Featured Articles
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΟΒΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΛΑΜΠΡΕΖΑΣ
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Σε κάθε τόπο και σε κάθε χωριό παλαιά λέγανε ότι τρυγύριζαν τα στοιχειά. Ευτούνα τα στοιχειά, άλλες φορές τρώγανε τον κόσμο και άλλες φορές τον φυλάγανε. Στο χωριό Παλιομπουκοβίνα λέγανε ότι το στοιχειό τους ήτανε ένα αστεράτο* δαμάλι που πολέμαγε με μια λιάρα αγελάδα από την Χαλαμπρέζα, στην βρύση του χωριού. Λέγανε ότι άμα νικηθεί το ένα από τα δυο θεριά, τότενες θα χαθεί ούλο το χωριό του.
Πρώτα μολογάγανε ότι ζυγαρώνανε (μαρκαλιόσαντε) με το δαμάλι, και μετά το ζευγάρωμα μαλώνανε και άμα νίκαγε το αστεράτο δαμάλι που ήτανε από ξένο χωριό τότενες θα χανότανε η Χαλαμπρέζα, ενώ άμα νίκαγε η λιάρα αγελάδα, τότενες θα χανότανε η Παλιομπουκοβίνα.
Η λιάρα αγελάδα της Χαλαμπρέζας νόησε ότι δεν δυνώτανε να τα βγάλει πέρα με το τρανύτερο αστεράτο δαμάλι της Παλιομπουκοβίνας και μια μέρα εκεί που βόσκαγε στο χωράφι καποιανού Χαλαμπρεζαίου, που τόνε λέγανε παρατσούκλι Ζούδιαρη, γιατί ευτούνος τις νύχτες και το καταμεσήμερο το Καλοκαίρι, λέγανε τάχατις ότι πάλευε με τα στοιχειά. Εκεί τόνε βρήκε η λιάρα αγελάδα και μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και του είπε.
Αύριο το μεσάνυχτα που το φεγγάρι θα είναι ολάκερο τεψί, να ’ρθεις στην βρύση, γιατί εκεί θα παλέψω με το αστεράτο δαμάλι. Θα πας πιο γλήγορα και θα κρυφτείς απάνου στον πλάτανο με το ντουφέκι σου, και δεν θα σαλέψεις ρούπι, αλλά ούτενες θα βγάλεις τσιμουδιά, προτού σου μιλήσει εκείνο και άμα ιδείς ότι με νικάει, σημάδεψέ το με το ζερβί σου χέρι στο να του ρίξεις ένα σμπάρο στο ζερβό του μάτι και άμα σου ειπεί ρίξε και άλλη μια τότενες εσύ θα του ειπείς, μια φορά γεννήθηκα, μια βαφτίστηκα και μια φορά θα πεθάνω. Κι άμα σου ξανά ειπεί ρίξε κι άλλο, εσύ θα του ειπείς μια φορά έριξα μια και καλή και τίποτις άλλο.
Έτσι και έγινε, ταχειά την άλλη μέρα το βράδυ ετοιμάστηκε ο Ζούδιαρης πήρε την μπιστόλα του την γιόμισε με τρανό βόλι και κίνησε αμίλητος για την βρύση. Μόλις έφτασε χάμου στην βρύση τήραξε τρογύρω του μην ιδεί τίποτα και αφού δεν σάλευε φύλλο, σκαρφάλωσε απάνου στον πλάτανο. Εκειά απάνου βρήκε μια θέση μεριά και έκατσε εδεκεί και περίμενε για να βγάλει το άχτι του. Τα μεσάνυχτα μόλις το φεγγάρι φογγοβόλαγε σαν ημέρα αγκουρμάστηκε κάτι πατήματα μέσα στα κλαριά και τηράει πέρα δώθε και βλέπει την λιάρα αγελάδα της Χαλαμπρέζας να ζυγώνει κοντά στην βρύση. Να σου και το αστεράτο δαμάλι εκεί μυριστήκανε τα δυο τους και αρχίσανε να μαρκαλιώνται αναμεταξύ τους κανά δυο τρεις φορές. Μόλις έσωσε ο μάρκαλος, τότενες το αστεράτο δαμάλι αγρίεψε απότομα και άρχισε να μουγκρίζει άγρια και με δαγκωματιές βούτηξε απάνου στην λιάρα αγελάδα, να την σκοτώσει. Εκείνη μούγκρισε άγρια και άρχισε να το δαγκώνει του λόγου της και να το κλωτσάει με τα πισινά ποδάρια της. Κάνανε τέτοιο τρανό πόλεμο, που σιώτανε ούλος ο τόπος. Αφού πολεμήξανε κάμποσο, για λίγο τότενες μεταμορφωθήκανε σε σκυλιά και τρωγόσαντε σαν λυσσασμένα και μετά αφού δεν νίκησε κανένα, τότενες πάλενες μεταμορφωθήκανε σε αγελάδια. Ο Ζούδιαρης, εκεί απάνου στον πλάτανο, ασάλευτος από τον φόβο και περιέργεια, είδε ότι το αστεράτο δαμάλι, σε κάποια στιγμή, ότι νίκαγε την λιάρα αγελάδα, γιατί την είχε γονατίσει χάμου και τήραγε με τα τσέπια του να την ξεκοιλιάσει. Τότενες αυτός κατάλαβε ότι ήρθε η στιγμή να σκοτώσει το αστεράτο δαμάλι, σημαδεύει στο ζερβί μάτι με το ζερβί του χέρι και μπαμ ένα σπάρο. Αντιλάλησε ούλος ο τόπος μέσα στην νυχτιά και βλέπει το αστεράτο δαμάλι να βγάνει ένα μουγκρητό και να πέφτει χάμου. Το δαμάλι εκεί σπαρτάραγε από τον πόνο, σε μια στιγμή σταμάτησε τηράει απάνου στον πλάτανο και λέει στον Ζούδιαρη, να ρίξει άλλη μια να το ξεκάνει γιατί δεν θέλει να γυρίσει ξοπίσω μ’ ένα μάτι, γιατί θα του μολογάνε ότι νικήθηκε από την λιάρα αγελάδα. Ο Ζούδιαρης τότενες απολογήθηκε μια φορά γεννήθηκα, μια βαφτίστηκα και μια θα πεθάνω. Και του ξαναλέει το στοιχειό ρίξε κι άλλη.
-Μια φορά έριξα μια και καλή, του είπε ο Ζούδιαρης.
-Άντε χαλάλι σου! του λέει το στοιχειό και έκανε κείθενες κατά την Παλιομπουκοβίνα. Δεν πρόκανε να όμως φτάσει στην Παλιομπουκοβίνα, έπεσε και ψόφησε μέσα στην κάπελη. Κι από τότενες στο χωριό έπεσε τρανή αρρώστια και ρήμωσε από τον κόσμο και φύγανε ούλοι και πήγανε ούλοι στην νέα Μπουκοβίνα, εκεί που είναι σήμερα και την λένε Αγιά Τριάδα.
Εκείνο το βράδυ, είχε θολώσει το νερό από το πάλεμα των στοιχειών, και για εννιά ημέρες η βρύση έβγανε κόκκινο νερό ίδιο σαν το αίμα. Μετά καθάρισε το νερό και το στοιχειό, το αστεράτο δαμάλι δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ούτενες η αγελάδα εφάνηκε, λέγανε ότι η αγελάδα ήτανε ο Αγιάννης που μεταμορφώθηκε σε αγελάδα για να διώξει μια για πάντα το στοιχειό από τον τόπο τους, που έτρωγε τους ανθρώπους της Χαλαμπρέζας!
*Aστεράτο λέγεται αυτό που είχε ένα μπαλιάδι στο κούτελο
ΤΟ ΝΤΑΟΥΤΑΙΪΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Μολογάγανε παλαιά οι γριγιές, ότι εδώθενες στου Νταούτι, κάτου στο μύλο κάποτις ήτανε ένα τρανό στοιχειό που ’τρωγε τους αντρώπους. Ευτούνο ούλο τον γκαιρό τρούπωνε και κρυβότανε μέσα στη γης και έβγαινε όξω, σάματις πείναγε! Πότενες έβγαινε το γιόμα και πότενες την νύχτα. Μια βολά μολογάγανε, ένας από του Νταούτι από του Χροναίους, είχε χάσει ένα μουσκάρι κάνα δυο- τρίο μηνώνε. Έψαξε ούλο τον ντόπο να το ηβρεί, αλλά πουθενά τίποτις, λες και είχε ανοίξει η γης και το κατάπιε. Ένα από τους Γιανναίους, του είχε ειπωμένο ότι τάχατις το πιάσανε και το φάγανε οι κλέφτες οι Τζιμικαίοι από τις Βελιτσές. Όμως εφτούνος δεν το επίστεψε και το έβαλε αχμέτι – μωχαμέτι να ψάξει ούλο τον ντόπο να το ηβρεί. Ένα βράδυ μεσάνυχτα, που γυρνολόγαγε πέρασε και όξω από τον μύλο. Εδεκεί τι έγινε κανένας δεν ξέρει, ούτε είδανε ούτε αγκουρμαστήκανε τίποτα. Τη άλλη μέρα τόνε ηβρήκε ο μυλωνάς ο Σκούρτης φαγωμένονε, μόνο τα κόκκαλα και τα σκουτιά του κουρελιασμένα είχανε ξεμεινεμένο. Μονάχα η τραγιάσκα δεν είχε πειραχτεί, ήτανε πεσμένη παρέκει, ούτε στάλα αίματα ούτε σκίσιμο δεν είχε. Ο μυλωνάς ζουρλάθηκε μπίτι ο δόλιος, γιατί έγινε τέτοιο πράμα και δεν μπήρε τίποτις χαμπάρι. Είπε ότι μέχρι τα μεσάνυχτα άλεθε ο μύλος και δεν άκουσε τίποτις, ούτενες σκουσμάρια, μα ούτενες και τίποτα άλλο. Τότενς μαζώχτηκε ούλο το χωριό, μέχρι και τα τσορομπίλια και τηράγανε τον ξεκοκκαλιασμένονε άντρωπο και από την τρομάρα τους και την ανατριχίλα τους ήσαντε ούλοι τους κερωμένοι, σα κερολείψανα.
Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΙ
Η Ηλεία και ιδίως η περιοχή της Πηνείας, μας είναι πασίγνωστη, από την αρχαιότητα, για τις αξιοθαύμαστες βοτανοθεραπείες, τις εξαιρετικές φαρμακογνωσίες, τις ποικίλες γητείες και τις παραδοσιακές δοξασίες των ηθών και εθίμων. Επίσης για τα προμαντέματα και τις μαγείες όλων των περιωνύμων μάγων και μάντεων όπως των Ιαμίδων, Κλυτιδών, Τυλλιαδών, και Καλλιαδών, καθώς και για τον Ομηρικής εποχής μεγάλο και πασίγνωστο μάντη Μελάμποδα από την Ηλειακή Πύλο. Και πράγματι, ακόμη και μέχρι πριν λίγα χρόνια, κάθε πόλη, χωριό και κάθε οικισμός, για τις καθημερινές ανάγκες του, διέθετε τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων της καθημερινότητας και μεταξύ αυτών, είχε τα τυφλά επαγγέλματα, όπως τα ονόμαζαν οι παλαιότεροι, και αυτά ήσαν του φαρμακοτρίφτη, της γιάτρισσας, τη μαμής, της ξεματιάστρας, της καφετζούς, της χαρτορίχτρας, της προξενήτρας και την μάγισσας.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ
Πιο πέρα απ’ την Γαστούνη[1] κατά την κείθενες μεριά που τραβάει για τα Κάτου Καβάσιλα, τράβαγε ένας καρόδρομος, εκειά που είναι σήμερα το γιοφύρι του τρένου, τότενες δεν ήτανε γιοφύρι γιατί δεν στέριωνε με τίποτα στο Γαστουνέϊκο ποτάμι. Για να διαβαίνουνε το ποτάμι είχανε μια μπεραταριά και άλλη μια ήτανε στα Σαμπάναγα κοντά στο σημερινό γιοφύρι που τραβάει ο δρόμος για το Τραγανό. Εκείνη την περαταριά την δούλευε κάποιος Δήμος Λημεριώτης τ’ όνομα και το πήρε από την λημέρισμα που έκανε εκεί στην μπεραταριά[2] για να βγάνει το ψωμί του.
Πλάι στην μπεραταριά ήτανε χέρσος τόπος και εκεί παγαίνανε και πλένανε τα σκουτιά και τα προβατόμαλλα, από την δώθενες μεριά οι Καβασιλιώτισσες και από την κείθενες οι Γαστουνιώτισσες. Τον θέρο γινότανε εκεί από κα πανηγύρι, από τις γυναίκες και τα τσορομπίλια[3]. Να σου ειπώ και κάτι ξέρεις πόσα παιδιά και γυναίκες είχανε πινηγεί σ’ ευτούνο το ποτάμι; Ξέρεις τι λένε; «Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!».
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ
Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Ο άνθρωπος για τον φωτισμό του κατά την νύκτα και σε σκοτεινά σημεία όπως δαιδαλώδη κτίρια με υπόγεια, κάστρα, σπηλιές και στοές, χρησιμοποίησε διάφορα μέσα όπως πρώτες καύσιμες ύλες και εργαλεία.
Ο πρώτος τεχνικός φωτισμός, όπως είναι φυσικό πρέπει να ήταν, η φωτιά. Πριν κατασκευάσουν διάφορα εργαλεία φωτισμού οι άνθρωποι, συνήθιζαν τις νύκτες ν’ ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω για να ζεσταίνονται, αλλά και να βλέπουν. Επίσης για να μεταβούν σε πολύ κοντινά σημεία, έκαιγαν κλάρες από διάφορα δένδρα που έβγαζαν αρκετή φλόγα ή κράταγαν στα χέρια τους διάφορα αναμμένα ξύλα (δαυλιά), από ρητινώδη δένδρα. Ήταν οι πρώτες δάδες φωτισμού..Αυτή η τεχνική τους επέτρεπε να βλέπουν μόνον για πολύ κοντινές αποστάσεις.
Συν τον χρόνο ο άνθρωπος για να αντικαταστήσει τις δάδες εκμεταλλεύτηκε την φωτιά για τον φωτισμό του, με διάφορους τρόπους ώστε να είναι πιο εύχρηστη και να μην χρειάζεται αρκετή καύσιμη ύλη. Με την πάροδο όμως του χρόνου, προσπάθησαν και κατασκεύασαν διάφορα εργαλεία φωτισμού. Πρώτοι οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν λάμπες από πηλό γύρω στον 7ο π.Χ αιώνα. Γι αυτό και η λέξη λάμπα, που χρησιμοποιείται διεθνώς (lamp) έχει ελληνική ρίζα.
Στην Πελοπόννησο, απ’ όπου προέρχεται η παρούσα καταγραφή των παραδοσιακών φωτιστικών μέσων, έχουν χρησιμοποιήσει φωτιστικά εργαλεία με πρώτη ύλη το ξύλο, το πετρέλαιο, το λίπος, το λάδι, την ασετιλίνη, την βενζίνα και τέλος τον ηλεκτρισμό. Κάποια από αυτά τα εργαλεία ήσαν για σταθερά σημεία, εντός των οικιών, αιθουσών κ.λπ. και κάποια άλλα ήταν μεταφερόμενα, για τις νυκτερινές μετακινήσεις τους, και για τον φωτισμό διαφόρων χώρων εκτός της οικίας.
ΦΩΤΟΣΤΑΤΗΣ
Σταυρός στο ανώφλι, έθιμο της Ανάστασης
Χωρίς σταυρούς φέτος, λόγω του κορωνοϊού.
Ξεκίνησε πριν χρόνια αυτό το έθιμο και γέμισε ο τόπος, οι πόλεις, τα χωριά, οι πολυκατοικίες, τα ασανσέρ, παντού και σε πόρτες τουαλέτας είδαμε.
Ακόμη και κίνημα έγινε: «σβήστε τον μουτζουρωμένο σταυρό».
Είμαστε εξοικειωμένοι από παιδιά στην θέα του μουτζουρωτού σταυρού που περνάει από τα μάτια μας απαρατήρητος.
Επικρατούν αρκετά έθιμα πανελλαδικά όπως να χτυπούν με δύναμη τα στασίδια για την αναβίωση του σεισμού της Ανάστασης, άλλοι πηλαλάνε πέρα δώθε στα λευκά και σκορπούν βάγια ή ροδοπέταλα, άλλοι πετούν από τα μπαλκόνια κιούπια και βίκες, άλλοι κρεμούν κόκκινες κορδέλες και άλλοι μπαίνουν στις μαστέλες.
Εμείς εξακολουθούμε να τηρούμε το έθιμο που αναβίωσε επί χούντας όταν απαγορεύτηκαν τότε οι σκάστρες και τα βαρελότα. Καιγόμαστε αναμεταξύ μας (με τα κεριά της ανάστασης) ενώ έξω από την εκκλησία έχει «κηρυχτεί πόλεμος» με τα βεγγαλικά και αν γλυτώσουμε και γυρίσουμε στο σπίτι, μουτζουρώνουμε σταυρούς στα υπέρθυρα για να έχουμε θεϊκή εύνοια και καλή τύχη!
Κώστας Παπαντωνόπουλος Απρίλης 2020
Το υπέρθυρο, το ανώφλι, το πρέκι στα κτήρια των χωριών μας...
και εδώ:https://androni.blogspot.com/2020/04/blog-post_20.html