Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΚΡΑΣΑΚΑΙΟΙ ΟΙ ΑΓΝΟΗΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΗΝΕΙΑΣ

Πλησιάζουμε προς το τέλος της συγγραφής του βιβλίου μας.

Συγγραφείς Ηλίας Τουτούνη και Κώστας Παπαντωνόπουλος

Το βιβλίο αναφέρεται στους αδελφούς Κρασάκη που έδρασαν στην Πηνεία προεπαναστατικά και κατά την επανάσταση του 1821.

Η τότε τοπική εξουσία όχι μόνον τους αγνόησε, αλλά δολοφόνησε τον έναν και προσπάθησε να εξοντώσει τους άλλους τρεις αδελφούς...!

Οι μετέπειτα άρχοντες τους αγνόησαν και τους αγνοούν ακόμη!

Για αυτούς τους λόγους, εμείς από χρόνια μαζεύουμε στοιχεία και κάνουμε έρευνα, να δώσουμε στην δημοσιότητα την δράση αυτών των ηρώων μας!

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ένα από τα πιο ωραία και διαδομένα δημοτικά τραγούδια που έχω ακούσει είναι και το “Ντιλμπέρι-ντιλμπεράκι”. Η λέξη ντιλμπέρι προέρχεται από την Περσική γλώσσα دختر خوشگل και υιοθετήθηκε από τους Οθωμανούς όπου το μετέφεραν στην Ελλάδα: Dilber ντιλμπέρι (το) είναι η καλλονή, το γοητευτικό, το όμορφο παιδί.  Οι Σαρακατσάνοι ντιλμπέρι, λένε τον νέο που έχει δύναμη λιονταριού, ακόμη το νέο κι όμορφο και ναζιάρικο κορίτσι, που κλέβει καρδιές. Επίσης Ντιλμπέρι είναι ένα είδος πουλιού που φέρει αυτή την ονομασία στην περιοχή του Έβρου.

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ – ΝΤΙΛΜΠΕΡΑΚΙ

Ο ρυθμός του τραγουδιού είναι στα (3/4).

Μωρέ για την καλή - καλή μας συντροφιά,
ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι θα ειπώ ένα τραγουδάκι.

Μωρέ κι αν δεν το ειπώ τόσο καλά,
να ’μαι συμπαθισμένος, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.

Μωρέ τι ’μαι κομμάτι ανήμπορος,
και λίγο λαβωμένος, πως το ’παθα ο καημένος.

Μωρέ μήνα σπαθί με λάβωσε,
μήν’ άρμα πολέμου, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.

μαϊδέ σπαθί- σπαθί με λάβωσε.
μάϊδ’ άρμα του πολέμου, δεν το ’λπιζα ποτέ μου.

Μόν’ με λάβωσε, ντιλμπέρι- ντιλμπεράκι αμάν
με λάβωσε μωρέ μια λυγερή, με δίκοπο μαχαίρι.

Μωρέ και μου ’κοψε το χέρι.

«Πεντέ, μωρέ πεντέ μερούλες

σήμερα ντιλμπέρι μου ντιλμπέρι

την αγαπώ δεν είδα.

Εχθές μωρέ, εχθές, την είδα στο χορό…»

ΟΙ ΜΟΥΝ@ΨΕΙΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΛΛΙΑΡΩΣ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παρασκευή 5 Μαρτίου 1993

Η Π…..α, τσούπα μιας προσφυγοπούλας, μαυρούδω σαν γυφτοπούλα, έφτασε με την μάνα της το εικοσιτρίο στο χωριό θα ’τανε δε θα ’τανε δυο- τρίο χρονώνε. Φτωχούλα μπίτι η μάνα της, τήνε τήραξε το χωριό ούλο, και σπίτι της δώκανε και σκουτιά και ανάχρεια και απ’ ούλα, να σταθεί η δόλια στα πόδια της. Μεγάλωσε η Π….α κοντά με τ’ άλλα παιδιά στο χωριό και με τα άλλα τα τσουπιά που ήσαντε ίσα στα χρόνια της, σμίξανε και γίνανε φιλενάδες, να ειπώ και την αλήθεια τήνε προσέχανε ούλες σαν αδερφή τους.
Ευτούνο το τσουπί είχε ένα κατάμαυρο μαλλί κατσαρό σαν αφάνα. Τώρα τα τσουπιά αναμεταξύ τους τηραγόσαντε και πιο μέσα και ευτούνο είχε μαλλιαρό πράμα όπως μολογάγανε αργότερα, μέχρι τα αφάλι σκέτος λόγγος απέραστο ρουμάνι. Τα τσουπιά αναμεταξύ τους το κουβεντιάζανε, τα διαβόλια και επειδή ήταν πολλή μαλλιαρή κάποιο από δαύτα πως του ’ρθε της κόλλησε το παρατσούκλι «Μαλλιάρω».
Μαλλιάρω την είπανε, μαλλιάρω ήτανε, κουφέτο της πήγαινε το παρατσούκλι. Το σαράντα ένα η Μαλλιάρω παντρεύτηκε ένανε από το χωριό, καλό παιδί μοναχοπαίδι κι αρφανό από μάνα. Έλα μου όμως σε κανά δυο χρόνια ευτούνο το μαύρο το είχανε ντύσει φαντάρο και στο πόλεμο σκοτώθηκε, άφηκε τα κόκκαλά του απάνου στην Μακεδονία. Τον έκλαψε η Μαλλιάρω, τόνε ξανάκλαψε αλλά τίποτα οι πεθαμένοι δεν ματαγυρίζουνε ξοπίσω. Το σαράντα εννιά τότε με το αντάρτικο τότενες που ανακατευότανε ούλος ο τόπος, στο χωριό μας εφτάσανε καμιά πενηνταριά αντάρτες και μείνανε για καμιά βδομάδα.

ΜΠΟΤΣΙΚΙ- ΣΚΥΛΟΚΡΕΜΜΥΔΟ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
 
Το σκυλοκρέμμυδο, κρεμμύδα ή μπότσικα, σκίλλα η σχινοκέφαλος, (Scilla maritima ή urginea maritima): Είναι ένα γνωστό και συνηθισμένο φυτό στην Ελλάδα. Φυτρώνει κυρίως σε αγρούς, δάση και βράχια και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα φυτοφάγα ζώα δεν το τρώγουν διότι έχει πικρή γεύση και περιέχει δηλητήριο, το οποίο μπορεί από μια απλή επαφή να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό. Δεν χρήζει ιδιαίτερης καλλιέργειας και φροντίδας, διότι έχει μεγάλη ανθεκτικότητα σε οποιαδήποτε κλιματολογική συνθήκη που επικρατεί στις παραμεσόγειους χώρες. Έχει την δυνατότητα ακόμη κι αν το ξεριζώσεις τελείως από τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει ν’ αναπτύσσεται κανονικά και να βγάζει νέα φύλλα, ακόμη και άνθη.
Το Σκυλοκρέμμυδο, είναι η Σκίλλη των Αρχαίων, οι νεότεροι Έλληνες κατά τόπους του έχουν αποδώσει διαφορετικές ονομασίες. Στα νησιά του Αιγαίου τ’ ονόμαζαν κουβαρόσκυλλα ή αρχιδόσκυλλα, στην Σύρο κρεμμυδόσκυλλα, στην Αίγινα- Λακωνία και Πάρο ασκέλλα, στην Κρήτη ασκυλλητούρα, στην Κεφαλλονιά ασκικονάρα, ασκιλλοκάρα, αγιοβασιλίτσα και κουτσούνα, στην Ηλεία και στην Αρκαδία μποτσίκι ή γυφτοκρέμμυδο και στην Αιτωλία βασιλοκουτσούνα.
Το φυτό αυτό φύεται σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, φυτρώνει ανάμεσα στους βράχους, κάτω από τους θάμνους και στις πλαγιές των αγρών.

Η ΣΤΡΩΜΑΤΣΑΔΑ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Σ’ όσα πουπουλένια στρώματα και κρεβάτια πολυτελείας, σε ξενοδοχεία αρκετών αστέρων και όπου αλλού κι αν κοιμήθηκα την στρωματσάδα δεν την αλλάζω με τίποτα. Προπαντός η παιδική στρωματσάδα, το ένα παιδί δίπλα απ’ το άλλο να εξέχουν μόνο τα κεφαλάκια δεν θα την ξεχάσω ποτέ, όμως κι αν τόσο πολύ το νοσταλγώ, δεν πρόκειται να το ξανά ζήσω.
Η στρωματσάδα είναι ο ύπνος καταγής στο έδαφος ή στο πάτωμα του σπιτιού. Παλιά επειδή τα σπίτια ήσαν μικρά και δεν υπήρχαν κρεβάτια, ολόκληρες οικογένειες κοιμόντουσαν στρωματσάδα, ιδίως στα εξοχικά σπίτια και κατά το καλοκαίρι. Επίσης και κατά τον χειμώνα στα σπίτια τους, όταν δεν υπήρχαν όχι κρεβάτια, αλλά μόνο κλινοσκεπάσματα.
Παραγέμιζαν μεγάλα στρώματα με άχυρα, με φλούτσα από καλαμπόκι ή και με μαλλί προβάτων. Τα άχυρα από κριθάρι (κριθαριά) ήσαν τα καλύτερα, ενώ της βρώμης, άναβαν και τα χρησιμοποιούσαν στο στρώμα κατά τους χειμερινού μήνες που έκανε κρύο.
Κάτω στο πάτωμα έστρωναν ένα σάϊσμα (κουβέρτα από μαλλί γίδας το λεγόμενο κόζινο), επάνω έβαζαν το στρώμα, επάνω στο στρώμα ένα σεντόνι, για να είναι μαλακό και να μην τρυπούν τ’ άχερα και επάνω τα κλινοσκεπάσματα όπως κουβέρτες, φλοκάτες, μπαντανίες κ.ά.
Για μαξιλάρια πάνω από το στρώμα να μην πιαστούν οι σβέρκοι, δίπλωναν δυο τρεις φορές μια κουβέρτα ή ένα πλατύ τάπητο και το τοποθετούσαν κάτω από το σεντόνι. Το μαξιλάρι αυτό ήταν ενιαίο και δεν υπήρχε κενό για να πέφτουν τα κεφάλια. Βασικά η στρωματσάδα ίσως να ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates