Τραγούδια για το απροσκύνητο Κούμανι και Αντρώνι
Μες στου Κουμάνι στην μέση, φτάνει αγάς με φέσι
και δυο τρεις τζοχαντζαραίοι, ούλοι τους καβαλαραίοι.
Και γυρεύουνε τον Καρκούλια, που χορεύει με ταβούλια
κι ο Ντίνος καημένε Μήτσο κι ο Ντίνος δεν προσκυνάει,
κι ο Ντίνος δεν προσκυνάει, μήτε το χορό του χαλάει.
Να σου και καημένε Μήτσο και ο Αγγελάκης ο Νιώτης
και ο Χρόνης ο Λινάρδος, και ο Κότζης ο Πανάγος,
που ήσαντε παλικαράδες, φτάσανε με τους γκραδες.
Τρογύρω γύρω γυροφέρνουν τον αγά τον μπερδεύουν
τρέμει ο αγάς πισωπατάει και στο Λάλα πισωγυρνάει.
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης (Γεώργιος Μπενέτσης Κυριακή 16 Ιουλίου 1978)
Το τι κακό μωρέ, που γίνηκε τούτο το καλοκαίρι,
Μπραΐμης ν’ εκίνησε μ’ ούλο του τ’ ασκέρι.
Πάτησε χώρες μωρέ και βουνά, χωριά και βιλαέτια.
Κι’ ούλα τον προσκύνησαν, κι ούλα τον προσκυνάνε.
μον’ δυο χωριά περήφανα, προσκύνημα δεν παίρνουν,
τ’ Αντρώνι και το Κούμανι, της Κάπελης οι πόρτες.
’Κείνα δεν προσκυνήσανε, προσκύνημα δεν ξαίρουν.
Και του Μπραΐμη του κακοφάνηκε, δεν το ’λπιζε ο μαύρος.
Στέλνει ν’ ασκέρι δυνατό, φτούνο τον Ντελή Αχμέτη
Να κάψει το μαύρο Κούμανι, να γδύσει και τ’ Αντρώνι.
Ο σκοπός του τραγουδιού έχει ως εξής:
Το τι κακό, μωρέ, το τι κακό, το τι κακό που γίνηκε, μωρέ που γίνηκε, τούτο το κα μωρέ τουτό τα, τουτό το καλοκαίρι.
Μου το είχε τραγουδήσει ο Παναγιώτης Ευσταθόπουλος ή Πανάκος από το χωριό Καλό Παιδί του δήμου Πηνείας στις 2 Ιουνίου 1995.
Το τραγούδι αυτό δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ: www.antroni.gr στην Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2009
ΠΑΠΑΝΤΡΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ
Γράφει, ο Κώστας Παπντωνόπουλος
Ο Αντρέας ο Ντανασάκος ή Βολαντζαίος και μετά Παπαντριόπουλος κατάγονταν από τη Βολάντζα (σημ. Αλφειούσα) Αγουλινίτζας.
Όταν ήταν νέος, σκότωσε έναν συνομήλικό του τουρκόπουλο, παιδί του Αγά του χωριού για κάποιες διαφορές που είχαν. Το ίδιο βράδυ ο πατέρας του που ήτανε πρόκριτος του χωριού, τον φυγάδευσε προς άγνωστο τόπο, χωρίς να ξέρει κανένας άλλος κατά πούθε έσαξε. Του έδωκε το άλογό του για να πάει στο χωριό Πόθου, σε ένα μακρινό συγγενή του και να μην ξανά γυρίσει στο χωριό γιατί όπως του είπε θα τον κόψουνε.
1940-1941 Πεσόντες Αντρωναίοι
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα υπήρξε μια από τις μελανές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας. Η στρατιώτες μας αντιστάθηκε σθεναρά αρχικά στον Ιταλό και στην συνέχεια στο Γερμανό κατακτητή, με τίμημα τον φόρο αίματος των Ελλήνων αγωνιστών.
Οι Έλληνες στρατιώτες, αξιωματικοί και άλλοι εθελοντές που έπεσαν πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας παραμένουν είτε άταφοι είτε θαμμένοι σε πρόχειρα νεκροταφεία, παρά τις υπογραφείσες συμφωνίες με την Αλβανία.
Βάσει αρχείων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, από την έναρξη του πολέμου μέχρι τις 26 Απριλίου 1941, οι απώλειες στο μέτωπο έφτασαν τους 13.936 οπλίτες και αξιωματικούς (νεκροί και αγνοούμενοι), με 5.500 να έχουν ταφεί σε νεκροταφεία εντός του ελληνικού εδάφους και σχεδόν 8.000 να παραμένουν στην Αλβανία (θαμμένοι ή άταφοι εκεί που σκοτώθηκαν).
Σημαντική βοήθεια παρείχε μεταπολεμικά η Ιταλία με τη χορήγηση χαρτών προς στην Ελλάδα. Το Εθνικό μας χρέος προς τους άταφους νεκρούς δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί από την Ελληνική Πολιτεία.
