Παλιά οι άνθρωποι, που ήσαν περισσότερο θρησκόληπτοι, και τηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα και τις προκαταλήψεις στο
ακέραιο, έφτιαχναν φυλαχτάρια για να προφυλάσσονται από διάφορα κακά.
Πέραν από την προσωπική τους ασφάλεια, για να προφυλαχθούν από τα κακά, κατασκεύαζαν και φυλακτάρια για τα κοπάδια τους κυρίως για τα αιγοπρόβατα και για τα βόδια τους.
Αρχικά οι βοσκοί κρέμαγαν τσοκάνια στα ζώα τους σαν φυλαχτάρια, για να ξορκίσουν δηλαδή τα κακά πνεύματα και να τα προφυλάξουν με τον μαγικό ήχο τους από τις αρρώστιες. Με την μυστικιστική δύναμη του ήχου του, το κουδούνι προστάτευε αρχικά όχι μόνο τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά και τους ιερούς χώρους. Πολύ αργότερα έχασε τις μυστικιστικές του ιδιότητες και κατέληξε απλό ηχητικό εργαλείο.
Αργότερα για να τα προφυλάξουν από τα κακά, έφτιαχναν ένα μικρό σακουλάκι από κατεργασμένο και λαδωμένο δέρμα και μέσα έβαζαν τα εξής: Ένα σπυρί από χοντρό αλάτι, μπαρούτι, ένα σπυρί στάρι, ένα σπυρί λιβάνι, απήγανο, σταυρολούλουδο, κερί από την Μεγάλη Πέμπτη, βαλσαμόχορτο και λαδοσάπουνο. Τα χορταρικά έπρεπε να είναι κομμένα με φεγγάρι. Μετά το έραβαν με κερωμένη κλωνά (κλωστή πασαλειμμένη με κερί) και το σφράγιζαν (έκλειναν). Δεν το έραβε ποτέ γκαστρωμένη (έγκυος) γυναίκα ή να βρισκόταν εκείνες τις ημέρες σ’ εμμηνόρροια (περίοδο). Μετά το πήγαιναν στην εκκλησία του χωριού το Σαραντάμερο και το δίνανε στον παπά να το Σαρανταλειτουργήσει. Μερικοί δεν έφτιαχναν από μόνοι τους, αλλά πήγαιναν στα Μοναστήρια και έπαιρναν έτοιμα και διαβασμένα από τους καλογέρους. Λέγανε ότι τα μοναστηριακά ήσαντε καλλίτερα και αγιασμένα.
Όταν Σαρανταλειτουργότανε το πέρνανε και το βάζανε μέσα σ’ ένα τσοκάνι, να είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό και όταν το έβαζαν μέσα, τότε μ’ ένα σφυρί κοπανάγανε τα χείλα του τσοκανιού και το κλείνανε. Μετά φτιάχνανε μια καλή και γερή κουλούρα (βεζά), για να μην πέσει και το κουφοτσόκανο και το κρεμάγανε στον λαιμό σε μαρμάρα προβατίνα που δεν γεννάει ή σε κάποιο μουνούχι (κεσέμι), που να μην έχει ερωτικές ορμές. Ήτανε μεγάλη αμαρτία, μαγάρα και γρουσουζιά να πέσει ή να χαθεί το φυλαχτό από το κοπάδι. Αυτός που κρέμαγε το τσοκάνι με το φυλαχτάρι, έπρεπε να ήτανε καθαρός, να έχει εκκλησιαστεί και μετά την λειτουργία να μην έχει πάει με γυναίκα (συνουσιαστεί).
Το φυλαχτάρι, το βάνανε οι τσοπάνηδες στα κοπάδια τους, για να προφυλάσσονται από τους λύκους, από τα αμπολυτά σκυλιά, τα τσακάλια, τις αλεπούδες, τα κουνάβια, από τα φαρμακερά φίδια, από τα έντομα, από τα αερικά, το σμυριδάκι, την βούζα, από το στούμπωμα ή φουσκολοίλι (φούσκωμα από το πολύ φαγητό), από το φάγωμα δηλητηριωδών χόρτων και προ πάντων από το κακό μάτι.