Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Νικολάκης Σουλεϊμάνης

Σκάλιζα απόψε τα αρχεία μου να βρω το σόι μιας τσουπούλας που ζει στην Αυστράλια (ψάχνει βαθιά τις ρίζες της), έπεσα πάνω στον κλαριντζή Σουλεϊμάνη.
Γνωρίζατε, ότι το πρώτο κλαρίνο που είχε μπει στην Ηλεία ήλθε στο Αντρώνι. Το κλαρίνο αυτό το είχε πάρει ένας Αντρωναίος από τον Σουλεϊμάνη, μεγάλο λαϊκό οργανοπαίχτη, δάσκαλο μεγάλων μαθητών και δασκάλων κλαριτζήδων.
Το όνομά του Νικολάκης Σουλεϊμάνης (1848 – 1921) .
Οι γονείς του, Αρβανίτες μωαμεθανοί από το Λεσκοβίκι της Αλβανίας, εγκαταστάθηκαν στο Αλμυρό του Βόλου, όπου ο πατέρας του, ο Αλής εργαζόταν ως σιδηρουργός.
Ο Σουλεϊμάν βαφτίστηκε στην Λαμία το 1864. Τον βάφτισαν δύο. Ο ένας λεγόταν Αγέλαστος, του έδωσε το όνομα Νικόλαος και ο άλλος το επίθετο Γεωργίου.
Επειδή όμως όλος ο κόσμος τον γνώριζε με το Τούρκικό του όνομα, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ το Γεωργίου, αλλά έμεινε γνωστός ως Νικολάκης Σουλεϊμάνης.
Διαβάζουμε ότι «Ο Σουλεϊμάνης ήταν άνθρωπος κιμπάρης, του άρεσε η καλή ζωή, το ακριβό ντύσιμο, τα δακτυλίδια και οι βαριές καδένες. Ήταν αρχοντάνθρωπος».
Σύμφωνα με μαρτυρία του Χαράλαμπου Μαργέλη, μαθητή του και επίσης μεγάλου κλαριτζή: «Το κλαρίνο του Σουλεϊμάνη έσταζε μέλι!».
Σήμερα το μεγαλύτερο παίνεμα που μπορεί κάποιος να κάνει σε ένα κλαριτζή είναι να του φωνάζει «Γειά σου Σουλεϊμάνη!».
Το κλαρίνο του Σουλεϊμάνη βρίσκεται σήμερα στα χέρια ενός φίλου συμπατριώτη που για ευνόητους λόγους δεν θα κάνω αναφορά στο όνομά του.

ΟΡΚΟΙ

ΟΙ ΟΡΚΟΙ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ….!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Οι όρκοι λέγονται πολλές φορές από ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να γίνουν πιστευτοί από εκείνους που τους ακούν.
Αυτοί οι άνθρωποι, που ορκίζονται έστω και με το παραμικρό κρίνονται ως επιπόλαιοι και συχνά λένε ψέματα και για να γίνουν πιστευτοί ορκίζονται. Οι όρκοι αναφέρονται κυρίως στην υγεία, και στην ζωή του ορκιζόμενου, σε αγαπητά πρόσωπα, στον Θεό, το ψωμί, το κρασί το λάδι κ.λπ. Η πρώτη κουβέντα του ψεύτη όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πιστευτός είναι: «Που θες να ορκιστώ;» ή «Σε τι θες να ορκιστώ;» ή «Παίρνω όρκο» ή και «Ορκίζομαι!»
Οι πιο μεγάλοι ψεύτες για να γίνουν πιο πιστευτοί, ζητούν ακόμη και το Ευαγγέλιο, εικόνα της Παναγίας ή κάποιου Άγιου, για να ορκιστούν!

Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή μυθολογία με τ’ όνομα Όρκος είναι γνωστή μία θεότητα την οποία οι αρχαίοι Έλληνες την θεωρούσαν προσωποποίηση του όρκου που δίνεται. Ο Όρκος μυθολογείται ως γιος της θεάς Έριδας ή του Αιθέρα και της Γαίας. Ο Όρκος τιμωρούσε τους επίορκους, όσους δηλαδή καταπατούσαν τον όρκο που είχαν δώσει.

Αυτοί που προβαίνουν σε όρκο, κάνουν το σημείο του Σταυρού με τα δάκτυλα, φιλούν το Σταυρό και φέρνουν τα δάκτυλά τους από το πρόσωπό τους.

Αναφέρω μερικούς όρκους που διαχρονικά έχω καταγράψει κατά τις λαογραφικές εξορμήσεις μου:

-Βάνω το χέρι μου στο Βαγγέλιο!
-Κακό αστροπελέκι να πέσει στο κεφάλι μου!
-Μα νη χαρώ τα παιδιά μου, την μάνα μου, τον άντρα μου, την γυναίκα μου κ.λπ.!
-Μα τον Θεό!
-Μάρμαρο να γίνω!
-Ν’ ανοίξει η γης και να με καταπιεί!
-Ν’ αρρωστήσω και να μην μπορώ να γιάνω!
-Να μην σώσω!
-Να θάψω τα παιδιά μου!
-Να καεί το κονάκι μου!
-Να κάνω καλό και να βρίσκω κακό!
-Να καούν τα σωθικά μου!
-Να κλαίω και να μην μωρώνω!
-Να κοκκαλώσω!
-Να κουρβουλιαστώ!
-Να λιώσει το κορμί μου σαν το κερί!
-Να λιώσει το κορμί μου!
-Να λιώσω σαν το κερί!
-Να λιώσω στον Απάνου Κόσμο!
-Να μαδήσω!
-Να με βαρέσει κακό αστραπόβολο!
-Να με βαρέσει κακό αστροπελέκι!
-Να με βρει κακό βόλι!
-Να με ιδείς και να με λυπάσαι!
-Να με ιδείς στο μνήμα!
-Να με κάψει η Παναγία!
-Να με κάψει ο Θεός!
-Να με κάψουνε τα Δώδεκα Ευαγγέλια!
-Να με κιβουριάσουνε μέχρι το πρωί!
-Να με κόψει ο Θεός!
-Να με νεκροφιλήσουνε!
-Να με πάνε τέσσερις και ο παπάς πέντε!
-Να με πάρει ο Διάβολος!
-Να με πάρει ο Θεούλης!
-Να με πάρει ο Χάρος!
-Να με πάρει το ποτάμι!
-Να με ραντίσει ο παπάς με λάδι και κρασί!
-Να με σαβανώσουνε!
-Να με σκοτώσει το μουλάρι!
-Να με σούρει το κάρο!
-Να με σούρουν στα Τάρταρα!
-Να με φάει κακό σκυλί!
-Να με φαν τα φίδια!
-Να με φιλήσεις χιόνι!
-Να με χαίρεται το σκοτάδι και ο Κάτου Κόσμος!
-Να με χαρεί ο Χάρος!
-Να μείνω στον τόπο!
-Να μην ακούσω ξανά τον κούκο!
-Να μην βγάλω τα μαύρα από πάω μου!
-Να μην βρίσκω δρόμο να διαβώ!
-Να μην με βρει η αυγή, ή το πρωί!
-Να μην με βρει η Λαμπρή!
-Να μην με βρει το βράδυ!
-Να μην με βρει του χρόνου!
-Να μην με χαρούνε τα παιδιά μου!
-Να μην ξανά ιδώ τον ήλιο!
-Να μην ξημερωθώ!
-Να μην προφτάσω να γυρίσω πίσω!
-Να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι μου!
-Να μην σώσω να γυρίσω!
-Να μην σώσω να δω άσπρη μέρα!
-Να μην σώσω να ζήσω!
-Να μην σώσω να ξανά ιδώ τα παιδιά μου!
-Να μην σώσω να ξημερωθώ!
-Να μην σώσω να πάου στο σπίτι μου!
-Να μην χαρώ τα νιάτα μου!
-Να μην χαρώ τα νιάτα μου!
-Να μην χαρώ τα παιδιά μου!
-Να μην χαρώ την ζωή μου!
-Να μην χαρώ το βιος μου!
-Να μου ανοίξουνε το μνήμα!
-Να μου βγουν τα μάτια!
-Να μου κοπούν τα πόδια!
-Να μου κοπούν τα χέρια!
-Να μου κοπούν τα χέρια, αν σε ξανά ψηφίσω!
-Να μου λυθούν τα κόκκαλά μου!
-Να μου ξυδιάσουν τα κρασιά!
-Να μου χυθεί το μάτι!
-Να μουγκαθώ ως το πρωί!
-Να μπει μέσα μου ο Διάβολος!
-Να μπω στο μνήμα!
-Να μπω στον τάφο!
-Να νεκροφιλήσω τα παιδιά μου!
-Να ορφανέψουνε τα παιδιά μου!
-Να πάει το αίμα μου νερό!
-Να πάθω και να λάβω!
-Να πάθω τα Πάθη του Χριστού!
-Να πάου σαν το σκυλί στ’ αμπέλι!
-Να πάου στην Κόλαση!
-Να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια!
-Να πέσει κακή αστροπή στο σπίτι μου!
-Να πέσει λύκος στο μαντρί μου!
-Να πέσω σε πομπές!
-Να πέσω του θανατά!
-Να πετρώσει το κορμί μου!
-Να πήξει το αίμα μου!
-Να σαπίσουν τα σωθικά μου!
-Να σβήσω σαν την σπίθα!
-Να στραβωθώ!
-Να στρίψει τ’ άντερό μου!
-Να σφαλαγκιάσει το σπίτι μου!
-Να σχιστούν τα φυλλοκάρδια μου1
-Να σωθούν τα σωθικά μου!
-Να τρίψουν τα κόκκαλά μου!
-Να τσακιστώ στα ζωνάρια!
-Να φκιάσουνε το κιβούρι μου!
-Να φορέσω μαύρα!
-Να χυθεί το αίμα μου σαν το κρασί που πίνω!
-Ότι πιάνω σκατά να γίνεται!
-Σ’ ότι έχω ιερό!
-Σε ξορκίζω!
-Σε ότι έχω ιερό!
-Στα κόκκαλα της μάνας μου!
-Στα κόκκαλα του πατέρα μου!
-Στα κόκκαλα των γονιών μου!
-Στα νιάτα μου!
-Στα παιδιά μου!
-Στην αγάπη μας!
-Στην Άγια μέρα που προσμένουμε!
-Στην ζωή μου!
-Στην ζωή της γυναίκας μου!
-Στην ζωή του άντρα μου!
-Στην φιλία μας!
-Στο κρασί που πίνω! (και έχυνε λίγο κρασί από το ποτήρι που έπινε).
-Στο λάδι που έβαλα του παιδιού σου! (κουμπαριά).
-Στο στεφάνι μου!
-Στο στεφάνι που φορώ!
-Στο τσιγάρο που καπνίζω! (και τίναζε με το δάκτυλό του λίγη στάχτη από το τσιγάρο του).
-Στο ψωμί που τρώμε!
-Φιλιώ σταυρό!

Παραπλανητικοί όρκοι:

Έχω καταγράψει και ένα όρκο παραπλανητικό, όπου ορκιζόταν κάποιος λέγοντας: «Αν έκανα το τάδε …να μην μου βγουν και τα δύο μάτια!» τον «μην» το έλεγε ταχύτατα και χαμηλόφωνα, ενώ τις λέξεις «και τα δύο» τις τόνιζε λέγοντας αργά.
Ενώ κάποιος άλλος έλεγε: «Να μην σώσω ν’ ακούσω κακό για το σπίτι μου!», άλλος ο βουνίσιος που φοβούταν την θάλασσα: «Να μην σώσω να περάσω θάλασσα!», άλλος: «Να πάου κουτσός στον Άδη!» άλλος: «Ορκίζουμαι να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου!» άλλο: «Να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό!», ακόμη: «Άμα λέω ψέματα να με φαν τα λιοντάρια!»
Ένας βουνίσιος ορκιζότανε λέγοντας: «Να με καταπιεί η θάλασσα!»
Ακόμη άκουσα κάποιον γύφτο που έμενε σε τσαντήρια, που ορκιζότανε: «Αν λέου ψέματα να πέσει το σπίτι και να με πλακώσει!» άλλος έλεγε: «Να πάω από το μουλάρι μου!», και μουλάρι δεν είχε.
Ο άλλος που ήταν άτεκνος ορκιζόταν: «Να θάψω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου! Ενώ εκείνος που δεν είχε μάνα έλεγε: «Να νεκροφιλήσω την μάνα μου μέχρι αύριο!»

Κάποιος ορκιζότανε χαριτολογώντας: «Να μου πρηστεί τ’ αρχίδι!», ενώ μια γυναίκα ορκίστηκε: «Στο βρακί που φοράου!» η άλλη έλεγε: «Αν τάχα και λέω ψέματα να μαδήσει το πράμα μου!» ή «Να μην δω χαρά στα σκέλια μου!», άλλος έλεγε «Να μουδιάσει η πούτσα μου!», ή «Να μαραθεί η πούτσα μου!», ακόμη: «Να χέσουν όξω από την πόρτα μου!»

Παροιμίες με όρκους:

-Άλλους όρκους κάνει η γλώσσα και άλλους ο νους!
-Έμεινε στους όρκους!
-Ένας φρόνιμος άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τρία πράγματα τον άνεμο, την Μαρτιάτικη λιακάδα και τους γυναικείους όρκους!
-Κάλιο ένα φόνο, παρά δέκα όρκους!
-Μην πιστεύεις τον ψεύτη και αγνόησε τους όρκους του!
-Μικρό λόγο πες και όρκο μεγάλο μην παίρνεις!
-Ο αφορεσμός λύνεται ο όρκος δεν λύνεται!
-Ο κλέφτης με τους όρκους και η πουτάνα με τα κλάματα!
-Ο όρκος της πόρνης μοιάζει με τον όρκο του πολιτικού: και οι δύο ορκίζονται σε όποιον απευθύνονται.
-Οι μεγαλύτεροι ψεύτες κάνουν τους μεγαλύτερους όρκους!
-Όπου ακούς πολλούς όρκους, πάει στράφι η αλήθεια!
-Όπου ακούς πολλούς όρκους, τίποτα μην πιστεύεις!
-Όπου χάνεται η αλήθεια φυτρώνει ο όρκος!
-Ορκίστηκες; Αμάρτησες!
-Ορκίστηκες; Δεσμεύτηκες!
-Όρκο δίνεις, όρκο παίρνεις, με τον Σατανά διαβαίνεις!
-Όρκο κάνεις; Με τον Θεό τα βάνεις!
-Όρκο παίρνεις; Την ψυχή σου βαραίνεις!
-Όρκος Ρωμιού, πόρδος γουρουνιού!
-Όσο αυξάνονται οι όρκοι τόσο χάνεται η αλήθεια!
-Όταν φυσάει ο άνεμος πάρε χίλιους όρκους. Μα όταν έχει άπνοια, πέσε την αλήθεια!
-Τα αυγά και οι όρκοι εύκολα σπάζουν!
-Τον όρκο της γυναίκας ο άνεμος τον παίρνει!

Τσάκισμα δημοτικών τραγουδιών:

«Όρκο τρανό παίρνω σε χορό ποτέ να μην μπαίνω
μα τον όρκο παραβήκα και στον χορό σου μπήκα!»

Δημοτικά τραγούδια:

-«Είμαστε ορκισμένα τα καημένα, πέντε έξι οχτώ παιδιά
να πάρουμε την δασκάλα να την πάμε στα νησιά….!»

-«Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω
κι απόψε για τους φίλους μου…!»

Ο ψεύτης νεωκόρος:

Λέγεται ότι κάποιος νεωκόρος, για να γίνει πιστευτός στα ψέματα που έλεγε, ορκίστηκε στο εικόνισμα του Αγιώργη. Μετά το πέρας της συζήτησης πήγε κοντά στο εικόνισμα δήθεν να προσκυνήσει τον Άγιο και καθώς προσκυνούσε είπε προς τον Άγιο:
«Αγιώργη μου, μεταξύ μας τώρα μην τα παίρνεις και όλα τοις μετρητοίς, αν λέω και κανένα ψεματάκι, και μην μου χολιάζεις εγώ σ’ ανάβω τα καντήλια και τα κεριά σου και έμενα έχεις παρέα κάθε μέρα!»

11.01.1944 Θλιβερή επέτειος…!

11 Ιανουαρίου 1944.
Θλιβερή επέτειος, ο βομβαρδισμός του Πειραιά από συμμαχικά - αμερικανικά αεροσκάφη.
Τα βομβαρδιστικά αυτά βάραγαν στον «γάμο του Καραγκιόζη»
που αντί να σακατέψουνε τον κατακτητή Γερμανό προκάλεσαν τεράστιες απώλειες στον τοπικό πληθυσμό αλλάζοντας την φυσιογνωμία της πόλης.
Η σύγχυση (κατά την άποψη μας) προερχόταν από την σύγκρουση (λίγο πριν) των οκτώ από τα βομβαρδιστικά και κάποια από τα συνοδευτικά λόγω της κακοκαιρίας στον Ωλονό, πάνω από την Βερβινή και το Πορετσό που «έβρεχε» συντρίμμια μαζί με ανθρώπινα σώματα που τελικά έφτασαν ως και τα Καλάβρυτα.
Επίσης συντρίμμια βρέθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ηλείας, Αχαΐας και της Αρκαδίας.
Σώθηκαν κάποιοι αμερικανοί αεροπόροι αλλά οι περισσότεροι σκοτώθηκαν όπου τάφηκαν σε διάφορα σημεία αλλά το κεντρικό μνημείο έγινε τελικά στην Δίβρη με τιμές και δόξα από έναν γιατρό που κινδύνευσε να εκτελεστεί από τους Γερμανούς αλλά οι Διβριώτες φρόντισαν διαχρονικά να εξαφανίσουν το μνημείο και μετά μου λέει ο παλιόφιλος, ο Θεόδωρος Θυβραίος γιατί η πάλαι ποτέ «βασιλεύουσα» πάει κατά διαόλου!
Θα επανέλθουμε αν είμαστε καλά με περισσότερα του χρόνου!

Ο Φυματικός δάσκαλος

Ο δάσκαλος, ο Θανάσης ο Παπαναστασόπουλος, ήταν άτομο έντονα πολιτικοποιημένο και μάλιστα διέθετε και κομματικούς οπαδούς, που τον ακολουθούσαν ως ομάδα δράσης.

Εξαιτίας δε αυτής της δράσης του υπέστη αρκετές διώξεις από τους κομματικούς του αντιπάλους. Εκτός των άλλων ποινών, κάποτε του επιβληθεί από τον προϊστάμενο – επιθεωρητή του η ποινή της προσωρινής του απόσπασης στο δημοτικό σχολείο Αντρωνίου, προκειμένου να καλύψει την απουσία του μοναδικού δάσκαλο του χωριού για το τελευταίο δίμηνο της σχολικής χρονιάς (Μάιο – Ιούνιο). Το Κούμανι είχε τότε δύο δασκάλους.

Έπρεπε τώρα ο δάσκαλος να ξεκινάει κάθε πρωί με τα πόδια από το Κούμανι, όπου ήταν η οικογένειά του, για το Αντρώνι και το βράδυ να ξαναγυρίζει. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα με μία δίωρη διακοπή το μεσημέρι. Ο δάσκαλος άρχισε την καθημερινή αυτή μετακίνηση του που μέρα τη μέρα αποδεικνυόταν πραγματικό μαρτύριο, αφού ήταν αναγκασμένος να περνάει από ρεματιές, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει ανηφόρες και κατηφόρες με κακοτράχαλα που να του κόβεται η ανάσα.

Ο ΦΛΟΥΔΟΣ Η ΤΟ ΞΕΦΛΟΥΔΙΑΣΜΑ ΤΟ ΑΡΑΠΟΣΙΤΙΟΥ

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλαιότερα η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν αναγκαία για τους κατοίκους της υπαίθρου και καλλιεργούταν σε γόνιμα και ποτιστικά χωράφια. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου καλλιεργούσαν και ξερικά αραποσίτια.
Πριν μηχανοποιηθούν οι αγροτικές καλλιέργειες, η σπορά του αραποσιτιού άρχιζε πολύ πιο αργά από τις σημερινές ημερομηνίες περίπου στα τέλη του Μαΐου. Για να ετοιμάσουν το χωράφι για σπορά, όργωναν με το ζωήλάτο αλέτρι δυο φορές για να σπάσουν και να στρώσουν οι μάτσες (σβώλους) και να μαλακώσει το χώμα. Έπειτα το σβαρνίζανε με την ξυλόσβαρνα, για το ίσιωμα του χώματος, την διάσπαση μικρών ματσών και τέλος για την διατήρηση της υγρασίας. Έπειτα έπαιρναν τον σπόρο και τον φύτευαν σε αράδες. Συνήθως το δασοφύτευαν διότι αρκετά εξ αυτών δεν φύτρωναν και δεν τους βόλευε να έχει αριομάδες. Μετά από ένα μήνα από το φύτρωμά του καλαμποκιού, γινόταν ο σκάλος και η αραίωση εκεί που ήταν δασοφυτρωμένα για να μην είναι δασιά και να επιτρέψουν στα υπόλοιπα να έχουν την ιδανική ανάπτυξη του, ενώ αργότερα γινόταν το βοτάνισμα από τ’ αγριόχορτα. Οι εργάτες στον σκάλο έμπαιναν σε πλάγια σειρά και έβγαζε ο καθένας τον έργο ή όργο του, δηλαδή την έκταση που του αναλογούσε σύμφωνα με την σειρά και την λωρίδα του. Ο όρος όργος προσδιόριζε το πλάτος που ισούταν με μια οργιά. Στο ίδιο χωράφι ανάμεσα στις αραποσιτόκλαρες οι χωρικοί φύτευαν και μερικά φασόλια αναρριχώμενα. Και στις άκρες του χωραφιού φύτευαν κολοκυθιές και σπόρια από το φυτό σόργο, όπου από αυτό κατασκεύαζαν τις σκούπες (σαρώματα).
Κατά τον μήνα Αύγουστο, όταν είχε ήδη σπυριάσει το ντρουμπούκι, για τις διατροφικές ανάγκες των ζώων και για την καλή καρποφορία του καλαμποκιού, κορφόκοβαν ή κορφάδιαζαν ή και ξεκορφάδιαζαν, δηλαδή έκοβαν τις κλάρες του καλαμποκιού, έναν κόμπο πιο πάνω από το τελευταίο ντρουμπούκι (στέλεχος καλαμποκιού). Αυτές τις κορφάδες τις λιάζανε, για να φάνε τα ζώα το χειμώνα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, γιδοπρόβατα). Ύστερα μαζεύουν και τα φύλλα αραποσιτιάς, με το σκοπό να βλέπει - ο ήλιος τα αραποσίτια, για να ωριμάσουν και να ξεραθούν τκαι να γίνουν πιο καλοθρεμμένα. Μ’ αυτές τάγιζαν τα ζώα ή τις άφηναν και ξεραίνονταν και αφού τις έφτιαχναν δεμάτια ή αγκαλιές, τις αποθήκευαν για να ταγίζουν τα ζώα τους δύσκολους χειμερινούς μήνες. Το δέσιμο και η μεταφορά τους γινόταν όταν επάνω τους είχε πέσει δροσιά, ώστε να μην τρίβουν και διαλύονται τα φύλλα τους.

Καθώς όμως ήσαντε τ’ αραποσίτια ψηλά δασιά, ορισμένοι κλέφτες παγαίνανε και μαζεύανε κι από τα ξένα, τρουπώνανε μέσα στ’ αραποσίτι και δεν φαινόσαντε. Γι’ αυτό ο δραγάτης περιόδευε μέσα στα χωράφια, αλλά και κατασκόπευε από ψηλά από τη δραγάτα ή τσιατούρα του φωνάζοντας κάθε τόσο για εκφοβισμό, ή έριχνε κανένα σπάρο στον αέρα για εκφοβισμό.
Άμα ψωμώνανε τ’ αραποσίτια τα παιδιά παραφυλάγανε και άμα δεν ήτανε κανένας νοικοκύρης εκεί τα κλέβανε για ψήσιμο στη φωτιά. Γλιστρούσαν κρυφά μέσα στ’ αραποσίτια, γέμιζαν τους κόρφους τους και έφευγαν κι αφού έφταναν μακριά, άναβαν φωτιά και τα έψεναν. Πολλές φορές όμως τύχαινε να πιαστούμε από το δραγάτη και τότε αλλοίμονο τους. Τα εξανάγκαζε κι αλώνιζαν ξυπόλυτα τα αγκάθια, τις αφαλαρίδες.

Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου, άρχιζαν το θέρισμα των καλαμποκιών. Ο θέρος γινόταν κόβοντας μόνο τα ντρουμπούκια από τις αραποσιτόκλαρες. Αυτά το έβαζαν μέσα σε καλάθια, σακιά ή λινάτσες, και το μετέφεραν με τα ζώα τους στις αυλές των σπιτιών τους ή στα αλώνια τους.
Όταν τελείωνε ο θέρος, τα χωράφια απολυσιωνιάζαντε από γίδια, πρόβατα, άλογα, γελάδια, μουλάρια και γαϊδούρια, και μέσα σε λίγες ώρες κατέτρωγαν τα χλωρά και άλλαζε όψη ο τόπος, και σε λίγες ημέρες τα είχαν κάνει όλα ίσιωμα, σωστό ζωοπανήγυρο και ασυδοσία. Χαλούσαν τις γράνες και πετσόκοβαν ούλα τα κλαρικά που βρίσκανε μπροστά τους μέχρις εκεί που φτάνανε.

Εκεί, τα άφηναν να ξεραθούν στον ήλιο και μετά γινόταν το ξεφλούδισμα με τη βοήθεια των φίλων και συγγενών. Το ξεφλούδισμα, ή φλούδος, ή ξεβράκωμα, ή και ξέφυλλος όπως κατά τόπους τον λέγανε, γινόταν κυρίως κατά τις νυχτερινές, ώρες. Ξεκινούσε όταν νύκτωνε για τα καλά και ξεφλούδιζαν περίπου μέχρι τα μεσάνυκτα. Τοποθετούσαν το καλαμπόκι σ’ ένα σωρό και γύρω – γύρω κάθονταν σταυροπόδι όλοι και ξεφλούδιζαν. Η εργασία αυτή ήταν ένα είδος ξέλασης και έμοιαζε σαν πανηγύρι και συνεπώς ήταν πολύ ευχάριστη, διότι ήταν καθιστική στην νυκτερινή δροσιά. Παρ’ όλον που ο ξέφυλλος γινόταν τη νύχτα, τούτες τις νύχτες τις περίμεναν με κάποια ιδιαίτερη χαρά, διότι καθ’ όλην την νύχτα, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν, κουτσομπόλευαν, και στα αστεία, έπεφτε που και που, κατά -λάθος- εξεπίτηδες, και κανένα αραποσίτι στα κεφάλια, σαν αραποσιτοπόλεμος, που άμα άρχιζε δεν είχε τελειωμό. Αυτά ήσαν επιδείξεις αντριοσύνης, σκοποβολής και εξυπνάδες εκ μέρους των νεαρών προς τις κοπέλες, στις οποίες έριχναν που και που καμιά μπιρμπίλα μικρή, έτσι για χαιρετίσματα και ένδειξη ερωτικής δειλής προτιμήσεως, και πολλές φορές αναπτύσσονταν και ερωτικά ειδύλλια. Ακόμη έχω τύχει να γίνεται και ένας αγώνας για το ποιος θα ξεφλουδίσει τα περισσότερα καλαμπόκια σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η σπιτονοικοκυρά δεν συμμετείχε στον φλούδο, αλλά είχε αναλάβει να εξυπηρετεί τους παρευρισκόμενους, όπου τους φίλευε με κρασί, τσίπουρο, μεζέ και κανένα φρουτάκι, κουλουράκι ή κανένα κυδωνόγλυκο της εποχής, για τις γυναίκες. Πολλές φορές ο φλούδος μετατρεπόταν και σε γλέντι, ακολουθούσε επιτόπιος χορός που μερικές φορές, όταν ξεχείλιζε το κέφι, μεταφερόταν στο κοντινότερο αλώνι ή πλατεία και συνεχιζόταν μέχρι τα χαράματα.
Δεν παρέλειπαν ακόμη να συζητήσουν και για τα προξενιά. Έτσι, εύρισκαν τα κατάλληλα άτομα για νύφη και γαμπρό που ταίριαζαν απόλυτα. Με την πρωτοβουλία του προξενητή το προξενιό είχε, συνήθως, αίσιο τέλος.
Ο φλούδος ήταν και αυτός μια συλλογική εργασία, που σήμερα μας παραπέμπει μια οργανωμένη μορφή κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, που πάντοτε προκαλούσε το ενδιαφέρον των ξωμάχων για τη δουλειά τους και ταυτόχρονα ενδυνάμωνε την αγάπη και την στενή συνεργασία μεταξύ τους.
Ο φλούδος διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία ήταν όταν το ξεφλούδιζαν το στέλεχος (ντρουμπούκι), άφηναν δυο – τρία εσωτερικά φύλλα (πούσια), την λεγόμενη ουρά όπου από αυτά κρεμούσαν το στέλεχος από τα πάτερα ή από άλλες κατασκευές σε χώρο μέσα στις αποθήκες, στα αχούρια και στις βεράντες. Γνωρίζουμε ότι παλιά τα φτωχόσπιτα δεν είχαν ταβάνια και τοιουτοτρόπως, από το ένα πάτερο μέχρι το άλλο, τοποθετούσαν ίσια και μακριά ξύλα σαν φουρκάδες και κρεμούσαν τα καλαμπόκια. Για κρέμασμα διάλεγαν τα μεγάλα και καλοθρεμμένα, αλλά και υγιή καλαμπόκια, δηλαδή να μην έχουν σκουλήκι. Το κρέμασμα ήτα ένας τρόπος αποθήκευσης. Η δεύτερη κατηγορία ήταν όταν αφαιρούσαν όλα τα φύλα του στελέχους και έμενε όνο το κότσαλο του καλαμποκιού με τα σπυριά επάνω, τα λεγόμενα κολοβά.
Κατά τον φλούδο ο νοικοκύρης, διάλεγε τα μεγαλύτερα υγιή και καλοθρεμμένα καλαμπόκια, για να τα κρατήσει τον σπόρο για την επόμενη χρονιά. Αυτά μόλις ξεραίνονταν πολύ καλά τα ξεσπύριζε πάντα με τα χέρια και τα αποθήκευε σε ιδανικό μέρος, μακριά από υγρασία και ποντικούς, μέχρι να τα ξαναφυτεύσει τον επόμενο Μάιο.
Μετά το ξεφλούδισμα, άπλωναν τα ντρουμπούκια στον ήλιο να στεγνώσουν και κρεμούσαν μερικά στον τοίχο που τα έπλεκαν μεταξύ τους σε πλεχταριές. Επίσης τα έδεναν και μεταξύ τους τρία με τέσσερα καλαμπόκια μαζί από τα πούσια και τα κρεμούσαν. Αφού ξεραίνονταν για τα καλά, ακολουθούσε το στούμπισμα, δηλαδή το ξεσπύρισμα ή ξεκοτσάλισμα από το κότσαλο. Όποιο καλαμπόκι ήταν ατροφικό και είχε λίγα και αραιά σπυριά το ονόμαζαν ξεδοντιάρικο.
Με τα φλούσια ή πούσια, ή λουμπούσια που έμεναν από το ξεφλούδισμα, παραγέμιζαν τα μαξιλάρια και τα στρώματα, και στην αρχή ήσαν σκληρά μετά γίνονταν πολύ αναπαυτικά. Ακόμη τα έριχναν στα παχνιά τους χειμερινούς μήνες των ζωντανών τους για να τρώγουν. Τα πιο μαλακά εσωτερικά φύλλα από τα πούσια, τα διάλεγαν και τα έκαναν τσιγαρόχαρτο για να στρίβουνε λαθραίο καπνό μιας και δεν μπορούσαν να προμηθευθούν εύκολα τσιγαρόχαρτο. Τα κότσαλα κι αυτά τα διάλεγαν και έφτιαχναν τάπες, πύρους για δοχεία υγρών και ακόμη σε δύσκολες χειμωνιάτικες ημέρες, τα έριχναν στα γαϊδούρια και τα έτρωγαν. Επίσης τα χρησιμοποιούσαν για ξάναμμα όταν άναβαν την φωτιά. Είχαν μερικά δίπλα στο παραγώνι και πρόσθεταν μερικά εξ αυτών για ν’ ανάψουν την φωτιά. Αυτά ήσαν ξερά χωρίς υγρασία και εύφλεκτα.
Το τρίψιμο ή ξεσπύρισμα του καλαμποκιού έπρεπε να έχει γίνει μέχρι τον μήνα Φεβρουάριο, για να μην υπάρχει φύρα. Γι’ αυτό έλεγαν: «Το αραποσίτι μέχρι τον Φλεβάρη, τρώει από το κότσαλο, από τον Φλεβάρη και στερνά, το κότσαλο τρώει από το αραποσίτι».
Το στούμπισμα γινόταν με το λιοράβι ή το διπλό, που αποτελούταν από δύο άνισα ραβδιά δεμένα μεταξύ τους με σχοινί κανάβινο. Η χρήση του απαιτούσε επιδεξιότητα.
Μετά το ξεφλούδισμα στο σπίτι μετέφεραν το αραποσίτι στο αλώνι , το λιάζανε και κατόπιν το τοποθετούσαν σ’ ένα σωρό στο κέντρο του αλωνιού. Κρατούσαν το μεγαλύτερο ξύλο από το διπλό με τα δυο τους χέρια και με μια απότομη επαναλαμβανόμενη κίνηση, με φόρα, χτυπούσαν το άλλο ραβδί πάνω στα ντρουμπούκια του καλαμποκιού και έτσι τα ξεσπύριζαν. Με τα δικριάνια και τις τσουγκράνες μάζευαν όσια καρπούζια (έτσι έλεγαν τα κότσαλα με καλαμπόκι), απομακρύνονταν με το κτύπημα, και τα σώριαζαν πάλι για να τα στουμπίσουν. Μετά το στούμπισμα, αν έμεναν κάποια αραποσιτόσπυρα ακόμη στα κότσαλα, ή τα ξεσπύριζαν με τα χέρια, ή τα έδιναν έτσι στα ζώα ή τα περνούσαν με την γκριτζιάλα. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα, το κοσκίνισμα και το λιάσιμο. Τέλος το σάκιαζαν και το αποθήκευαν στ’ αμπάρια. Ο καλαμπόκι προοριζόταν για την τροφή των ζώων αλλά και για άλεσμα για την παρασκευή της μπομπότας, ή λειψής, ή του αλειτούργητου άρτου όπως αλλιώς την έλεγαν. Πολλές φορές σε δύσκολες εποχές, έβραζαν τα ντρουμπούκια όπως ήσαν με το κότσαλο στα τσουκάλια και αφού μαλάκωναν τα σπυριά έτρωγαν τον καρπό. Επίσης κατά τις πολύωρες χειμωνιάτικες βραδιές, ξεσπύνιζαν ή ξεσπύριζαν τα καλαμπόκια με τα χέρια, ένα – ένα σπυρί, με επιδεξιότητα και γρηγοράδα.

Λαογραφικά:

Μια ευχή που ακουγόταν κατά το ξεσπύρισμα, διάλεγαν τα μεγαλύτερα σε μήκος καλαμπόκια και άρχιζαν να τα ξεσπυρίζουν, τότε έλεγαν την ευχή: «Όσα σπυριά έχει τόσα χρόνια ακόμη να ζήσεις!». Και για να ιδεί πόσο θα ζήσει αυτός που ξεκινούσε να ξεσπυρίζει το καλαμπόκι, μετρούσε τα σπυριά καθώς ξεδόντιαζε το ντρουμπούκι.
Όποιος έκανε φασαρία την νύκτα όταν σηκωνόταν για οποιαδήποτε εργασία τότε του έλεγαν: Φράτσα – φρούτσα μες τα πούσια! Πολλές φορές τον ξέφυλλο τον πραγματοποιούσαν στις αυλές των σπιτιών και όταν κάποιος περπατούσε επάνω σ’ αυτά ακουγόταν έντονα το σπάσιμο των φύλλων.

Επίσης η παροιμιώδης φράση «Κότσαλο στον κώλο του!»
«Του ’μεινε το κότσαλο!» Λέγεται προς αυτούς που μετά την γεωργική καλλιέργεια, δεν κερδίζουν τίποτα.

«Γαμπρέ μην ξεχνάς το παλιό μας χούκι, την νύφη να την αγαπάς κι ο πούτσος σου ντρουμπούκι!». Ευχή συγγενών προς τον γαμπρό.

«Ντύθηκε σαν αραποσίτι!» η φράση αναφερόταν σ’ αυτούς που ήσαν ντυμένοι με πολλά ρούχα.

Κατά την διεξαγωγή των ζωοπανηγύρεων, στα μεγάλα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια) τους τοποθετούσαν στο σαμάρι, ή στην σέλα ή στο επάνω μέρος της καπιστράνας ή και του χαλινού, μια αραποσιτόκλαρα, εις ένδειξη ότι αυτό το ζώο προορίζεται προς πώληση, δηλαδή πωλείται.

Παλιά μετά τα πιστρόφια η μάνα της νύφης μέσα στο κανίστρι της, οι δικοί της έβαζαν και ένα ντρουμπούκι αραποσίτι, για να αποκτήσουν πολλά παιδιά, πολλά ζωντανά και πολλά λεφτά.

Τα μέσα φύλλα από τα φλούσια, παλιά τα κοριτσάκια κατασκεύαζαν φούστες στις κούκλες, ή και ολόκληρες κούκλες από αυτά.

Από το καλαμπόκι πολλές οικογένειες έχουν λάβει ονόματα:
Κότσαλης, Κοτσαλόπουλος, Κοτσαλίδης, Δρουμπούκης, Λουμπούσης, Καλαμπόκας, Καλαμπόκης, Πούσης, Πουσόπουλος, Πουσιάδης, κ.ά.

Λεξιλόγιο:
Αριομάδα, η = η αραιή φύτευση ή φύτρα.
Γκριτζιάλα, η = χειροκίνητο εργαλείο με δόντια για το ξεσπύρισμα του καλαμποκιού.
Δικριάνι, το = ξύλινο εργαλείο με τρία κέρατα για το λίχνισμα.
Λουμπούσια, τα = τα φύλλα που περικλείουν τους σπόρους.
Μάτσα, η = ο σβώλος.
Ντρουπούκι, το = το στέλεχος του καλαμποκιού που φύονται επάνω του οι σπόροι.
Όργος, ο = λωρίδα του καλλιεργημένου χωραφιού, η αράδα.
Πλεχταριές, οι = οι πλεξίδες.
Σβάρνα, η = ξύλινο εργαλείο που το έσερναν τα ζώα γα να ισοπεδώνει το οργωμένο χωράφι.
Στουμπίζω, = κτυπώ.
Φλούδισμα, = (μτφ.) κάψιμο.
Φλούδισα, = κάηκα.

Φώτο από το διαδίκτυο

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates