Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΠΕΛΗΣ

Λέγανε παλιά ότι στην Κάπελη τις νύχτες τριγύριζε ένα τρανό στοιχειό, σαν μικρό βόδι, που είχε τραγίσιο κεφάλι. Πολλοί άνθρωποι που νυχτοπερπατάγανε και περνάγανε μέσα στην Κάπελη την νύχτα το είχανε ιδωμένο να γυρίζει μέσα στα δασά δέντρα και τα μάτια του γυαλίζανε σαν της γάτας. Όσοι από δαύτους το είδανε ακούσανε και ένα μουγκρητό, όπως κάνει ένα βόδι όταν το σφάζουνε. Κανείς ποτέ δεν το ζύγωσε να το σκοτώσει ή να ιδεί τι πράμα είναι εκείνο το παράξενο ζωντανό. Τι γάρις είναι του Θεού ή εκεινού του κερατά του Διαβόλου;

Να μην τα πολυλογάου και χασομεράμε, ένα βράδυ ένας καβάλα στ’ άλογό του πέρναγε μέσα από την Κάπελη να κατέβει στον κάμπο. Στην μέση στην Κάπελη, κατέβηκε από το άλογο να κατουρήσει και να στρίψει ένα λαθραίο τσιγάρο. Μόλις κατούρησε και ζώθηκε, έκατσε απάνου σ’ ένα ξερό κούτσουρο και έβγαλε την ταμπακέρα του και την ακούμπησε απάνου στο γόνατό του και έστριβε τσιγάρο. Πίσω του άκουσε χράτσα- χρούτσα πατήματα απάνου στα ξερά φύλλα των δέντρων. Γυρίζει πίσω να ιδεί τι συμβαίνει και βλέπει ετούτο το τέρας. Ένα βόδι, με τραγίσιο κεφάλι να έρχεται αγάλι- αγάλι ντουγρού κατά απάνου του. Πετάχτηκε όρθιος από το κούτσουρο που καθότανε, δίνει ένα σάλτο και πάει πίσω από ένα δέντρο να φυλαχτεί. Τον έπιασε ένα τρέμουλο λες και είχε πέσει μεσοχείμωνο σε λούμπα με νερό. Είχε και ένα παλιομπίστολο ζωσμένο στην μέση του, αλλά πώς να το τραβήξει, τα χέρια του από το τρέμουλο πηγαίνανε σαν τα χέρια του ταβουλάρη την ώρα που ζορίζει το ταβούλι στο χορό. Η φωνή του κόπηκε, δεν έβγανε ανάσα και τα δόντια του από το τρέμουλο, κάνανε σαν τα τριζόνια το καλοκαίρι που τρίζουνε ούλη την νύχτα. Δεν κράτησε πολύ η τρομάρα του, μόλις τόνε ζύγωσε κοντά το στοιχειό έπεσε κάτου ξερός.

ΝΤΡΙΒΑΛΑ, ΣΤΟΥΜΠΟΛΙΘΙ!

Καταγραφή – επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Μέχρι την δεκαετία του ’60 το αλάτι, που κυκλοφορούσε στο μονοπώλιο 1*, όπως παράγονταν από τις αλυκές, ήταν σε χοντρή μορφή σαν χαλίκια μεσαίου μεγέθους, από σπαστήρα αδρανών υλικών. Για να τρίψουν το χοντράλατο ή την αλατόπετρα, χρησιμοποιούσαν κυρίως την ντριβέλα ή ντριβάλα.

Η ντριβάλα αποτελούταν από δύο πέτρες. Η βασική ήταν μια μεγάλη πέτρινη πλάκα λεία στρογγυλή ή τετράγωνη ή και με ακανόνιστες διαστάσεις. Επάνω σ’ αυτή την πλάκα υπήρχε το στρουμπολίθι 2*, στουμπολίθι, κοκώνα, μπομπόλι ή και ντριβάλι. Αυτό ήταν μια στρογγυλή κυρίως ποταμόπετρα σφυρηλατημένη ή και φυσικής στρογγυλής μορφής σαν βόλι κανονιού. Επίσης για στρουμπολίθια χρησιμοποιούσαν και μεταλλικές ή πέτρινες μπάλες από κανόνια.

Επάνω στην πλάκα (βάση) τοποθετούσαν το αλάτι διάσπαρτο ή οτιδήποτε άλλο προϊόν ήθελαν να τρίψουν και κυλώντας το στρουμπολίθι με τα χέρια τους και πιέζοντάς αυτό, το έτριβαν. Τοποθετούσαν το ένα ή και τα δύο χέρια και κυλούσαν ρυθμικά το στρουμπολίθι αριστερά δεξιά, εμπρός πίσω ή και κυκλικά, επάνω στην επιφάνεια της πλάκας κοντά στο κέντρο της και περιφερειακά.

ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΠΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΗΛΕΙΑ ΤΟ 1904

Τηλεγραφεί ο εν Πύργω ανταποκριτής.

Δραστηρίως διεξάγεται η καταδίωξης του λαθρεμπορίου εις τους ορεινούς δήμους της Ηλείας.

Εις το χωρίον Νουσά της Λαμπείας συνελήφθη παρ´ αποσπάσματος της αστυνομίας έφιππος χωρικός ο Χρήστος Ζάφειρας εκ Δημητσάνης καταγόμενος επί του οποίου κατασχέθησαν περί τας δύο οκάδας κεκομμένου καπνού.

Επίσης εις το χωρίον Ανδρώνι και εις το χάνι Πανοπούλου συνελήφθη ο Χρήστος Μαραχώρης εκ Σκιαδά της Τριταίας εις χείρας του οποίου κατασχέθη όσον ποσόν καπνού. Ο κατασχεθείς καπνός απεστάλη μετ´ εκθέσεως του αστυνόμου Δίβρης προς τον ενταύθα Οικονομικόν έφορον κ.Γκιόκαν.

30/08/1904

Πάσχα στο Αντρώνι, όπως το θυμάμαι…!

Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Η Λαμπρή ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα - γιορτές μαζί με τις αποκριές και το Πανηγύρι. Όλοι εμείς που ήμασταν μακριά από το χωριό νοσταλγούσαμε και ακόμη «καίγεται η καρδιά μας» να βρεθούμε τούτες τις μέρες στη ρίζα μας.

Το όλο τελετουργικό ξεκινούσε με τους χαιρετισμούς[1] κάθε Παρασκευή, είχε και ένα Ψυχοσάββατο[2] ακολουθούσε η Κυριακή των Βαΐων και ύστερα η μεγαλοβδομάδα των παθών. Κάθε βράδυ κοντά στο σούρουπο χτύπαγε η καμπάνα[3] με το χέρι, σε αγαλλίαζε όχι όπως είναι σήμερα με τα έμβολα που ο  ήχος των 130db και βάλε σου τρυπάει τα μελίγγια. 

Τις πρώτες ημέρες ως και την Μ. Τετάρτη λιγοστοί άνθρωποι έρχονταν στην εκκλησία. Την Μ. Πέμπτη όμως είχε συμμετοχή και κυρίως προς το τέλος, την ώρα της σταύρωσης. Ύστερα από την αποκαθήλωση το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής, έπιαναν δουλειά τα τσουπιά μας. Έτρεχαν να μαζέψουν λουλούδια για να στολίσουν τον επιτάφιο που είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού. Ήταν μια εξαιρετική διαδικασία - ιεροτελεστία με τις γνωστές διαφωνίες των γυναικών αλλά με ικανοποιητικό αποτελέσματα στο τέλος! Τα γνωρίζω…, διότι κάποιες χρονιές είχα αναλάβει αυτοβούλως να τοποθετώ 4-5 λάμπες με μπαταρία να φέγγουν στην κορυφή του επιταφίου.

ΑΧΝΑΡΙ- ΧΝΑΡΙ - ΙΧΝΟΣ

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Αχνάρι ή χνάρι, ή ίχνος, μεσαιωνική ελληνική λέξη «Ιχνάριον» υποκοριστικό του ίχνος, λέγεται το αποτύπωμα που δημιουργείται στο έδαφος από το πάτημα ζώου, ανθρώπου, μηχανήματος κ.λπ.

Τ’ αχνάρια αποτυπώνονται κυρίως στο έδαφος που έχει σκόνη, λάσπη όταν είναι σκαμμένο (οργωμένο), στην άμμο, στο χιόνι, στην παγωνιά, στις πέτρες στις φυλλωσιές κ.ά.

Ανάλογα με το είδος που πάτησε και άφησε τα χνάρια του, μπορούμε να το διακρίνουμε.

Στις πέτρες και στα σκληρά εδάφη, δεν αναγνωρίζονται εύκολα τα χνάρια και τα ίχνη.

Τα δακτυλικά και άλλα παρόμοια αποτυπώματα όπως του φιλιού (από υπολείμματα βαμμένων χειλιών) κατατάσσουμε στα ίχνη.

Αρκετοί αλογοσούρτες, ζωοκλέφτες ακόμη και τα όργανα της τάξης, είχαν μια μέθοδο να μετρούν ακόμη και τον αριθμό των ζώων που πέρασαν κοπαδιαστά (κοπάδι) από ένα μέρος.

Η κίνηση του κοπαδιού σε μονοπάτια το ένα πίσω από το άλλο, ονομαζόταν «σουρταριά», ή «σουρταρωτά». Σουρσά ή συρμή λέμε και το αποτύπωμα του περάσματος των ερπετών.

Οι ζωοκλέφτες, για να μην γίνεται αντιληπτή η πορεία τους, έσβηναν τα ίχνη με κλαδιά από δένδρα ή θάμνους. Μπροστά έβαζαν να προπορεύονται τα κλεμμένα ζώα και ο τελευταίος ακολουθούσε μ’ ένα άλογο όπου πίσω του και σε απόσταση ενός - δυο μέτρων, είχε δέσει με σχοινί κλαδιά από θάμνους ή από δένδρα όπου με το σύρσιμο (συρμή) αλλοίωνε ή έσβηνε τα ίχνη τους.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates