Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν και είναι η ημέρα των παιδιών που την περιμένουν με μεγάλη χαρά για να πούνε τα κάλαντα. Παρέες – παρέες βγαίνουν πολύ πρωί σ’ όλα τα σπίτια ν’ αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός αλλά και να οικονομήσουν.

Μόλις πηγαίνουν στο κάθε σπίτι, φωνάζουνε απ’ έξω:

-Να τα πούμε;

- Πέστε τα απαντάει ο νοικοκύρης.

Και τα παιδιά αρχίζουν:

«Καλήν ημέρα άρχοντες, αν είναι ορισμός σας.

Χριστού τη θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται αύριον εν Βηθλεέμ τη πόλη

Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρει η κτίσης όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων

Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «δόξα εν υψίστοις»

Και τούτων άξιόν εστίν η των ποιμένων πίστης.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα.

Άστρον λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.

Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθο ερωτώσι.

Που εγεννήθη ο Χριστός να παν να τον ευρώσι.

Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο Βασιλιάς Ηρώδης

μεγάλη ταραχή τον έπιασε, έγινε θηριώδης.

Ότι πολύ φοβήθηκε για την βασιλείαν

Μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την εξουσίαν.

Κράζει τους μάγους και τους ρωτά που Χριστός γεννάται;

Στην Βηθλεέμ ξέρουμεν όπως η γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγουσι κι όπου τον ευρώσι

να τονε προσκυνήσουσι, να παν να του ειπώσι.

Όπως υπάγη και αυτός για να τον προσκυνήσει,

με δόλο ο αθεόφοβος να πάει να τον αφανίσει.

Βγαίνουν οι μάγοι τρέχουνε και το αστέριο βλέπουν

φως Θεϊκόν κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

Εν τω σπηλαίω έρχονται, βρίσκουν την Θεοτόκον,

κι εβάστα στις αγκάλες της τον Άγιον Τόκον.

Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν.

Σμύρνα χρυσό και λίβανο, Θεό τον ευφημίζουν.

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπο, χρυσόν ως Βασιλέα

τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.

……………………………..

Και δω που τραγουδήσαμε, πέτρα να μην ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.

Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα διαπεράσει

κι από τα εκατό και μπρός να ζήσει να γεράσει.

«Χρόνια πολλά»

.-.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων

ο Βασιλεύς και Ποιητής. Το πλήθος των Αγγέλων,

το εν Τριάδι ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»,

προ πάντων δ’ αξιώνεται η των ποιμένων πίστις.

Εν της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,

αστήρ λαμπρός τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.

Υπάγουν εις την Βηθλεέμ με πόθον ερωτούσι

που εγεννήθη ο Χριστός να παν να τον ευρούσι.

δια Χριστόν ως ήκουσεν ο Βασιλεύς Ηρώδης

αμέσως ετεράχθηκε κι’ έγινε θηριώδης.

Κράζει τους μάγους κι’ ερωτά που ο Χριστός γεννάται;

«Εις Βηθλεέμ ηξεύρωμεν ως η Γραφή διηγάται».

Τους λέγει, «σεις υπάγετε δια να τον ευρήτε,

κι’ αφού τον προσκυνήσετε, ελάτε να μου ειπήτε».

Δια να πάγει και αυτός να τόνε προσκυνήσει

με δόλον ο παμμίαρος για να τον αφανίσει.

Βγαίνουν οι μάγοι, τρέχουσι, και τον αστέρα βλέπουν,

εις σπήλαιον κατέβαινον και άσμενοι προστρέχουν,

εκεί αφού εμβήκασι, βρίσκουν την Θεοτόκον,

κρατούσα στας αγκάλας της τον Άγιον τόκον.

Γονυκλινώς τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν,

σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Aφού τον επροσκύνησαν εξήλθον να γυρίσουν,

και τον Ηρώδη μελετούν να ειδοποιήσουν,

πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνειν, τους εμποδίζει,

άλλην οδόν να πάρωσι ρητώς του διορίζει.

Μη βλέποντας ο Βασιλεύς τους μάγους να γυρίσου

επρόσταξε στην Βηθλεέμ παιδί να μην αφήσουν.

Χιλιάδες δεκατέσσαρες έσφαξαν μιάν ημέρα.

Θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε πάσα μητέρα.

(SAND. 133, MARC. 11, 158)

.-.

Χριστούγεννα, Χριστούγεννα! Χριστός γεννιέται σήμερα,

γεννιέται και βαφτίζεται στους ουρανούς απάνω,

και οι άγγελοι χαίρονται και τα δαιμονικά σκάζουν,

σκάζουν, σκάζουν και πλαντάζουν, σαν καρύδια τραντανίζουν

και τα σίδερα δαγκάνουν και τα ξύλα ροκανίζουν.

.-.

Σπείρου, σπείρου, σπειρόπουλου, σπείρου μαργαριτάρι,

όταν σε γέννα η μάννα σου κι συ καρδοπονούσι,

εγώ στην πόρτα σ’ καθόμουν Θεό παρακαλούσα.

Θεέ μου να γίνει βασιλιάς, Θεέ μου να γίνει ρήγας,

να γίνει τ’ αρχοντόπουλο με τις πολλές χιλιάδες

να κοσκινίζει το φλουρί να πέφτει το λογάρι.

Κι αυτά τα λαγαρίσματα τα βάνει στο μαντήλι

και το μαντήλι στο σπαθί και το σπαθί στη ζώνη

κι η ζώνη απάνου στ’ άλογο κι τ’ άλογο στους κάμπους.

Διψάν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνι

διψάει και η αγριομέλισσα για ήμερο λουλούδι.

Κάνει μέλι, κάνει κερί κάνει, βοτάνι μέλι,

το μέλι το τρώνε οι άρχοντες και το κερί οι Άγιοι

και το μελισσοβότανο κρατούν τα παλικάρια.

(Δελτίο Ελληνικής Λαογραφίας σ. 380- Περιοχής Ζαγορίου)

 

ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ

- Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά γαϊτανοφρύδα

κυρά στη στάχτη κάθεσαι κι ο κώλος σου φυσάει.

Κι’ από το πολύ το φύσημα κι από το πολύ το ζόρι,

τη στάχτη σύγνεφο πετάς, μακριά από το μισοφόρι.

Κυρά γιατί έφαγες κουκιά και η κοιλιά σου πρήστη;

Κι ο κώλος σου βροντοκτυπά κι ούλο το σπίτι εσείστη;

.-.

Γριά στη στάχτη κάθεται

κι ο κώλος της φυσάει

κι από το πολύ το φύσημα

κι από την ταραχή της

μούσκεψε το μεσοφόρι της

και εφάνη το βρακί της.

Κι ο γέρος της την ρώταγε

και την σιγορωτάει:

- Τι έφαγες βαριόμοιρη

που η κοιλιά σου επρήστη;

- Έφαγα ξερά κουκιά

και μια καυκιά ρεβίθι.

Και η κοιλιά μου φούσκωσε

μου ’γινε σαν αμπάρι

την στάχτη μας την κατουρώ

να φύγουν οι Καλικατζάροι.

Μια φορά μια ομάδα από παιδιά είπαν τα κάλαντα σε κάποιο σπίτι. Όμως ο σπιτονοικοκύρης δεν τους άνοιξε και τα παιδιά με δυνατότερες φωνές επαναλάμβαναν: «Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει…». Όμως πουθενά ο νοικοκύρης, είδαν και αποείδαν τα παιδιά και ξαναείπαν: «Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει… κι ο νοικοκύρης του σπιτιού μη σώσει και ξυπνήσει». Ήταν η απάντηση στον νοικοκύρη που δεν τους άνοιγε την πόρτα.

Πάλι όταν δεν έβγαινε κάποιος από το σπίτι να τους δώσει χρήματα έλεγαν:

«Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε

να πέσει από τον πάτο

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού

να σκούζει σαν τον γάτο».

.-.

Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε

με τα ψηλά μπαλκόνια

ο νοικοκύρης κρυφακούει

μέσα απ’ τα σεντόνια.

Άμα δε βγείς στην πόρτα σου

για να μας χαιρετίσεις

τούτη να ’ναι η τελευταία σου

και άλλη να μην ζήσεις.

Στα χωριά ήσαν φτωχοί αλλά και τσιγκούνηδες και δεν άφηναν τα παιδιά να ειπούνε τα κάλαντα, αλλά αυτοί οι μπελάδες, πήγαιναν επίτηδες και φωνάζανε απ’ έξω από τα σπίτια τους ώστε να τους ακούσουν και οι γείτονες.

Ηλίας Παν. Τουτούνης


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates