Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ....!
Η αλωνιστική μηχανή, είναι από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά εργαλεία των γεωργών.
Έκανε την εμφάνισή της στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, όμως στην Ελλάδα άργησε, ήλθε αργότερα, τρεις δεκαετίες περίπου.
Ήταν το αγροτικό εργαλείο που βοηθούσε πολύ στο να διαχωρίσει ο καρπός (σιτάρι κριθάρι βρώμη) από το άχυρο και αργότερα επεκτάθηκε και στο καλαμπόκι, φασόλι, φακές, ρεβύθια κ.λπ.
ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ;
Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα-λαογράφου
Η αγοροπωλησία ενός υποζυγίου (αλόγου, γαϊδουριού ή μουλαριού), μέχρι το προτελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα, απαιτούσε ειδικές εμπορικές ικανότητες, γνώσεις, εμπειρία, και πειθώ (παζάρεμα), ώστε οι εμπλεκόμενοι να μην παρασυρθούν σε λάθος αγορά ζώου, χάριν της εξωτερικής εμφάνισης. Γι’ αυτό οι εμπλεκόμενοι και κυρίως οι αγοραστές, έπρεπε να γνωρίζουν μερικά βασικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την ηλικία, τα τερτίπια (ελαττώματα), την υπακοή και τις ασθένειες του εκάστοτε ζώου. Λίγο πολύ οι αγοραστές, οι πωλητές και κυρίως οι τσαμπάσηδες, γνώριζαν τα περισσότερα εξ αυτών, εξετάζοντας προσεκτικά το εκάστοτε ζώο. Το πιο δύσκολο ήταν να ανακαλύψουν την ηλικία του ζώου και κυρίως του αλόγου που ήταν το κυρίαρχο ζώο για σχεδόν όλες τις ανάγκες της υπαίθρου.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
του Νικόλαου Διονυσίου Σκέντζη
Οι κτηνοτρόφοι της ορεινής Ηλείας αναφέρονται με διάφορες ονομασίες: τσοπάνης, βοσκός, σκουτέρης, ξωμάχος, ποιμένας κ.α. Σαν βάση είχαν το στανοτόπι (λημέρι), ο χώρος όπου υπήρχαν οι αναγκαίες εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων και των ζώων. Το καλύβι ήταν το κύριο κτίσμα που στέγαζε ανθρώπους και ζώα κατά την χειμερινή περίοδο. Το μαντρί ήταν ένας περιφραγμένος χώρος για τον αυλισμό και το τάισμα των ζώων. Γαλάρι (ξελώντσα) ήταν χώρος φτιαγμένος σε επικλινές σημείο για να στραγγίζουν τα νερά, για την διανυκτέρευση των ζώων.
Ο τσάρκος ήταν ένας μικρός χώρος για να φυλάσσονται τα νεογέννητα αρνοκάτσικα. Στις αρχές τις άνοιξης σε ανοιχτό χώρο έφτιαχναν την στρούγκα για το άρμεγμα, με κλαδιά (γκορτσιές) γύρω-γύρω και τοποθετούσαν στην έξοδο δύο μεγάλα λιθάρια τα ονομαζόμενα στρουγκολίθια στα οποία κάθονταν οι δύο που άρμεγαν, ενώ ένας τρίτος (στρουγκολάτης) προωθούσε τα ζώα προς την έξοδο. Ταυτόχρονα κοντά έφτιαχναν την παγανιά, αρκετά μεγάλος χώρος και περιφραγμένος, για γιομάτισμα το μεσημέρι και προφύλαξη το βράδυ.
ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤ’ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Επιμέλεια καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
ΖΩΑ ΚΑΙ ΣΤΑΝΟΤΟΠΙΑ (ποιμνιοστάσια)
Μια μικρή προσπάθεια για μια περιληπτική ξενάγηση στα παραδοσιακά στανοτόπια των γιδοπροβάτων, για να θυμηθούμε εμείς που κάπως τα ζήσαμε και για να μαθαίνουν οι νέοι, που και πως ήταν οι στάβλοι και για την διαβίωση των κτηνοτρόφων μαζί με τα κοπάδια τους.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ
Λέγεται ότι οι παλαιοί τσοπάνηδες όταν έπιαναν ένα τόπο με τα ζωντανά τους, τα άφηναν να διαλέξουν τον τόπο που θα κοιμηθούν το βράδυ. Τα γιδοπρόβατα φαίνεται να έχουν κάποιες αισθήσεις παρά πάνω από τον άνθρωπο και επιλέγουν το σημείο που θα κοιμούνται. Το καταράχι είναι σημείο πάντα είναι το ψηλότερο μέρος του τόπου, ή προσήλιο και ευάερο. Επίσης το μέρος που διαλέγουν να έχει περισσότερο οξυγόνο. Στο μέρος που κοιμόντουσαν τα πρόβατα, εκεί κατασκεύαζαν το κατάλυμά τους ή και το σπίτι τους και οι τσοπάνηδες. Επίσης παλαιοί τσοπάνηδες μου ανέφεραν ότι εκεί που κοιμόντουσαν τα πρόβατα ή τα γίδια, εκεί έβαζαν ανθρώπους που είχαν αναπνευστικά προβλήματα και κοιμόντουσαν στο μέσον του κοπαδιού. Έλεγαν ότι με το αναχάραγμα (μηρυκασμό της τροφής) κατά την νύκτα, οι ανάσες των γιδοπροβάτων ωφελούσαν τον άρρωστο, και έπειτα από λίγες ημέρες, πάντα κατά την παράδοση, θεραπευόταν.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΑΝΤΡΙΑ- ΚΑΛΥΒΕΣ - ΜΟΥΤΟΥΠΙΑ
Ο χώρος που στεγάζονταν τα κοπάδια λεγόταν στανοτόπι και αποτελούταν από μια συστάδα κατασκευών με κύρια και βοηθητικά κτίρια, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ζώων και των τσοπάνηδων. Όσα κατασκευάζονταν από πέτρες τα ονόμαζαν μαντριά, από χωματόπλιθες και πέτρες μουτούπια και από ξύλα και κλαδιά καλύβες.
350 Γιδοκούδουνα του Νίκου Σκέντζη από τη Γιάρμενα
Ο Νίκος ο Σκέντζης είναι γιός του Βγενύση και εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή που γεννήθηκε γύρω στα 1874. Έμεινε γνωστός ως Πυριοβολής όπως το περιγράφει στο βιβλίο του «περί της Φολόης λόγος[1]» ο δάσκαλος και συντοπίτη μας κυρ Χρήστος Μαρκόπουλος. «Φαίνεται ότι στο σελάχι του θά' χε πάντοτε πυριόβολους.Ο πυριόβολος[2] είναι σιδερένιο μικρό σύνεργο, με το σύνεργο τούτο και την στουρναρόπετρα και την ίσκα οι ξωμάχοι ανάβανε φωτιά και οι καπνιστές ανάβανε το τσιγάρο. Εξέλιξη του πυριόβολου είναι το τσακμάκι με το φυτίλι και οι σημερινοί αναπτήρες.
Ο Πυριοβολής, που ήτανε πανύψηλος ως λέγεται, ήτανε αιπόλος[3]. Είχε πολλά γίδια. Στο πιο μεγαλόσωμο μουνουχισμένο τραΐ του, το γκεσέμι, έβαζε πάντα ένα μεγάλο τσοκάνι "ζακυθινό", φτιαγμένο από χαλκό, που ήτανε γλυκόλαλο. Το "ζακυθινό" τούτο το κληρονόμησε ο γιός του, ο Βγενύσης, και μπορεί σήμερα να το κατέχει ο εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή, ο Νίκος, ο γιος του Βγενύση, ο ονομαστός μάγειρας του 'Ίντερκοντινεντάλ" γιατί λογαριάζει σαν γίνει συνταξιούχος να γυρίσει στην Γιάρμενα να πάει στου Χτενά εκεί στα ''Ολύμπια'' στον γιδότοπο, να φτιάξει στανοτόπι και νά' χει πολλά γίδια, σαν τον παπούλη του το Γιώργη και να βάλει στο τρανό γκεσέμι το μουνουχισμένο, τον "Κόρμπο", το γλυκόλαλο "ζακυθινό" και να ευφραίνεται η ψυχή του.
Ο πατέρας του ο Διονύσης, η μάνα του η Μηλιά και η αδελφή του η Λέλα σε βάφτιση |
Λέει ο Νίκος, ο εγγονός του Γιώργη του Πυριοβολή, ο ονομαστός μάγειρας του 'Ίντερκοντινεντάλ" ότι το κοπάδι του θα το φέρνει και στο χωριό. να γίνουνε τα γίδια του κοινωνικά, να μην είναι αγριόγιδα, θα τα βγάζει ακόμη και στην πλατεία του χωριού, μιας και οι άνθρωποι θα είναι λιγοστοί και τα σπίτια της πλατείας θα είναι ολόκλειστα. Θα μπήξει και πασσάλους στην πλατεία, για να ξύνονται πάνω τους τα γίδια και να λειώνουν έτσι τα τσιμπούρια, που τους ρουφάνε το αίμα.