Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
O πρωτόγονος άνθρωπος, για να προφυλαχθεί από το κρύο αναζήτησε διάφορους τρόπους. Συν τον χρόνο ανακάλυψε ότι τα δέρμα των ζώων ήταν ένα υλικό για να σκεπαστεί, να κατασκευάσει τα πρώτα του υποδήματα, να φτιάξει κατάλυμα και αργότερα να το χρησιμοποιήσει, για την μεταφορά και αποθήκευση των τροφίμων του. Δερματάδες ή τομαράδες λέγονταν οι τεχνίτες αυτοί που από την αρχαιότητα επεξεργάζονταν με παραδοσιακό τρόπο τα δέρματα των ζώων. Η επεξεργασία και η κατασκευή των δερμάτων σε ασκούς για διάφορες εργασίες, λεγόταν τουλούμιασμα και οι τεχνίτες τουλουμτζήδες, τα δε κατεργασμένα δέρματα και κατασκευασμένα δέρματα τα ονόμαζαν τουλούμια ή ασκούς. δηλαδή δερμάτινους ασκούς τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως δοχεία για τη μεταφορά και τη αποθήκευση υγρών προϊόντων όπως, λάδι, γάλα, κρασί, μούστο, τσίπουρο, μέλι, νερό, πετρέλαιο, κ.ά. Επίσης οι τουλουμτζήδες κατασκεύαζαν και ασκούς για την αποθήκευση και μεταφορά και στερεών προϊόντων, όπως δημητριακών, ελαιόκαρπου, τυριών, μυζηθρών, άμμου, ασβέστη, κάρβουνου, μπαρούτης, κοπριάς κ.α. Με την ίδια μέθοδο, κατασκεύαζαν και ασκούς, για την ωρίμανση του τυριού, του περίφημου τουλουμοτυριού, ακόμη και για την κατασκευή πνευστών μουσικών οργάνων, τις γνωστές γκάιντες ή άσκαυλους (ασκός + αυλός). Για την κατασκευή των ασκιών επέλεγαν να κατεργάζονται δέρματα από ζώα μεγάλης ηλικίας, διότι αυτά είχαν πολύ σκληρό δέρμα, ενώ τα δέρματα από τα νεαρά ζώα ήσαν εύθραυστα και αδύνατα. Τα καλύτερα και εμπορεύσιμα δέρματα ήταν βοοειδών και των γιδοπροβάτων. Στην Πελοπόννησο και κυρίως στην Ηλεία προτιμούσαν μόνον τα γιδοτόμαρα ή τράγια, όπως τα έλεγαν.
Για να κατασκευάσουν ένα καλό ασκί, από το ζώο που θα έσφαζαν για να πάρουν το δέρμα του, έπρεπε να μην είχε κάποιο παλιό τραυματισμό στο σώμα του και το δέρμα του και είχε καταστραφεί έστω και σ’ ένα σημείο. Η εκδορά δηλαδή το γδάρσιμο ήταν η αρχή της επιτυχίας, και γινόταν από έμπειρους χασάπηδες, ώστε κατά την διαδικασία του γδαρσίματος να μην τρυπήσει το δέρμα. Όταν στα χωριά έσφαζαν τα ζώα για το κρέας, ο κάθε χασάπης πάντοτε, σαν αμοιβή για την δουλειά του, έπαιρνε το τομάρι του ζώου.
Μετά τη θανάτωση του ζώου, άνοιγαν μια τρύπα στο δέρμα στο κάτω μέρος ενός από τα πίσω πόδια του ζώου. Μ’ ένα πλανισμένο ξύλο, που έμοιαζε σαν την δρούγα το τρυπούσαν χωρίζοντας το δέρμα από το σώμα του σφακτού. Μετά έπαιρναν ένα καλάμι και το φούσκωναν ώσπου να ξεκολλήσει το δέρμα από το κρέας. Αργότερα που βγήκαν οι τρόμπες αέρος ή φουσκωτήρες εισχωρούσαν την άκρη του σωλήνα της φουσκωτήρας στην τρύπα κάποιος κρατούσε με την παλάμη του χεριού του σφικτά ώστε να μην φεύγει ο αέρας και έτσι το φούσκωναν μέχρι να εισχωρήσει ο αέρας και στα άκρα. Έπειτα το σφακτό το κρεμούσαν από τα πίσω πόδια, έκοβαν το κάτω μέρος των ποδιών και στη συνέχεια, τραβούσαν προσεκτικά το δέρμα ώστε να αποσπαστεί ενιαίο.
Στην συνέχεια καθάριζαν τα δέρματα μήπως είχε μείνει κανένα κομμάτι από κρέας επάνω και έπειτα το αλάτιζαν με αρκετό χοντρό αλάτι, μέσα και έξω και να το απλώσουν να στεγνώσει ή να ξεραθεί όπως λέγανε, αλλά και να διατηρηθεί για πολύ καιρό. Το πάστωμα ήταν πολύ σημαντικό, διότι αν έστω και ένα σημείο δεν απορροφούσε αλάτι, τότε όλο το ασκί ήταν άχρηστο. Παστωμένο το άφηναν το λιγότερο μια εβδομάδα για να τραβήξει το αλάτι. Το αλάτι έκανε μαλακό το δέρμα, και δεν επέτρεπε να το πλησιάσουν ούτε μύγες, αλλά ούτε και να μυρίσει, και έτσι του έδινε μια ελαστικότητα χωρίς να κινδυνεύει να σκάσει η να τρυπήσει κάπου.
Αν δεν γινόταν σωστή η συντήρηση τότε το δέρμα βρωμούσε άσχημα. Από την υπερβολική βρωμιά των δερμάτων βγήκε και ο χαρακτηρισμός «τομάρι», που απευθύνεται σε κακούς ανθρώπους που, όπως λέει η λαϊκή ρήση: «Απ’ όπου κι αν τους πιάσεις βρωμάνε!»
Επόμενη φάση της κατεργασίας ήταν να κουρέψουν το μαλλί του δέρματος, με προσοχή να μην το τρυπήσουν με το ψαλίδι, ενώ ποτέ δεν το ξύριζαν διότι, όπως λέγανε οι τομαράδες, λασκάριζε το τομάρι και ήταν επικίνδυνο να χαλάσει το ασκί και να στάζουν τα υγρά.
Μετά το κούρεμα ακολουθούσε το πλύσιμό του. Πρώτα αφού ζέσταιναν νερό μέσα σ’ ένα καζάνι βύθιζαν μέσα το δέρμα σε νερό και με σαπούνι και το έπλεναν καλά, μέχρι να μη βγάζει καθόλου τρίχες και να καθαρίσει καλά. Μετά το ξέπλεναν με αρκετό κρύο νερό.
Στη συνέχεια, έλεγχαν μήπως υπήρχαν τρύπες, οπότε έπρεπε να μπαλώσουν το ασκί με τους μακαράδες. Οι μακαράδες ήσαν κομμάτια ξύλου ειδικά διαμορφωμένα ανάλογα με το μέγεθος της τρύπας. Αυτά τα τοποθετούσαν στις τρύπες και γύρω – γύρω τα κάρφωναν κοντά – κοντά με τελάκια. Έπειτα γινόταν το στρίφτωμα και επιτυγχάνονταν με, με μια ειδική κερωμένη κλωστή, την έραβαν από κάτω στην κοιλιά, και ανάμεσα έβαζαν πλεξούδες από λινάρι και το έραβαν δυνατά, γιατί έπρεπε να υπάρχει στεγανοποίηση, να μην περνάει κανένα υγρό. Μετά το στρίφτωμα έκοβαν τον λαιμό ου τομαριού και έδεναν σφικτά και τα δυο μπροστινά του πόδια. Για την γέμιση και το άδειασμα των υγρών χρησιμοποιούσαν τα πισινά πόδια του δέρματος. Όταν ήθελαν να αδειάσουν ένα μέρος από το υγρό τού ασκιού, έλυναν το σπάγκο από τη, μια μούση (μεγάλη τρύπα εξόδου και εισόδου των υγρών) του δηλαδή το ένα πόδι, λάσκαραν και λίγο το άλλο για να παίρνει αέρα το ασκί και να βγαίνει πιο εύκολα το υγρό.
Όταν το ασκί ήταν έτοιμο τότε αναποδογύριζαν το τριχωτό μέρος έτσι, ώστε να βρίσκεται εσωτερικά του ασκιού. Έπειτα έραβαν τους γλουτούς και έδεναν σφιχτά τα πόδια, ενώ στον λαιμό του δέρματος εφάρμοζαν ένα χωνί, για να μένει ανοικτό το ασκί για να μπορεί να γεμίσει με το υγρό που ήθελαν. Τέλος, όταν γέμιζαν το ασκί το έκλειναν δένοντας σφιχτά το λαιμό με ένα κανάβινο σπάγκο που το λέγανε τσιγκιώνι. Το πάνω τμήμα του ασκιού δηλαδή αυτό που αντιστοιχούσε στα μπροστινά πόδια του ζώου, το γύριζαν και τα έδεναν. Όταν όμως ήθελαν το ασκί να το κάνουν φλασκί, δοχείο πόσιμου νερού στο ένα πόδι του έδεναν, ένα κοντό καλαμάκι με τάπα για να πίνουν νερό.
Ασκιά με την ίδια κατεργασία χρησιμοποιούσαν και για τα πνευστά όργανα, οι γνωστές μας γκάιντες.
Εκεί ο οργανοπαίκτης φυσούσε τον αέρα από το ένα πόδι, που ήταν προσαρμοσμένο ένα καλάμι για να εισχωρεί ο αέρας και στο άλλο που έβγαινε ο αέρας ήταν προσαρμοσμένη και δεμένη σφιχτά η γκάϊντα.
Όταν παλιώνανε τα τουλούμια και δεν έκαναν για την μεταφορά υγρών, διότι άρχιζαν και φθείρονταν τότε τα μετατρέπανε σε σάκους δημητριακών ακόμη και σε αλευροθήκες, όπου με αυτά μετέφεραν ή και αποθήκευαν το αλεύρι. Όταν πάλιωναν τελείως, δεν τα πετούσαν αλλά τα έδιναν στους σαμαράδες για να κατασκευάζουν το εξωτερικό κάλυμμα του σάγματος.
Μέσα σε ασκούς έβαζαν καρπούς, κατά τα σκληρά χρόνια των αναταράξεων, οι ξωμάχοι και τα έθαβαν μέσα στην γη, για να μην τα βρίσκουν, οι εχθροί, οι ληστές και οι κουρσάροι κατά τις λεηλασίες.
Μυθολογία «Οι Ασκοί του Αιόλου»:
Κατά την Ελληνική Μυθολογία ο Αίολος, θεός των ανέμων, κρατούσε τους ανέμους κλεισμένους εντός ενός ασκού από τον οποίο και επέτρεπε να πνέουν αυτοί κατά βούληση. Ο ασκός του Αιόλου είναι στοιχείο πλοκής στην Οδύσσεια του Ομήρου. Εκεί, ο ασκός αυτός δόθηκε στον Οδυσσέα. Οι ναύτες του όμως, από περιέργεια, τον άνοιξαν για να δουν τι περιείχε και οι άνεμοι ελευθερώθηκαν. Η θαλασσοταραχή που ακολούθησε προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καράβι του Οδυσσέα και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τον προσανατολισμό του, επιμηκύνοντας το ταξίδι της επιστροφής στην Ιθάκη. Σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για πράξεις που έχουν ανεξέλεγκτες συνέπειες. Λέγεται τότε ότι αυτός που προέβη στην πράξη: «Άνοιξε τον ασκό του Αιόλου»
Δημοτική ποίηση:
Ασκούς σύμφωνα με την δημοτική μας ποίηση, κατά την τουρκοκρατία, κατασκεύαζαν ασκιά και από βουβάλους. Η λαϊκή μούσα ενέπλεξε το ασκί από βουβάλι (βουβαλοτόμαρο) σ’ ένα τραγούδι, που σώζεται και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΩΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αν αρχινήσω και, μωρέ και, να ειπώ της Λάμπρως το τραγούδι,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν’ –την ορφανή– τους κάμπους να ραγίσουν:
Σαράντα δυο Τουρκόπουλα την Λάμπρω κυνηγάνε
κ’ η Λάμπρω από το φόβο της κι από την εντροπή της,
επήρε έναν ανήφορο και στον Αγιώργη βγήκε:
- Άγιε μ’ Αγιώργη, γλύτωμε απ’ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα να κουβαλώ το λάδι.
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στο ασκί:
Αλί από το τραγί, που μας αρέσει για ασκί.
Αν δεν γδάρεις το γίδι ασκί δεν φτιάνεις.
Από ζαρωμένο φλασκί μην περιμένεις να ξεδιψάσεις!
Αυγά τ’ ασκί δεν χωράει.
Δεν φκιάνουνε ούλα τα γιδερά ασκιά!
Έχει λάδια στο σακί και αυγά στ’ ασκί!
Η κοιλιά του παπά είναι ασκί κι ότι πάρει το χωρεί!
Η σοδειά η καλή φέρνει φούσκα τ’ ασκί!
Στα καλά ασκιά βάνουνε τα κρασιά και στα τρούπια τα φουσκιά!
Πάρε κόζινο ασκί και γυναίκα δίχως βρακί!
Στην κακή σοδιά, τεμπελιάζουν και τ’ ασκιά!
Τ’ άδειο ασκί χάσκει και το γιομάτο βαρυγκομάει!
Το πολύ φούσκωμα, σκάει τ’ ασκί.
Του Μάρτη η βροχή, γιόμισε τ’ ασκί κρασί.
Τρούπισε τ’ ασκί, αλί από τον νοικοκύρη που δεν το θωρεί!
Τυρί απ’ ασκί και λάδι από κουρούπα!
Φοβάται το μαχαίρι τ’ ασκί κι ο καμινάρης την βροχή!
Τους παράνομους, και κακούς ανθρώπους, ο λαός τους έχει χαρακτηρίσει με βάση το τομάρι (δέρμα). Έτσι πολλές φορές ακούμε διάφορους χαρακτηρισμούς που απευθύνονται προς αυτούς: Τομάρι, παλιοτόμαρο, δέρμα, κ.ά. ενώ για κάποιον ευτραφή ακούμε και τον χαρακτηρισμό «Αυτός είναι σαν ασκί!», η «Αυτός είναι φουσκωμένο ασκί!» για την δε έγκυο γυναίκα έλεγαν: «Έχει παιδί στ’ ασκί!»
Τουλούμιασμα έλεγαν και τον ξυλοδαρμό: «Τον τουλουμιάσανε για τα καλά!», δηλαδή τον δείρανε.
Για το τομάρι έλεγαν «Γλίτωσε το τομάρι του!», δηλαδή γλίτωσε την ζωή του. «Τον τρώγεται το τομάρι του!», δηλαδή επιζητεί να τον κτυπήσουν. «Θα πουλήσει ακριβά το τομάρι του!», δηλαδή θα υπερασπισθεί κρατερώς την ζωή του. «Νοιάζεται μόνο το τομάρι του!», δηλαδή φυλάει μόνον τον εαυτόν του. «Του έβγαλε το τομάρι!», δηλαδή τον καταχράστηκε οικονομικά υπερβολικά. «Τουμπανιάστηκε σαν τ’ ασκί!», δηλαδή φούσκωσε ή πρήστηκε υπερβολικά. Τουμπανιασμένους λένε και αυτούς που πνίγονται και τους βρίσκουν έπειτα από αρκετές ώρες.
Καιρικά φαινόμενα:
«Έριξε νερό με το τουλούμι!» Αυτό το έλεγαν όταν έβρεχε πολύ νερό και ασταμάτητα. Η φράση προήλθε από το τουλούμι (ασκό) που μετέφεραν νερό. Όταν έπρεπε ν’ αδειάσουν το τουλούμι, έλυναν τον λαιμό του τουλουμιού και το νερό έπεφτε σε μηδέν χρόνο. Αυτά τα τουλούμια ή ασκούς τα λέγανε και γαλίνες. Από παλιές μαρτυρίες από αγωγιάτες, όπου με ασκούς κουβαλούσαν νερό για δεξαμενές, ανέφεραν ότι μόλις έφθαναν στον προορισμό τους, πλαισίωναν τα ζώα στην δεξαμενή και ανέβαιναν σε μια ξύλινη κατασκευή επάνω στην δεξαμενή που ήταν σαν γέφυρα και εκεί για να μην ξεφορτώνουν και αργούν, άνοιγαν το κάτω μέρος (λαιμό του ασκού και έπεφτε το νερό καταρρακτωδώς.
Γαλίνες λέγονται οι ασκοί ή τα καλάθια μεταφοράς υγρών και σπόρων, που με μια κίνηση, ανοίγει το κάτω μέρος και αδειάζουν αυτόματα.
Ιστορικά για το τομάρι:
Ο ιερωμένος ήρωας και επαναστάτης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος κατά πάσα πιθανότητα να γεννήθηκε στην Παραμυθιά, γύρω στα 1540 και το 1611 θανατώθηκε στα Ιωάννινα. Ήταν Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Το 1592 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Λαρίσης και εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα, όπου βρισκόταν τότε η έδρα της μητρόπολης. Η μόρφωση και ο ανήσυχος χαρακτήρας του είχαν ως αποτέλεσμα να μην αρκεστεί στα ειρηνικά έργα του πνευματικού ποιμένα. Ήρθε σε επαφή με τους κλέφτες των Αγράφων και άρχισε να διοργανώνει επανάσταση κατά των Τούρκων. Αναφέρεται ότι είχε συνεργασθεί και με Ισπανούς πράκτορες. Μετά την εγκατάστασή του στα βουνά της Θεσπρωτίας, άρχισε να στρατολογεί εθελοντές. Απ’ όπου περνούσε παντού δεκτός με ενθουσιασμό. Έπειτα από μερικές μικρές επιτυχίες εναντίον μεμονωμένων τουρκικών φρουρών, τη νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου 1611, επιχείρησε συντονισμένη επίθεση εναντίον του κάστρου των Ιωαννίνων. Το σαράι του πασά των Ιωαννίνων πυρπολήθηκε και κινδύνεψε ακόμη και ο πασάς. Την επομένη ημέρα, η τουρκική φρουρά ανασυντάχθηκε και, με τη βοήθεια των ντόπιων Ελλήνων προυχόντων και τιμαριούχων, αντεπιτέθηκε στους επαναστάτες. Ο Διονύσιος κρύφτηκε, αλλά μετά από τρεις ημέρες παραδόθηκε. Οι Τούρκοι προς παραδειγματισμό τον έγδαραν ζωντανό, γέμισαν με άχυρα το δέρμα του και το έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τα κεφάλια 250 συνεργατών του. Οι τοπικοί χρονικογράφοι της εποχής, που υπηρετούσαν την τάξη των φρονίμων αρχόντων, και ιδιαίτερα ο τότε ιεροκήρυκας στα Ιωάννινα Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, χρησιμοποίησαν πλήθος χλευαστικών επιθέτων για να χαρακτηρίσουν τον Διονύσιο ως απατεώνα, φρενόληπτος, ολεθρίων εφευρέτη, δαίμονα, Σκυλόσοφο κ.ά. Αντίθετα, οι απλοί Ηπειρώτες, οι οποίοι έτρεφαν ανάμεικτα αισθήματα μεταμέλειας και συμπάθειας, έψαλαν στον θάνατό του με το εξής μοιρολόγι:
«Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι γύφτοι
για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι».