ΜΑΡΚΟΣ ΝΤΑΡΑΣ «Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ»
Γύρω στα 1730 με 1740 η κλεφτουριά του Μοριά είχε φουντώσει για τα καλά. Ο Δήμος Μπότσικας Κολοκοτρώνης, ένας τρανός και δυνατός κλέφτης, ήλθε σ’ επαφή και μ’ άλλους αρχηγούς των κλεφτών του Μοριά, όπως με τον Μήτρο Περίβολο από τα Καλάβρυτα, τον Δημήτρη Πυθιμούντα, από την Κυπαρισσία, τον Μαντά από την Πάτρα και με τον περιβόητο Ντρέ* Μάρκο Ντάρα από τα Σουλιμοχώρια. Υποστηριζόμενοι και υποθαλπόμενοι από τους προεστούς και από τον κλήρο, κατόρθωσαν να περιφέρονται άφοβα με δικά τους μπαϊράκια στα βουνά, προκαλώντας τον τρόμο στους Τούρκους. Η κατάσταση έφθασε να γίνει τόσο ανυπόφορη για την διοίκηση, που αποφάσισε τέλος, να τσακίσει τους κλέφτες. Ότι δεν κατάφερε να τα κάνει με την δύναμη, μπόρεσε με την προδοσία.
Ένας από αυτούς ήταν και ο σκληροτράχηλος και αδούλωτος ο Μάρκος Ντάρας. Το σώμα του διέθετε 300 ενόπλους και η δράση του επεκτάθηκε στη Μεσσηνία και την Αρκαδία, αμφισβητώντας την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ (ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ)
Του Κώστα Παπαντωνόπουλου
Από την Αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών» φύλλο της 29 Ιουλίου 1844, αντλούμε μερικές πληροφορίες περί του Υποστρατήγου Χρύσανθου Σισίνη, υιό του Γεωργίου Σισίνη, κοτζάμπαση της Γαστούνης.
«…οι αντεθνικοί βλέποντες εαυτούς κινδυνεύοντας, λαβόντας δε ψήφους 67 εκ των 424 ριφθεισών τη 20 Ιουλίου ψήφων του δήμου Λετρίνων, εύρον εις σύγχυσιν τινά, γενομένην μεταξύ πολιτών και στρατιωτών και διαλυθείσαν ευθύς, την αφορμήν του να αναλάβωσι τας εκλογικάς εργασίας δια διαταγής του Διοικητού.
Αλλ’ εν τοσούτω ο υποστράτηγος Χρύσανθος Σισίνης, ακολουθών του να στρατολογή φανερά ενόπλους χωρικούς, καίει οσπήτια, πράτει όσας δυνηθή να φαντασθή τις βιαιοπραγίας και φέρων κατά τας ώρας των εκλογών εις τα προπύλαια του ναού Ειρηνοδίκας, απειλεί δι’ αυών τους ψηφοφόρους, ότι θέλουσι καταδικασθή και με όλα τα δίκαιά των, αν δεν δώσωσι τας ψήφους των υπέρ εαυτού.
Ως προς τας τοιούτου είδους απειλάς εξώκειλε μάλλον ο δια του ιδίου Σισίνη διορισθείς Ειρηνοδίκης Μυρτουντίων Ι. Αχόλος...
Το χειρότερον άρχισαν και αι δολοφονίαι, ως συνέβη τοιαύτη νύκτα της 21 προς την 22 Ιουλίου εις εν χωρίον Αλποχώρι κατά του αξίου Χ. Σιλαδοπούλου ως ανήκοντος εις την εθνικήν ομάδαν».
Αψιμαχίες στo Πρινογέφυρο - Δομοκό – Λιοφάτα και Νεμούτα
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΝ. ΤΟΥΤΟΥΝΗ & ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ «ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821 (ΜΑΧΕΣ ~ ΑΨΙΜΑΧΙΕΣ ~ ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ)»
Αψιμαχία στο Πρινογέφυρο Νεμούτας
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και ο Δημητράκης Πλαπούτας με τα σώματά τους, μετά τις αψιμαχίες στα Διβριώτικα Αμπέλια ακολούθησαν τους Αιγυπτίους από μακριά. Ένα σώμα εξ’ αυτών κατηφόρισε, προς το οροπέδιο του Λάλα, με σκοπό να βρουν τρόπο περάσουν απέναντι στην Γορτυνία, από άλλη είσοδο. Ο Γενναίος έστειλε τον Παπαγιωργάκη και μαζί με Νεμουτιάνους έστησαν ενέδρα στο Πρινογέφυρο.
Πρινογέφυρο Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου Stone Bridges of Peloponnese
Οι Τούρκοι θεώρησαν ότι το πιο εύκολο θα ήταν να περάσουν από το Πρινογέφυρο . Πίσω τους, όπου τους παρακολουθούσαν ο Γενναίος και ο Πλαπούτας, κατάλαβαν τις προθέσεις τους, ανάγκασαν και έτρεξαν και τους πρόλαβαν στο Πρινογέφυρο. Εκεί τους επιτέθηκαν και τραυμάτισαν αρκετούς εξ’ αυτών. Σε ερώτηση των άλλων καπεταναίων προς τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη, γιατί δεν τους χτυπούσαν πιο πάνω, απάντησαν ότι υπήρχε φόβος να επιστρέψουν προς την Δίβρη.
Αψιμαχίες στο Δομοκό – Λιοφάτα και Νεμούτα
Οι Αιγύπτιοι, αφού ερήμωσαν τα δυο χωριά Κούμανι κι Αντρώνι που δεν προσκύνησαν, προχώρησαν βορειοανατολικά και ακροβόλισαν τις δυνάμεις τους στα Μάρμαρα και τα Διβραίικα αμπέλια, έστειλαν δε, -όπως γράφει και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης-, ανθρώπους τους στους Διβραίους, Λειβαρτζινούς και άλλους Γορτύνιους για να προσκυνήσουν.
Ρασοφόροι της Ηλείας στα χρόνια της επανάστασης του 1821
Του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα - λαογράφου
Ο σημερινός νομός της Ηλείας, εκκλησιαστικά, ανέκαθεν ήταν διαιρεμένος σε δύο επαρχίες, με δύο επίσκοπους ή μητροπολίτες. Στην μεν επαρχία Ηλείας ήταν επίσκοπος ή μητροπολίτης ο Ωλένης, η δε επαρχία Ολυμπίας υπαγόταν στην μητρόπολη Χριστιανουπόλεως με έδρα την Κυπαρισσία.
Τελευταίος, επί τουρκοκρατίας Μητροπολίτης, ήταν ο εθνομάρτυρας Φιλάρετος, ο οποίος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου 1821 στις φυλακές της Τρίπολης. Η Επισκοπή έμεινε για λίγα χρόνια ακέφαλη, μέχρι να οριστεί ο διάδοχος του Φιλάρετου, τοποθετήθηκε δε ως τοποτηρητής, ο πρώην Λαρίσης Κύριλλος Βογάσαρης. Στη συνέχεια ακολούθησε ο Δαμαλών Ιωνάς.
Μετά την επανάσταση του 1821, η έδρα της Επισκοπής Ωλένης βρίσκεται στον Πύργο. Το έτος 1833 με διάταγμα ονομάστηκε Επισκοπή Ηλείας και πλέον όχι Ωλένης. Το έτος 1852 ενώνεται με την Επισκοπή Πατρών, με τον τίτλο Επισκοπή Πατρών και Ηλείας και παρέμεινε μέχρι το 1899, οπότε με το ΒΧΔ΄ του έτους 1900, αποτέλεσε αυτόνομη εκκλησιαστική επαρχία, με την επωνυμία Αγιότατη Επισκοπή Ηλείας. Το έτος 1899, η Επισκοπή Ηλείας διαχωρίζεται, ενώ το 1922 παίρνει την τελική της μορφή, ως Ιερά Μητρόπολη Ηλείας με έδρα τον Πύργο.
Η Ιερά Μητρόπολις Τριφυλίας και Ολυμπίας, περιλαμβάνει την τέως επαρχία Τριφυλίας του Νομού Μεσσηνίας και την τέως επαρχία Ολυμπίας του Νομού Ηλείας. Έδρα της Μητροπόλεως είναι η Κυπαρισσία Μεσσηνίας. Το πότε έγινε έδρα επισκοπής, η Κυπαρισσία, μας είναι ιστορικά άγνωστο, πάντως το έτος 347 μ.Χ. ο επίσκοπος Κυπαρισσίας Μάρτυρας, που ανήκε στην Μητρόπολη Κορίνθου συμμετέχει στην Σαρδική Σύνοδο. Μετά το έτος 733 μ.Χ. ιδρύεται αυτοκέφαλος αρχιεπισκοπή η οποία καταργήθηκε το έτος 807 μ.Χ. αργότερα ιδρύεται η μητρόπολη Χριστιανουπόλεως η οποία παρέμεινε μέχρι και την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους. Μετά την απελευθέρωση με το Βασιλικό Διάταγμα στις 20 Νοεμβρίου 1833 ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ιδρύεται η επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας καταλαμβάνοντας τις δύο ομώνυμες επαρχίες του τότε νομού Μεσσηνίας. Το 1850 εκδίδεται ο Συνοδικός Τόμος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο περί Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Την 10ην και 24ην Ιουλίου 1852 αντιστοίχως εκδίδεται ο Καταστατικός νόμος «Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος κλήρου», έτσι καταργείται η επισκοπή και ιδρύεται η αρχιεπισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας. Με το Βασιλικό Διάταγμα τις 11 Ιουλίου 1856 καθορίστηκαν οι έδρες των επισκοπών, και τοιουτοτρόπως έδρα της επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας ορίζεται η πόλη της Κυπαρισσίας.
Σ’ αυτό το σύντομο πόνημα, προσπάθησα να καταγράψω τους Ηλείους ιερωμένους που εντόπισα, οι ποίοι υπηρετούσαν στην Ηλεία, αλλά ακόμη και ποιοι ιερωμένοι από άλλες περιοχές εκτός Ηλείας πρόσφεραν στον αγώνα του 1821, πολεμώντας για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας.
Η .ΠΥΛΟΣ. Η .ΗΛΕΙΑΚΗ
ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ......... ΈΝΑ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ ΤΗΣ ΝΗΣΙΔΑΣ...’’ΑΡΜΑΤΟΒΑ’’ .Β.Δ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΑΠΙΔΟΧΩΡΙΟΥ.
Στην αρχαιότητα την ίδια ονομασία «Πύλος» έφεραν τρεις πόλεις της δυτικής Πελοποννήσου: η Πύλος η μεσσηνιακή, η Πύλος η τριφυλιακή και η Πύλος η ηλειακή που βρίσκεται στο σημείο που συναντούσε ο ποταμός Σελλήεντας (ηλειακός Λάδωνας) τον ποταμό Πηνειό. Η περιοχή της Ηλειακής Πύλου κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Πηνειού το 1964 αφού πρώτα μελετήθηκε με ανασκαφή. Μία από τις εγκαταστάσεις της πόλης βρίσκεται στον λόφο της νησίδας Αρμάτοβα ΒΔ της κοινότητας Αγραπιδοχωρίου. Η Πύλος ήταν πόλη-κράτος της αρχαίας Ηλείας και αποτελούταν από πολλούς διάσπαρτους αγροτικούς οικισμούς από τους οποίους ένας σημαντικός πρέπει να ήταν ανάμεσα στα συμβάλλοντα ποτάμια Πηνειό και Σελλήεντα (ηλειακό Λάδωνα -Στράβωνας (8, 339) και Παυσανίας Ηλειακά). Η Πύλος βρισκόταν συχνά σε αντιπαράθεση και πολέμους με την γειτονική Πίσα η οποία κατά καιρούς υπαγόταν στο κράτος της Πύλου. Ήταν η δεύτερη μεγάλη πόλη των Ηλείων μετά την πρωτεύουσα Ήλιδα. Πύλιοι είχαν πάρει μέρος και στον Τρωικό πόλεμο. Αν και κατοικούταν συνεχώς από τους προϊστορικούς χρόνους περισσότερο γνωστή έγινε από τους πολέμους των Ηλείων με τους Αρκάδες και από τις εισβολές και τις λεηλασίες των Σπαρτιατών τα έτη 399 και 400 μ.Χ. Σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η Πύλος μετά το έτος 366 μ.Χ κατά τις διενέξεις μεταξύ Δημοκρατικών και Ολιγαρχικών στην Ήλιδα. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή για τα θεραπευτικά της βότανά που φύτρωναν στις όχθες των ποταμών της και στα εύφορα λιβάδια της. Στην Πύλο έφθαναν επισκέπτες από διάφορα μέρη της Ελλάδος, για να προμηθευτούν θεραπευτικά βότανα που χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και για να κάνουν οι μάντεις μαγικούς εξορκισμούς. Στην γειτονική Εφύρα υπήρχε μια πρωτόγονη "βιοτεχνία" φαρμάκων. Επειδή τα βότανά αυτής της περιοχής ήταν τόσο ισχυρά ώστε μπορούσαν να δηλητηριάσουν ακόμα και ανθρώπους, λέγονταν και "ανδροφόνα".