Πεσόντες από το Αντρώνι
Ζήρος Ιωάννης του Δημήτριου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1915 σκοτώθηκε στο ύψωμα 800 στο Τοπόγιανιτ της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 10-2-1941 σε ηλικία 26 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Ιωάννη, στρατιώτης 5ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1911, σκοτώθηκε στο ύψωμα 717 Μοναστάρο- Μπέκου Ραπίτ ΝΔ Μπούμπεσι της Βορείου Ηπείρου στις 11.03.1941 σε ηλικία 30 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Χρυσάνθου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1914, σκοτώθηκε στο ύψωμα Περδικάρι της Βορείου Ηπείρου στις 20.11.1940 σε ηλικία 26 ετών.
Λιάπης Γεώργιος Δημήτριος 1916 σκοτώθηκε στην Αλβανία. Της Μαργαρίτας ο Πατέρας.
Πανούτσος Γεώργιος του Νικολάου, στρατιώτης 52ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1910, σκοτώθηκε στο ύψωμα 1220 (Μάλι Σερβάνι) Βόρ. Φράταρι, ανατολικά της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 23.12.1940 σε ηλικία 30 ετών.
Πανούτσος Γεώργιος του Βασιλείου, σκοτώθηκε στην Αλβανία το 1940. Πατέρας της Μαρίας του Τσατσαρέλη. Τα οστά του για κάποιους λόγους, βρίσκονται ακόμη εκεί.
ΜΑΡΚΟΣ ΝΤΑΡΑΣ «Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ»
Γύρω στα 1730 με 1740 η κλεφτουριά του Μοριά είχε φουντώσει για τα καλά. Ο Δήμος Μπότσικας Κολοκοτρώνης, ένας τρανός και δυνατός κλέφτης, ήλθε σ’ επαφή και μ’ άλλους αρχηγούς των κλεφτών του Μοριά, όπως με τον Μήτρο Περίβολο από τα Καλάβρυτα, τον Δημήτρη Πυθιμούντα, από την Κυπαρισσία, τον Μαντά από την Πάτρα και με τον περιβόητο Ντρέ* Μάρκο Ντάρα από τα Σουλιμοχώρια. Υποστηριζόμενοι και υποθαλπόμενοι από τους προεστούς και από τον κλήρο, κατόρθωσαν να περιφέρονται άφοβα με δικά τους μπαϊράκια στα βουνά, προκαλώντας τον τρόμο στους Τούρκους. Η κατάσταση έφθασε να γίνει τόσο ανυπόφορη για την διοίκηση, που αποφάσισε τέλος, να τσακίσει τους κλέφτες. Ότι δεν κατάφερε να τα κάνει με την δύναμη, μπόρεσε με την προδοσία.
Ένας από αυτούς ήταν και ο σκληροτράχηλος και αδούλωτος ο Μάρκος Ντάρας. Το σώμα του διέθετε 300 ενόπλους και η δράση του επεκτάθηκε στη Μεσσηνία και την Αρκαδία, αμφισβητώντας την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ (ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ)
Του Κώστα Παπαντωνόπουλου
Από την Αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών» φύλλο της 29 Ιουλίου 1844, αντλούμε μερικές πληροφορίες περί του Υποστρατήγου Χρύσανθου Σισίνη, υιό του Γεωργίου Σισίνη, κοτζάμπαση της Γαστούνης.
«…οι αντεθνικοί βλέποντες εαυτούς κινδυνεύοντας, λαβόντας δε ψήφους 67 εκ των 424 ριφθεισών τη 20 Ιουλίου ψήφων του δήμου Λετρίνων, εύρον εις σύγχυσιν τινά, γενομένην μεταξύ πολιτών και στρατιωτών και διαλυθείσαν ευθύς, την αφορμήν του να αναλάβωσι τας εκλογικάς εργασίας δια διαταγής του Διοικητού.
Αλλ’ εν τοσούτω ο υποστράτηγος Χρύσανθος Σισίνης, ακολουθών του να στρατολογή φανερά ενόπλους χωρικούς, καίει οσπήτια, πράτει όσας δυνηθή να φαντασθή τις βιαιοπραγίας και φέρων κατά τας ώρας των εκλογών εις τα προπύλαια του ναού Ειρηνοδίκας, απειλεί δι’ αυών τους ψηφοφόρους, ότι θέλουσι καταδικασθή και με όλα τα δίκαιά των, αν δεν δώσωσι τας ψήφους των υπέρ εαυτού.
Ως προς τας τοιούτου είδους απειλάς εξώκειλε μάλλον ο δια του ιδίου Σισίνη διορισθείς Ειρηνοδίκης Μυρτουντίων Ι. Αχόλος...
Το χειρότερον άρχισαν και αι δολοφονίαι, ως συνέβη τοιαύτη νύκτα της 21 προς την 22 Ιουλίου εις εν χωρίον Αλποχώρι κατά του αξίου Χ. Σιλαδοπούλου ως ανήκοντος εις την εθνικήν ομάδαν».