέψουνε. Όταν επέστρεφαν μετά τις τρεις το απόγευμα, οι κυνηγοί είχαν πιάσει καραούλι στο βράχο. Χτυπάγανε τις φάσες στον αέρα και κάποιες έπεφταν από δω και άλλες από κει. Όταν έβρεχε, οι κυνηγοί κατέβαιναν κάτω από το βράχο. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη εσοχή και περίμεναν τις φάσες μέσα από τη σπηλιά. Τα ντουφέκια τους ήταν διπλά και γκράδες με πέντε φυσίγγια. Υπάρχουν ακόμη κάποια από αυτά τα όπλα στη Γιάρμενα, βέλγικης κατασκευής».
Η θειά Μηλιά στο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού της |
«Εγώ, (λέει), πήγαινα εκεί από πέντε χρονών παιδί, αλλά και ο Γιώργης (ο μεγάλος αδελφός μου), το ίδιο. Και αν πηγαίναμε και καμιά φορά στο σχολείο, όταν σχολάγαμε φεύγαμε κατευθείαν για τη στάνη. Εκεί, είχαμε και μεγάλες καστανιές και ψήναμε κάστανα αλλά και τις φάσες που χτυπάγαμε. Ήταν γη της επαγγελίας, δεν μας έλειπε τίποτα. Πόσο θα ήθελα να βρεθούμε μια μέρα με τον Γιώργη (που βρίσκεται στην Αμερική) να αναπολήσουμε τις όμορφες στιγμές που περάσαμε».
20.43
«Ο Γιώργης σκάριζε μέχρι που πήγε φαντάρος και έκτοτε δεν ξανασκάρισε, έφυγε. Εγώ, πήγαινα στα γίδια και από δω (την Αθήνα) που ήμουνα μάγειρας όταν βρισκόμουν στο χωριό έως το 95 που ήταν τα πράματα στη Γιάρμενα». Δείχνει τη φωτογραφία με τα γίδια του που βρίσκονται τώρα στη Δόξα Γορτυνίας. Μας βεβαιώνει ότι αυτοί που έχουν τώρα τα γίδια είναι και αυτοί μερακλήδες γιδοβοσκοί.
Φέρνει μια άλλη φωτογραφία που με το κονάκι του στις Χαραγές που σε αυτό σταλίζει τα πρόβατα σήμερα ο φίλος αυτής της σελίδας, Γιώργος Μαρκόπουλος. Μας δείχνει την αγραπιδιά που είναι δίπλα από το σπιτάκι. Εδώ από κάτω λέει με συγκίνηση, «καθόταν και ξαπόσταιναν όταν θέριζαν, η μάνα μου και ο πατέρας μου».
Σείεται ο τόπος όταν με περηφάνια χτυπάει τα κουδούνια που είναι κρεμασμένα στα δένδρα. Οι γειτόνοι από το θόρυβο βγαίνουν στα μπαλκόνια.
Μας τα δείχνει όλα, και τα όπλα του. Το δίκαννο Saint Etienne Γαλλικό και το Super Pose το Ιταλικό.
Εξηγεί στη συνέχεια πως φτιάχνει τις κουλούρες (τα στεφάνια)[10]. Παίρνει στα χέρια του το ξύλο και αφηγείται: «Τα πάω στην κορδέλα, τα σχίζω φέτες και μετά με το σκεπάρνι τα κάνω σκαλιά και τα πελεκάω έτσι…! Αυτό που πελεκάω είναι από κουτσουπιά. Είναι από το χωριό! Το κόβω από κάτω να είναι κολορίζι[11] χωρίς να έχει κόμπια[12] και το κάνω κουλούρα[13] για κουδούνι». Ποιο κείθε μας κάνει συντροφιά μια όμορφη χελώνα.
«Έχω το ξυλαφάι[14] και θα το κάνω κουλούρα για κουδούνι. Έχω και του παππούλη μου το σκεπάρνι από το 1930, του Γιώργη του Πρυοβολή. Αυτό εδώ (το εργαλείο) είναι ειδικό, είναι γυριστό και πελεκάς ωραία και δεν χρειάζεται να το τρουχάς, είναι καλό μέταλλο. Θα το είχαν φτιάξει οι δικοί μας χαλικιάδες, ο Γιάννης ή ο πατέρας του ο Μήτσος. Είχαμε δύο χαλικιάτικα στη Γιάρμενα. Έφερναν να πουλήσουν και στο Αντρώνι κολιτσάκια για τα σαμάρια».
«Του Χρήστου του Νικολόπουλου είναι το σκερπάνι που πελεκάω».
Τον ρωτάμε να μας πει για το ξύλο που κάθεται; «Το έχω κόψει από μια αμυγδαλιά και το χρησιμοποιώ να κόβω κρέας αλλά και να κάθομαι. Έχω τη δροσιά μου εδώ. Η καρδάρα είναι από δω αγορασμένη, την ξύλινη που είναι παλαιά, την έχω στο χωριό».
25.18
Ο Νίκος δημιούργησε αυτόν τον μεγάλο αριθμό κουδουνιών με μεράκι, πολύ κόπο αλλά ξόδεψε και αρκετά χρήματα με σκοπό κάποτε να τα κρεμάσει σε δικά του γίδια[15]. Ονειρευόταν να γεμίσει τα πλάγια της Φολόης με εκατοντάδες «πράματα» και να χαίρεται ο τόπος από τις μελωδίες των κουδουνιών του. Όμως, "άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε θεός κελεύει"[16]. Πέρασαν τα χρόνια, η δουλειά, η οικογένεια και οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Όταν η κουβέντα έρχεται σε κάποιον που ενδιαφέρεται να αγοράσει τα κουδούνια του, μελαγχολεί και το πρόσωπο του σκοτεινιάζει. Είναι κάποιος έμπορος κουδουνιών από την Χαλκίδα που τον πολιορκεί να αγοράσει τα κουδούνια του. «Δεν θα τα κάνω παζάρι τα κουδούνια μου» του είπε. Με λίγα λόγια δεν θέλει να τα δώσει. Η συμβουλή μας όμως είναι να τα πουλήσει για να ελαφρώσει ή αν θέλετε να απαλλαγεί ψυχολογικά και να το πάρει απόφαση ότι, όλα έχουν κάποτε, ένα τέλος.
Επαναφέρουμε την κουβέντα στα κουδούνια και συμφωνούμε ότι αυτά θέλουν μερακλήδες ανθρώπους. «Μόνο ένας υπάρχει (μας λέει), από ‘κείνους τους δικούς μου στη Δόξα[17], θα έλθεις καμιά φορά να τους μιλήσεις και να τους βιντεοσκοπήσεις; Και ένας άλλος φίλος μου εκεί κοντά που είναι από το Βυζίκι[18] και αυτός είναι μερακλής».
«Αυτά τα ξύλα για τις κουλούρες, τα ραβδιά, τις γκλίτσες τα ‘χω κόψει σε γέμισμα φεγγαριού. Γιατί άμα το κόψεις έτσι, σκοροτρώει. Ξέρανε οι παλιοί γι’ αυτό και τα δέντρινα ξύλα στις σκεπές, κρατάνε ακόμη. Τα κόβανε με τη γέμιση του φεγγαριού».
Ο Νίκος φαντάρος με τον αείμνηστο Βασίλη Χρυσανθακόπουλο (του Κωτσαρίνη) |
Μας δείχνει επίσης δυο κουλούρες και αφηγείται ότι, «πρέπει να τις δέσεις όταν είναι μαλακές, να μαραθούν, μετά να τις τρυπήσεις, να γυρίσεις το σύρμα μέσα για να στερεωθεί το μεσάρι, το μεσοκούδουνο. Θέλει ιστορία μεγάλη η τέχνη αυτή».
Αυτά εδώ, είναι οι πίροι μας λέει και μας δείχνει πως φτιάχνει τους πίρους με ένα ξύλο από ρείκι. «Το καλύτερο ξύλο, γι’ αυτό στο έχω αφήσει να δεις πως το φτιάχνω». Μας δείχνει πως εφαρμόζει τους πείρους στην κουλούρα.
Ξεκρεμάει εδώ μία κουλούρα από κοκορεβιθιά και του ζητάμε να μας εξηγήσεις πως την γυρίζει. «Κάθομαι εδώ, (μας δείχνει) και την γυρίζω πάνω στο γόνατο. Κάνω την κλίση πρώτα στο αποκάτω και σιγά-σιγά την γυρίζω αφού πριν την έχω κάνει λεία πρώτα με ειδικό μαχαίρι και κατόπιν με γυαλόχαρτο. Είναι δυνατό ξύλο και αν δεν το τρυπήσεις γρήγορα (πριν ξεραθεί) δεν τρυπιέται για να του βάλω πείρο. Αναγκάζομαι κάποιες φορές να ανοίξω την τρύπα με το τρυπάνι. Είναι σκληρό ξύλο που άμα το ξύσεις με το νύχι φαίνεται σαν να έχει άμμο μέσα. Μπορεί όμως αυτό το ξύλο να κρατήσει εκατό χρόνια. Ενώ η Κουτσουπιά στα δεκαπέντε, είκοσι χρόνια αν είναι έξω θα χαλάσει».
«Έχω και άλλα κουδούνια στο χωριό» μας λέει και εδώ σκοτεινιάζει λίγο το πρόσωπο του και εκφράζει παράπονο, ότι δεν του τα προσέχουν εκεί κάτω. «Τα έχω κρύψει και ‘κείνα γιατί φοβάμαι μη μου τα πετάξουν».
Διαπιστώνουμε εδώ, ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν ή αν θέλετε, δεν δύνανται να κατανοήσουν οι δικοί του άνθρωποι, την λατρεία και το μεράκι που θρέφει ο Νίκος γι΄ αυτά τα αντικείμενα.
Αρχίζει να ξεκρεμάει σιγά σιγά τα κουδούνια που είναι κρεμασμένα στα δένδρα για να τα τοποθετήσει στη θέση τους, μέσα στο καμαράκι. Αυτά όπως είναι φυσικό, χτυπάνε ενώ η ώρα είναι σχεδόν ακατάλληλη.
-Θα νομίσουν οι γειτόνοι (του λέμε), ότι σκαρίσαμε μεσημεριάτικα τα γίδια στην πόλη.
-«Τα αυτοκίνητα δεν τους ενοχλούνε;» Μας απαντάει!
-Φαντάσου, τούτα δω τα κουδούνια να μπουν στα γίδια και να τα ακούς από τ’ Αντρώνι στις Χαραγές; Τι αγαλλίαση θα ένοιωθες;
-«Κάτι γέροι που μένουν στο χωριό μου λεν, πότε θα ‘ρθεις κάτω να βάλεις τα κουδούνια και να βγάλεις τα γίδια στο Χτενά, να κλείσει ο τόπος. Να μην ακούγεται άλλος».
-Έχεις κάνει πάρα πολύ δουλεία, τον επαινούμε! Εσύ, τις έχεις γράψει όλες τις κουλούρες. Έγραψες το όνομα του καλλιτέχνη, αστειευόμαστε; Έτσι που το χαράζεις είναι καλύτερα από ότι να τις γράφεις με μαρκαδόρους.
Επανέρχεται πάλι και μας δείχνει ένα άλλο κουδούνι! «Σε αυτό (αναφέρει), ήμουν από πάνω τους όταν το έφτιαχναν στην Παραμυθιά. Δοκίμαζα τα μεσάρια και αφού ταίριαζαν στον ήχο το τοποθετούσα στο κουδούνι και έτσι συμφωνούσαν μεσοκούδουνο και κουδούνι στη φωνή».
31.44
Μας δείχνει εδώ κάμποσα μεσάρια-μεσοκούδουνα. «Τα είχα κάνει παραγγελία (λέει) μαζί με έναν φίλο από την Δόξα της Γορτυνίας και μας τα φέρανε από την Τουρκία. Οι Τούρκοι δεν είχαν σκαρτέψει ακόμη τον μπρούτζο ενώ στα δικά μας είχαν ρίξει σίδερο μέσα και δεν βαράγανε καλά. Έτσι, βρήκα αυτή την πατέντα και όπου και αν τα ταίριαζα, χτυπούσαν μελωδικά».
Μας δείχνει ακόμη μια ζεύλα από Κουτσουπιά που τα «νερά» της καρδιάς του ξύλου, έδειχναν ένα όμορφο σχέδιο.
Πλησιάζει το αυτί του σε ‘να κυπρί και όταν ακούει τον ήχο «τρελαίνεται», χαμογελάει με ικανοποίηση και αγαλλιάζει η καρδιά του.
Αυτά εδώ είναι η διασκέδασή του. «Τι να το κάνω το καφενείο» μας λέει; «Φτιάχνω εδώ την κουλούρα μου, τα ραβδιά μου»! Και στη συνέχεια μας εξηγεί πως τα φτιάχνει.
΄Έχει πολλές γκλίτσες και περισσότερα ραβδιά. Βγαίνει και στην πλατεία στη Γιάρμενα με γκλίτσα.
Εσύ του λέμε, θα χαιρόσουν να «σκάσεις μούρη» με τα γίδια στην πλατεία του χωριού και με τα τριακόσια πενήντα κουδούνια σου. «Το ίδιο αναφέρουμε και στον πρόλογο, αυτό που το είχε γράψει και ο δάσκαλος, ο Μαρκόπουλος.
Δυστυχώς αφού σιγά-σιγά ερημώνει ο τόπος κάποτε τα γίδια θα βγουν και στην πλατεία.
Κουνάει ένα κουδούνι και λέει: «Κλαίει… όλο».
-Κλαίει με μαύρο δάκρυ του αστιευόμαστε και γελάει με περηφάνεια. Είναι ένα αριστούργημα με ξύλινους πίρους. Δυο μέρες έκανε να τρυπήσει αυτή την κουλούρα.
Ομιλεί και για κάποια κουδούνια που είχε ο Θοδωρής (ο πατέρας μας) να τα βρούμε και να τα φυλάξουμε στο μουσείο. Θυμόμαστε, όταν συναντιόταν ο Νίκος με τον μπάρμπα του τον Θοδωρή οι συζητήσεις γύρω από αυτά τα θέματα ήταν ατέλειωτες αφού ήταν κοινά και τα ενδιαφέροντά τους
Ο Νίκος όπως είπαμε στην αρχή για τα προτερήματά του έχει και αστείρευτο χιούμορ, κάνει και πολλές πλάκες στους φίλους τους στο χωριό με τα κουδούνια του. Τους καλεί στο τηλέφωνο, χτυπάει τα κουδούνια και οι άλλοι νομίζουν, ότι βρίσκεται με τα γίδια του σε κάποιο καταράχι της Αρκαδίας.
Συμφωνήσαμε τότε που γινόταν η συνομιλία, ότι δεν θα αναφέρουμε που είναι τα κουδούνια αλλά τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές τα κουδούνια έχουν φύγει από την θέση που τα κινηματογραφήσαμε.
Συνεχίζει ο Νίκος, δεν σταματά να μας παρουσιάζει κουδούνια. Μας δείχνει μια ζεύλα με κεντίδια που μας είπε ότι του «βγήκε το μάτι» να την φτιάξει με το κοπίδι. Είχε πολύ δουλειά για να γίνει. Αυτή η κουλούρα ήταν για μικρές γιδούλες.
Ατέλειωτα ήταν…! Κρατάει δύο άλλα με μελωδικούς ήχους και μας εξηγεί πάλι τότε που του ήλθαν από την Τουρκία τα μεσάρια. Τα πήρε όλα μαζί του και πήγε στην Παραμυθιά και σε όποιο κουδούνι και αν το ταίριαζε, ό ήχος ήταν τέλειος.
Θα θέλαμε εδώ να τον ευχαριστήσουμε για όλα όσα μας έδειξε αλλά και για την κουλούρα από ξύλο κουτσουπιάς που μας έδωσε. για να την τοποθετήσουμε στο Μουσείο.
Τώρα ύστερα από όσα είδαμε θα τολμήσουμε να του ζητήσουμε περισσότερα. Να μας δώσει ένα κουδούνι από το κάθε σχέδιο με διαφορετικές κουλούρες για να κοσμήσουν το Λαογραφικό Μουσείο Αντρωνίου που είναι και το χωριό της αείμνηστης Μηλιάς, της μάνας του.
Όπως είπαμε και παραπάνω, η αγάπη και το μεράκι του Νίκου Σκέντζη για τα κουδούνια και τα παρελκόμενα τους είναι απεριόριστη. Παρατηρήσαμε πολλές φορές, ότι όταν αναφερόταν σε υποψήφιο αγοραστή το πρόσωπό του σκοτείνιαζε και μόνο στη σκέψη ότι θα χάσει αυτά τα αριστουργήματα.
Τον Νίκο θα τον ευχαριστούσε να τοποθετήσει στο σαλόνι του σπιτιού του όλα αυτά τα κουδούνια του η ακόμη αν θα ήταν δυνατόν να μπορούσε με κάποιο τρόπο, ηλεκτρομαγνητικά ή έστω με ένα σχοινί που θα το τραβούσε από το κρεβάτι του να τα ταρακουνάει για να ακούει κάθε αυγούλα, το γλυκοκελάηδημά τους.
37.34
Το βίντεο με τα κουδούνια του Νίκου που σας παρουσιάζουμε εδώ, είναι σαράντα περίπου λεπτά.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Δεκέμβρης 2018
[1] http://www.antroni.gr/index.php/o-topos-mas/meletes-pnevmatika/vivlia-entypa/195-vivlia-toy-topou-mas/1047-peri-folois-o-logos
[2] Πυριόβολος = ο πυριόβολος είναι σιδερένιο μικρό σύνεργο, με το σύνεργο τούτο χτυπούσαν την στουρναρόπετρα και με τις σπίθες της άναβε φωτιά η ίσκα για να ανάψουν φωτιά και τσιγάρο οι ξωμάχοι και οι καπνιστές.
[3] αιπόλος. αἰπόλος, ο 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός. 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος. κάπηλος»
[4] Πρυοβολή τον λέγαμε στο Αντρώνι
[5]Δείτε περισσότερα στο σύνδεσμο για κουδούνια στο άρθρο του λαογράφου Ηλία Τουτούνη: http://www.antroni.gr/index.php/paradosi/2008-09-25-17-44-41/189-i-ktinotrofia/847-2013-05-19-22-05-10
[6]Αργύρη Σίνο
[7] Κοκαλάκη ή Ομηρικός ποταμός Σελλήεις ή Πηνιακός Λάδωνας, Λαγαναίικο ποτάμι
[8] Ο σύλλογος του χωριού του,
[9] Βελάνι = το βελανίδι
[10] Κουλούρες, στεφάνια, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Κι υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ' αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα. Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Τις κουλούρες στην Ορεινή Ηλεία τις κατασκεύαζαν με ξύλα από κουτσουπιά, κοκορεβιθιά, αγκλαβουτσά αλλά και από μουριά, γάβρο, σκίντο, αγριλιά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ.
[11] Κολορίζι (το) = η δυνατή ρίζα δέντρου
[12] Κόμπια (τα) = 1) κομμάτια των σταχυών που έμειναν απάτητα στο αλώνι 2) οι αρθρώσεις του σώματος 3) εξογκώματα των κλαδιών-κορμών
[13] Σήμερα, η κουλούρα έχει σχεδόν αντικατασταθεί με διάφορα συνθετικά, πλαστικά και σε ορισμένες περιπτώσεις με καδένες, ενώ έχω συναντήσει και κοπάδι με κουλούρες φτιαγμένες από λάστιχα αυτοκινήτων, αλλά και από λουριά μηχανικών τροχαλιών, που ίσως έχουν μεγαλύτερες αντοχές.
[4] Το γύρισμα της κουλούρας, επιτυγχάνονταν με την βοήθεια της φωτιάς. Κύριο μέλημα του κατασκευαστή για να επιτύχει, έπρεπε το ξύλο οπωσδήποτε να είναι χλωρό. Για να μαλακώσει το ξύλο και να μην σπάσει κατά την διαδικασία του λυγίσματος, το ζέσταινε στην φωτιά και στην συνέχεια όταν μαλάκωνε, με ιδιαίτερη τεχνική το λύγιζε και του έδινε το κατάλληλο σχήμα και μετά το έδενε για αρκετές ημέρες μέχρι να σταθεροποιηθεί σ’ αυτό το σχήμα που του έδωσε ο κατασκευαστής του. Επίσης αρκετοί τεχνίτες είχαν φτιάξει ειδικά ξύλινα καλούπια και προσάρμοζαν τις κουλούρες εντός αυτών μέχρι να πάρουν το τελικό τους σχήμα. Ακόμη αρκετοί τις έδεναν σε κορμούς δένδρων ανάλογα με την περιφέρεια του λαιμού των ζώων που προοριζόταν.
[14] Κυρτό μεταλλικό εργαλείο
[15] Γίδια
[16] Σημαίνει "άλλα τα σχέδια των ανθρώπων κι άλλες οι προσταγές του θεού" και τη χρησιμοποιούμε για περιπτώσεις στις οποίες τα πράγματα δεν έχουν την τροπή που περιμένουμε.
[17] Δόξα, χωριό της Γορτυνίας
[18] Το Βυζίκι (παλαιότερα: Βυζίτσι ή Βυζίτζι) είναι ένα ορεινό χωριό του Νομού Αρκαδίας, στην πρώην Επαρχία Γορτυνίας.