Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Αχνάρι ή χνάρι, ή ίχνος, μεσαιωνική ελληνική λέξη «Ιχνάριον» υποκοριστικό του ίχνος, λέγεται το αποτύπωμα που δημιουργείται στο έδαφος από το πάτημα ζώου, ανθρώπου, μηχανήματος κ.λπ.
Τ’ αχνάρια αποτυπώνονται κυρίως στο έδαφος που έχει σκόνη, λάσπη όταν είναι σκαμμένο (οργωμένο), στην άμμο, στο χιόνι, στην παγωνιά, στις πέτρες στις φυλλωσιές κ.ά.
Ανάλογα με το είδος που πάτησε και άφησε τα χνάρια του, μπορούμε να το διακρίνουμε.
Στις πέτρες και στα σκληρά εδάφη, δεν αναγνωρίζονται εύκολα τα χνάρια και τα ίχνη.
Τα δακτυλικά και άλλα παρόμοια αποτυπώματα όπως του φιλιού (από υπολείμματα βαμμένων χειλιών) κατατάσσουμε στα ίχνη.
Αρκετοί αλογοσούρτες, ζωοκλέφτες ακόμη και τα όργανα της τάξης, είχαν μια μέθοδο να μετρούν ακόμη και τον αριθμό των ζώων που πέρασαν κοπαδιαστά (κοπάδι) από ένα μέρος.
Η κίνηση του κοπαδιού σε μονοπάτια το ένα πίσω από το άλλο, ονομαζόταν «σουρταριά», ή «σουρταρωτά». Σουρσά ή συρμή λέμε και το αποτύπωμα του περάσματος των ερπετών.
Οι ζωοκλέφτες, για να μην γίνεται αντιληπτή η πορεία τους, έσβηναν τα ίχνη με κλαδιά από δένδρα ή θάμνους. Μπροστά έβαζαν να προπορεύονται τα κλεμμένα ζώα και ο τελευταίος ακολουθούσε μ’ ένα άλογο όπου πίσω του και σε απόσταση ενός - δυο μέτρων, είχε δέσει με σχοινί κλαδιά από θάμνους ή από δένδρα όπου με το σύρσιμο (συρμή) αλλοίωνε ή έσβηνε τα ίχνη τους.