Featured Articles
"Δεν θέλω 'γώ να αγιάσω…!"
«Δεν θέλω ‘γω παράδεισο...» λέει ο λαϊκός μελωδός, πηγαίνετε εσείς.
Θέλω τα σέα μου και τα μέα μου και ύστερα βουρ για κόλαση.
Ένα ξεχασμένο παλιό δημοτικό τραγούδι σε σκοπό βαρύ τσάμικου έως αμανέ που το άκουγα στο πανηγύρι στο χωριό μου όταν ήμουν ακόμη τσορομπίλι.
Το χόρευαν άνθρωποι τσίφτες, μερακλήδες που τους άρεσαν τα όμορφα και τα ωραία όπως η χορεύτρια του πάλκου με το βαθύ ντεκολτέ, την κοντή φούστα και τις ζαρτιέρες. Η τραγουδιάρα, γυναίκα-αντικείμενο του πόθου, της ηδονής και της ανδρικής φαντασίωσης που με το λίκνισμά της, ξεσήκωνε όλο τον ανδρικό πληθυσμό. Μπροστά στον φλεγόμενο πόθο για το θηλυκό, ο άνδρας δεν υπολόγιζε τίποτα. Ξέχναγε σύντροφο, αμαρτίες, θρησκείες, συνέπειες και αποζητούσε μόνο την ακολασία. Ο μόνος σκοπός του ήταν να σφιχταγκαλιάσει το κορμάκι της αμαρτωλής χορεύτριας.
«Μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω...»
Δικαιολογούσε με τον στοίχο τα αμαρτωλά θαύματά του, ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη.
«Γιατί και ‘γω να μην χαρώ τα μάτια μου πριν κλείσω...»
Σε μια άλλη εκτέλεση συμπληρώνει: «...και θα ‘ρθω στη μανούλα σου το χέρι της να πιάσω.»
Προσοχή στο βίντεο, δεν είναι για «καθώς πρέπει». Για να μην σας το κοτσάρουμε ξερό, βάλαμε μέσα τα όργανα του διαβόλου, τους αγγέλους της κόλασης.
Το τραγούδι θέλει να τονίσει μια από τις αδυναμίες των ανδρών που τους φέρνει κοντά στον νοητό κύκλο της ζωής, τους κάνει δηλαδή να πατάνε στην γραμμή του και κάποιες φορές να βγαίνουν και παρά έξω.
Τραγούδι του Γιώργη Γιαννιά
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ................
ΜΟΥΡΤΑΤΗ ΤΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕΣ ...ΝΑ ’ΡΘΩ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ;
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΩΛΟΝΟΥ
Από το βιβλίο του Ηλία Τουτούνη & Κώστα Παπαντωνόπουλου
“ΓΙΑΝΝΗΣ & ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ, Οι σταυραετοί του Ωλενού”
Ως τώρα η επίσημη ιστορία μας, καθώς φαίνεται, καταπιάστηκε μόνο με τα τρανά πρόσωπα και ως ακατάδεχτη περιφρόνησε και αγνόησε ουκ ολίγους απλούς και έντιμους λαϊκούς αγωνιστές. Όμως χρέος μας είναι να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, ν’ απονέμουμε τις πρέπουσες τιμές και σ’ αυτούς τους σεμνούς και αφανείς ήρωες.
Ένας από αυτούς, που ηθελημένα αγνοήθηκε, ήταν κι ο οπλαρχηγός Γιώργης Γιαννιάς και τα παλικάρια του, μια ομάδα ανθρώπων που προτίμησαν να δώσουν την ζωή τους για ν’ απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τ’ αγαθά της ελευθερίας.
Οι μάχες στα στενά της Τζάχλης, της Πολίτζας αλλά και στου Κατσαρού της βόρειας ορεινής Ηλείας, δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα, παρά συνδέθηκαν άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης και με την απαρχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που σήμανε το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς.
«Τούτο το καλοκαιράκι...»
Τούτο το, μαύρα μου μάτια.
Τούτο τὸ καλοκαιράκι.
Τούτο τὸ καλοκαιράκι,
κυνηγούσα ᾿να πουλάκι.
Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια,
κυνηγούσα, προσπαθούσα.
κυνηγούσα, προσπαθούσα,
νὰ τὸ πιάσω δὲν μποροῦσα.
Βιολιτζή, μαύρα μου μάτια,
βιολτζί μου, πως τα κάνεις,
βιολτζί μου, πως τα κάνεις.
τα πουλάκια και τα πιάνεις.
Με τα να, μαύρα μου μάτια,
με τα νάζια μου τα κάνω,
ορέ με τα νάζια μου τα κάνω,
τα πουλάκια και τα πιάνω.
Ηλειακό δημοτικό τραγούδι της αγάπης και του γάμου.
Ο κορνιζοκαθρέφτης και η μπόλια
Μια εικόνα χίλιες και όχι μόνο λέξεις, αλλά αρκετές σελίδες θα μπορούσαμε να γράψουμε με αυτά τα σεμνά και όμορφα κορίτσια που ίσως να είναι και τα πρώτα που αντίκρυσαμε στη ζωή μας.
Αγνοούσαμε τότε ποιες ήταν οι ωραίες κυρίες ζωγραφισμένες στον κορνιζοκαθρέφτη. Κάποιοι λέγανε πως ήταν οι κόρες της Αγίας Σοφίας, η Ελπίδα, η Αγάπη και η Πίστη.
Άλλοι πάλι ότι ήταν οι τρεις Χάριτες, οι θεές της γοητείας, της ομορφιάς, της φύσης, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της γονιμότητας.
Ως Χάριτες αναφέρονται ακόμη και η Αγλαΐα η νεότερη, η Ευφροσύνη και η Θάλεια, αλλά ορισμένες φορές αναφέρονται και άλλες, όπως οι Αυξώ, η Χάρις, η Ηγεμόνη, η Φαένα και η Πασιθέα.
Μια γλυκιά καλημέρα που μας υποδεχόταν σε κάθε είσοδο, σε κάθε σπίτι, τα δικά μας τα χρόνια, τα φτωχικά, τα όμορφα χρόνια!
Ο γνωστός σε όλους μας κορνιζοκαθρέφτης που κοσμούσε σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού μας, όπου η κάθε νοικοκυρά κρέμαγε την χρυσοκέντητη πετσέτα της. Στον καθρέφτη έγραφε καλημέρα, αλλά δεν είχε καμία σημασία για τις νοικοκυρές τι έγραφε, αφού σχεδόν καμία δεν γνώριζε ανάγνωση.
Η κορνίζα εκεί ακούνητη τόσα χρόνια, να βλέπει τις χαρές και τις λύπες, να ακούει τους καημούς του σπιτιού, να προυπαντίζει τους επισκέπτες και να γνωρίζει όλα τα νέα του χωριού.
Η κρεμασμένη κεντητή πετσέτα συμβολίζει και αυτή μια άλλη εποχή, με την κάθε νέα νοικοκυρά να δουλεύει ακατάπαυστα.
Το κέντημα είναι γλέντημα,
η ρόκα είναι συριάνι,
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Το κέντημα εδώ στην πετσέτα, μας παρουσιάζει μια πρωινή εικόνα στη φύση με ένα ζευγάρι τσαλαπετεινούς να στέκονται πάνω στο κλαράκι, όπου το αρσενικό με το ερωτικό κελάηδισμά του καλεί το θηλυκό για να τραγουδήσουν μαζί και να υποδεχτούν την καινούρια μέρα.
Έντονοι οι χρωματικοί τόνοι με όλα τα χρώματα της ίριδας, συντελούσαν στη δημιουργία εύθυμης διάθεσης σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Πόσες και πόσες αναμνήσεις ήλθαν στο μυαλό μας μόλις αντικρίσαμε αυτή την εικόνα με την πετσέτα, με την κορνίζα και την καλημέρα, αφού ύστερα μας μίλαγαν και δεν ακούγαμε. Ήταν εκεί κολλημένο το μυαλό και γλίστραγε γλυκά στις τόσες…αναμνήσεις.
Ο κορνιζοκαθρέφτης με την πετσετοθήκη, υπήρχε σε πολλές παραλλαγές ως προς στο θέμα και ήταν απαραίτητο κομμάτι στις προίκες. Αναφέρεται εξάλλου σε αρκετά προικοσύμφωνα. Τον κρεμούσαν στην είσοδο, στη σάλα αλλά και στην κρεβατοκάμαρα.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Νοέμβρης 2018
ΟΙ ΒΑΓΕΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΝΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΕΝΤΖΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΡΜΕΝΑ
του Κώστα Παπαντωνόπουλου - Πλίεγκα
Το χωριό Κλειντιά (Κλεινδιά) Ωλένης από τουρκοκρατίας απ’ ότι γνωρίζουμε, φημιζόταν για τους εξαίρετους και επιδέξιους τεχνίτες - κατασκευαστές βαρελιών και βαγενιών, τους ονομαστούς βαρελάδες και βαγενάδες. Η βαρελοποιία σ’ αυτό το μικρό και ασήμαντο χωριό αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η φήμη των μαστόρων διευρύνθηκε όχι μόνον στα γύρω χωριά της βόρειας Ηλείας, αλλά και στον Ηλειακό κάμπο, στην Γορτυνία, στα Καλαβρύτοχώρια ακόμη και ως την νήσο Ζάκυνθος.
Σήμερα οι βαρελάδες δεν υπάρχουν πια αλλά και η πολιτεία δεν έκανε κάτι για να διατηρηθεί και να σωθεί αυτό το επάγγελμα ούτε φρόντισε να δημιουργήσει ένα μουσείο με αναφορά στην σπουδαία τέχνη των βαρελιών και βαγενιών με την μακρόχρονη δράση.
Μετά την επανάσταση του 1821 δυο βαρελάδες, οι Σταυροπουλαίοι, είχανε μια παραγγελιά να σάξουνε πέντε βαγένια 12άρια, δηλαδή 12 βαρέλες το καθένα. Η κάθε βαρέλα αντιστοιχούσε σε 60 οκάδες κρασί.
Ο Χρυσαντάκης ο Σκέντζης από τη Γιάρμαινα ήτανε γυρολόγος και τσαμπασάκος. Στην Γαστούνη που ήτανε κάτου στον κάμπο, είχε ένα φίλο νοικοκύρη με πολλά αμπέλια και ζωντανά που τόνε λέγανε Σίμο. Νοικοκύρης με τα ούλα του και λεφτάς, οι παράδες του ήσαντε μπαουλιάρηδες.
ΝΤΑΡΜΑ ΑΣΗΜΩ ή ΝΤΑΡΜΟΝΥΦΗ
Γράφει: o Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Η Ασήμω Ντάρμα ήταν γυναίκα του Θοδωράκη Ντάρμα από το χωριό Σκλήβα, με καταγωγή από το Γερμουτσάνι (συνοικισμός του οικισμού Αγράμπελα) το γένος Λαγού. Ήταν μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα με ανδρική κορμοστασιά. Κατά την επανάσταση του 1821 ήτανε κάπου τριάντα χρονών. Ο άνδρας της τραυματίσθηκε σε κάποιο άγνωστο επεισόδιο, έπαθε γάγγραινα και πέθανε νεότατος, αφήνοντας την Ασήμω χήρα μ’ ένα κορίτσι.
Τον Δεκέμβριο του 1825 όταν έγινε η επέλαση του Ιμπραήμ πασά κατά των χωριών της Πηνείας, οι ορδές του απ’ όπου περνούσαν, λεηλατούσαν, σκότωναν, βίαζαν και τέλος πυρπολούσαν τα πάντα. Η Πελοπόννησος, η Ηλεία, η Πηνεία και η Ορεινή Ηλεία δέχθηκαν μεγάλες συμφορές και ο άμαχος πληθυσμός όταν αντιλαμβανόταν να πλησιάζει ο εχθρός κατάφευγε στα δάση, σε απομακρυσμένες χαράδρες, σε σπηλιές και πολλοί εξ αυτών ανέβαιναν στις βουνοκορφές του Ωλονού για περισσότερη ασφάλεια.
Η Ασήμω την ημέρα που οι Τουρκοαιγύπτιοι σάρωναν στην κυριολεξία την Πηνεία, κρύφθηκε μέσα στην χαράδρα μοναχή της, εκεί κοντά στο Παλιομονάστηρο του Αγιάννη μέσα σε μια συστάδα με κατσοπρίνια και βατουκλιές.
Ένας προδότης - ρουφιάνος με βρώμικο παρελθόν που βρισκόταν στην υπηρεσία τούρκου αγά, από το χωριό Σιμόπουλο με το παρατσούκλι Φλέτσας (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε το επώνυμό του), είχε μαζί του και ένα κυνηγοζάγαρο και ακολουθούσε τους Τουρκοαιγύπτιους που τον χρησιμοποιούσαν και ως οδηγό. Μόλις λεηλάτησαν το χωριό Σκλήβα και προχωρούσαν προς την Χαλαμπρέζα (σημ. Πρόδρομος), κάτου στην Λαγκαδιά το ζαγάρι του προδότη τρούπωσε μέσα στο ρεματάκι κλαφουνώντας λες και είχε μυριστεί λαγό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πέρασαν δίχως να δώσουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ ο Φλέτσας ακολούθησε το σκυλί του. Το σκυλί κλαφουνώντας ζύγωσε κοντά εκεί που ήταν κρυμμένη η Ασήμω και άρχισε να γαυγίζει έντονα. Ο Φλέτσας, τρούπωσε και αυτός μέσα στα πουρνάρια και βρήκε την Ασήμω να είναι κουλουριασμένη σαν το φίδι και δεν έβγανε ανάσα. Μόνο η καρδία της κτυπούσε δυνατά, τα αυτιά της ήτανε τεντωμένα να αρπάξουν τον παραμικρό ήχο και τα μάτια της ανίχνευαν όσο ορατό πεδίο ήταν μπροστά της. Μόλις ζύγωσε κοντά ο Φλέτσας, ερευνούσε με μια γκλίτσα που κρατούσε στα χέρια, την τρούπωνε εκεί που κλαφούναγε το σκυλί και έτσι την εντόπισε.