Καταγραφή: Κώστας Παπαντωνόπουλος
Μια φορά, σ’ ένα κεφαλοχώρι ήταν ένας περίφημος σαμαρτζής (τεχνίτης κατασκευής σαμαριών). Αυτός κατασκεύαζε τα καλλίτερα και ομορφότερα σαμάρια και η φήμη του είχε φθάσει στα πέρατα του κόσμου.
Από τα σαμάρια έκανε πολλά λεφτά, αλλά ήταν άθεος, ακοινώνητος και τσιγκούνης και επειδή είχε μια γυναίκα που τάχατις ήτανε σπάταλη, τα λεφτά τα έκρυβε μέσα στο σαγματοποιείον του (εργαστήριο σαμαριών). Είχε ένα παλιοσάμαρο και το είχε εκεί σε μια άκρη και μέσα στην στρωμνή του, είχε κάνει μια τρούπα στην από κάτου μεριά και από εκεί τρούπωνε συνέχεια χάρτινα λεφτά. Ξήλωνε μια άκρη της ραφής και μόλις έβαζε μέσα τα λεφτά το ξανάραβε. Από τα πολλά λεφτά το είχε τσιτώσει για καλά και το είχε βάλει εκεί δίπλα μέσα όπου το χρησιμοποιούσε για κάθισμα. Έτσι όπως ήτανε και παλιό και βρωμισμένο από την πολυκαιρία, κανείς δεν υποπτευότανε ότι εκεί μέσα είχε τρουπώσει ούλο ου το βιός. Όποτε ήτανε στο μαγαζί του, άλλονε δεν άφηνε κα κάθεται απάνου σε δαύτο.
Εκεί μέσα στο σαμαρτζίδικο δούλευε και το παιδί του, αλλά δεν του είχε μαρτυρήσει, τίποτα, το μόνο που του είχε ειπεί, πρόσεξε εκείνο το σαμάρι δεν θα το πουλήσεις ποτέ, γιατί, τάχατις, ήτανε το πρώτο που είχε φτιάξει και το θεωρούσε πολύ γούρικο.
Μια βολά ο γέρο σαμαρτζής αρρώστησε και η γυναίκα του, έταξε μια λαμπάδα να την πάει ο άνδρας της στον Αγιώργη για να τον βοηθήκει ο Άγιος και να γίνει καλά. Μόλις έγινε καλά και το είπε η γυναίκα του για το τάξιμο της λαμπάδας, ίσα που δεν την σκότωσε, για τα λεφτά που χάλασε για την λαμπάδα. Αφού έγινε καλά του έβγαλε την πίστη η γυναίκα του να πάει την λαμπάδα γιατί είναι ταμένη και ο Άγιος δεν ξεχνά. Έτσι μια Κυριακή κίνησε πήρε την λαμπάδα και πήγε στην εκκλησία.
Το δε παιδί του έκατσε στο μαγαζί του πατέρα του, και κατασκεύαζε και πωλούσε και σαμάρια, καπιστράνες, μπαλντίμια, κολάνια, παλατζόνια, σβάρνες, χαλινάρια, σέλες, ξυλόζεβλες, μαξιλάρια για έλξη, σβάρνες, αλέτρια, ξάλες, κ.λπ.
Εκεί, έφτασε στο μαγαζί κάποιος μ’ ένα ξεσαμάρωτο γάιδαρο και αφού του είπε ότι την νύχτα του κλέψανε το σαμάρι, του ζήτησε να αγοράσει ένα καινούριο. Όμως όσο και αν ψάξανε δεν βρήκανε ένα να πηγαίνει στον γάιδαρο, δεν είχε κάποιο να του δώσει. Εκεί που δοκιμάζανε ο πελάτης είδε και το γούρικο σαμάρι και εκεί που το κοίταγε κατάλαβε ότι αυτό είναι στα μέτρα του γαϊδάρου του. Τότε του ζήτησε να το αγοράσει, αλλά που να το δώκει το παιδί, αφού είχε εντολές από τον πατέρα του. Με τα πολλά εκείνος, αφού πρώτα τον έπεισε, του το πλήρωσε σε διπλάσια τιμή και το παιδί τσίμπησε (δελεάστηκε) και το έδωσε. Το απόγιομα που γύρισε ο πατέρας του, μόλις είδε ότι έλλειπε τα σαμάρι, μουρλάθηκε. Ρώτησε το παιδί, που είναι το σαμάρι, και εκείνο με χαρά του είπε ότι το πούλησε, αν και παλιό σε διπλάσια τιμή, και ότι έπιασε κορόιδο τον πελάτη.
Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα ο γέρος και έπεσε κάτου λιπόθυμος, του πεθαμού. Αφού έχασε τα λεφτά μέσα από τα χέρια του, που τόσα χρόνια τα συμμάζευε και τα τρούπωνε εκεί μέσα. Το παιδί δεν γνώριζε εκείνον που του είχε πουλήσει το σαμάρι, διότι ήταν ξένος από μακριά, και έτσι δεν μπορούσανε να πάνε και να τον βρούνε και να ξανά πάρουνε πίσω το παλιοσάμαρο.
Απάνου στην βδομάδα εκεί που ο γέρο σαμαρτζής είχε πέσει σε κατάθλιψη, να σου φανερώθηκε πάλι εκείνος που είχε αγοράσει το σαμάρι με το γάιδαρό του.
Μόλις έφτασε όξω από το σαμαρτζίδικο, είδε τον γέρο και αφού ξεσαμάρωσε τον δόλιο γάιδαρό του, του είπε ότι είχε αγοράσει το σαμάρι από το παιδί του, πολύ ακριβά, αλλά το σαμάρι είναι λίγο σκεβρωμένο και κτυπάει τον γάιδαρο μπροστά στην σπάλα και του έχει προξενήσει πληγές.
-Το ακριβοπλήρωσα ρε μάστορα, αλλά πάει ο γάιδαρος μου τόνε σακάτεψε το διαβολοσαμαρό σου. Πάρτο και δώς μου πίσω τα λεφτά μου.
Ο γέρο- Σαμαρτζής μόλις είδε ότι το σαμάρι ήτανε απείραχτο, του λέει να προβάλλει (δοκιμάσει) ένα άλλο που είχε φτιάξει.
Αφού το έδειξε ένα άλλο, δεν έκανε και έτσι εφόσον δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο του έδωσε πίσω τα λεφτά του και ξαναπήρε το παλιοσάμαρο στα χέρια του.
Μόλις έφυγε ο πελάτης ξήλωσε πάλι με προσοχή την ραφή της στρώσης και είδε ότι τα λεφτά ήτανε άθικτα.
Τότενες, σηκώθηκε όρθιος, τήραξε εκείθενες κατά που έπεφτε ο Αγιώργης, η εκκλησία του χωριού, έκανε τον σταυρό του και είπε:
-«Αγιώργη μου, θα σου φτιάξω, μια εικόνα ασημένια ίσα με το σαμάρι αν και δεν την έφτιαξα με την αρρώστια μου, θα σου τήνε φέρω για το σαμάρι μου…!»
Πήγε σ’ έναν χρυσικό και από την τσιγκουνιά του παρήγγειλε μια ασημένια εικόνα τέσσερις φορές μικρότερη από εκείνη που είχε τάξει για να την πάει στον Αγιώργη.
Μόλις την έφτιαξε ο χρυσικός, του παρήγγειλε και πήγε και παρέλαβε την εικόνα και ανήμερα του Αγιωργιού όταν γιόρταζε ο Αγιώργης επιδεικτικά πήγε την εικόνα για να τον ιδεί ο κόσμος, μιας και τον έλεγαν άθεο και τσιγκούνη.
Μόλις τον είδανε οι συγχωριανοί του, με το τάμα στο χέρι, ούλοι τους απορρήσανε.
Εκείνος τους είδε που τον κοιτάγανε παράξενα και μόλις άφηκε την εικόνα μπροστά στην Ωραία Πύλη για να διαβαστεί, από μέσα του έλεγε:
-«Εγώ Αγιώργη μου, το τάμα μου το έκανα, δεν με ενδιαφέρει τι λένε ευτούνοι…!»
Δεν περάσανε καμιά δεκαριά μέρες και έπιασε μια φωτιά το σαμαρτζίδικο και έγινε στάχτη, μαζί και το σαμάρι με το θησαυρό του.
Ο σαμαρτζής έσκασε από το κακό του και στεναχωρήθηκε τόσο πολύ, που έπεσε σε κατάθλιψη και πήρε την απόφαση να πάει στον Αγιώργη να πάρει πίσω εικόνα να την πουλήσει να πάρει πίσω τα λεφτά που την είχε φτιαγμένη, γιατί δεν του έκανε το χατίρι ο Άγιος..
Έτσι ένα απόγιομα που βρήκε ανοικτή την εκκλησία τρούπωσε κρυφά μέσα την πήρε, την έχωσε κάτου από το την μπόλκα του και φεύγοντας γυρίζει του Αγιώργη και του λέει:
-Τι να σου κάνω ρε κολέγα Αγιώργη, είσαι μπίτι αχάριστος… αχάριστος εσύ, αχάριστος κι εγώ…. άντε γεια σου τώρα, κι αν με ξανά ιδείς να μου παραγγείλεις…!