ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ & ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΡΑΜΠΕΛΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ»
Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.
Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ & ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΡΑΜΠΕΛΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ»
Μια όμορφη βραδιά, γεμάτη μουσική, έρχεται !!!
ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ, Σάββατο 12.8.2023 ώρα 8:00 μ.μ.
Αφιερωμένη στην Δημιουργία των Πεζοπορικών Μονοπατιών στο Δάσος που τώρα ξεκίνησε !!!
Λαογραφική συλλογή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Κανταρτζής Κανταριτζής, Στατέρης ή και ζυγιστής, ήταν ο πλανόδιος επαγγελματίας που περιφερόταν από γειτονιά σε γειτονιά, στα πανηγύρια και εκεί που γινόταν συναλλαγές εμπορευμάτων, και έπρεπε να ζυγιστούν ώστε για να μεταπωληθούν ή να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα.
Το εργαλείο που χρησιμοποιούσε για την ζύγιση ήταν το καντάρι ή στατέρι. Αυτό αποτελούταν από μια τετράγωνη σιδερένια βέργα τον βραχίονα με χαραγμένες γραμμές για τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι με την ένδειξη. Οι βραχίονες των κανταριών δεν είχαν τις ίδιες διαστάσεις, αυτές ποίκιλαν, σε συνάρτηση με το βάρος του βαριδίου τους. Είχε ακόμα τα τσιγκελάκια που κρεμούσαν τ’ αντικείμενα, ένα για τις βαριές και ένα για τις ελαφριές. Τα περισσότερα καντάρια ζύγιζαν κι από τις δύο πλευρές, η μια ήταν διαβαθμισμένη για ελαφρά βάρη και η αντίθετη και μεγαλύτερα βάρη. Επίσης είχε και δυο αλυσίδες για να δένουν τα προϊόντα ή αντικείμενα που επρόκειτο να ζυγίσουν.
Η οκά (Τουρκικά okka), ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης βάρους. και μετά την τουρκοκρατία, συνέχισε να χρησιμοποιείται, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Στην Ελλάδα, η οκά αντιστοιχούσε σε 1,282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος, οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876. Η επίσημη κατάργηση όλων των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε την 1η Ιουλίου του 1959, όπου έγινε μια άγνωστη και άτυπη υποτίμηση χωρίς α πάρει είδηση ο λαός. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση της επέζησε έως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Το καντάρι ζύγιζε σε οκάδες. Το συνηθισμένο καντάρι ζύγιζε μέχρι 44 οκάδες. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όπου έπειτα αντικαταστάθηκε από τις ωρολογιακές ζυγαριές και τις πλάστιγγες, ακόμη και από τις ηλεκτρονικές συσκευές αυτόματης ζύγισης. Τα καντάρια παράγγελναν να τα αγοράσουν, έβαζαν όρο να έχει χαραγμένα σε κάποιο σημείο τα αρχικά του ονόματός των, δια να μην τα χάνουν.
Αυτό το επάγγελμα γεννήθηκε από τις ανάγκες της καθημερινής εμπορικής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.). σε μέρη που έσφαζαν ζώα, σε αλώνια, σε σημεία αγοραπωλησίας αγροτικών προϊόντων, σε γειτονιές και όπου αλλού χρειαζόταν. Για εργαλεία χρησιμοποιούσε το καντάρι ή στατέρι, την παλάντζα το κανταρόξυλο και ένα κομμάτι σχοινί.
Το κονταρόξυλο ή ζυγιαστόξυλο, ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο σαν σωλήνας μήκους ενάμισι μέτρου κατασκευασμένο από σκληρό δένδρο, όπως κυπαρίσσι, πουρνάρι, δρυς κ.λπ. για να μην σπάζει και να μην λυγίζει από το βάρος. Αυτό το κατασκεύαζαν να είναι ολόισιο και λείο. Το χρησιμοποιούσαν δύο άτομα που να μπορούν να σηκώσουν το ανάλογο βάρος. Επάνω στο κανταρόξυλο οι μερακλήδες ζυγιστές σκάλιζαν διάφορες παραστάσεις, έγραφαν τα αρχικά του ονόματός των και τις άκρες του τις τύλιγαν αρκετές φορές μ’ ένα μαλακό πανί για να μην κόβουν τους ώμους κατά την ζύγιση. Η ζύγιση γινόταν ως εξής: δύο άνθρωποι έβαζαν στον ώμο τους το κονταρόξυλο, ενώ ο κανταρτζής περνούσαν τον κρίκο του κανταριού σ’ αυτό, κρεμούσε από το τσιγκέλι του το αντικείμενο ή το έδενε με τις αλυσίδες του κανταριού, οι οποίες στις άκρες είχαν ένα ειδικό γάντζο για να αγκιστρώνεται στο αντικείμενο και αν είχε μεγαλύτερες διαστάσεις τότε χρησιμοποιούσαν και το σχοινί. Έπειτα ταυτόχρονα κι οι δύο, σήκωναν το βάρος ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος, αλλά να κρέμεται και ο ζυγιστής, ζύγιζε το αντικείμενο. Εκεί όπου ισορροπούσε η βέργα έδειχνε το βάρος του αντικειμένου. Για να λέμε και την αλήθεια έπεφτε και λίγη κλεψιά ανάλογα με ποιον εκ των συναλλασσομένων είχε καλλίτερη σχέση και έτσι κατά την ζύγιση με το πρόσχημα ότι δεν κρατιέται το βάρος τους ζύγιζαν προτού ο έτερος συναλλασσόμενος επιβεβαιώσει το ακριβές βάρος της ένδειξης του κανταριού. Μετά το πέρας του ζυγίσματος το κονταρόξυλο το τοποθετούσαν πάντα όρθιο σε σκιερό μέρος και να μην βρέχεται, για να μην λυγίσει και στραβώσει.
Το αντίτιμο της εργασίας του συνυπολογιζόταν με το βάρος των ζυγιζόμενων εμπορευμάτων ή και με τις ζυγισιές. Αν ήταν πολλά τα πέζα (ζυγισιές), έπαιρνε φθηνότερα την κάθε μία, ενώ αν ήταν μία έκανε διαφορετική τιμή. Επειδή οι κανταρτζήδες ήσαν σχεδόν όλοι πάμφτωχοι, τις περισσότερες φορές δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά σε είδος, ή και ένα κομμάτι ψωμί ή και ένα πιάτο φαγητό.
Οι κανταρατζήδες πολλές φορές, ανάλογα με τους πελάτες τους κυρίως εμπόρους, οι οποίοι τους χρημάτιζαν με το παραπάνω για να κλέβουν τους προμηθευτές των προϊόντων χρησιμοποιούσαν δύο και τρία αντίβαρα, με διαφορετικό βάρος για να κλέβουν. Αυτά τα διαφορετικού βάρους βαρίδα τα ονόμαζα «κλέφτες». Το ένα ήταν το κανονικό, το δεύτερο, έκλεβε τον προμηθευτή διότι είχε μικρότερο βάρος από το κανονικό και το τρίτο είχε μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό για να κλέβει, πάντοτε σε βάρος τον πελάτη του εμπόρου που αγόραζε εμπορεύματα από αυτόν με το βάρος. Τα διαφορετικά βαρίδια τα μετέφεραν μέσα στο σάκο τους και πριν πάνε για ζύγισμα συνάρμοζαν επάνω στο καντάρι αυτό που ήθελαν.
Οι υπηρεσίες εμπορίου τακτικά σκαγιαντάριζαν (έλεγχαν) τα εργαλεία ζύγισης αν ζυγίζουν σωστά και τιμωρούσαν αυτούς που είχαν προβεί σε διάφορες παρεμβάσεις ως προς την αλλοίωση του εργαλείου με σκοπό την μη σωστή ζύγιση. Οι κανταριτζήδες, κατά αυτό τον τακτικό έλεγχο, πλήρωναν ένα μικρό ποσό, ως φόρο μέτρων και σταθμών, στην υπηρεσία ελέγχου σταθμών και μέτρων. Σε περίπτωση που τους συλλάμβαναν να κλέβουν λόγω παραποίησης των εργαλείων, τότε το καντάρι κατασχόταν, και όχι μόνον αλλά πλήρωναν και τσουχτερά προστήματα. Σε πολλά καντάρια οι κατασκευαστές ασφάλιζαν τον βραχίονα που κινείτο το βαρίδι και τοιουτοτρόπως αυτό δεν μπορούσε ν’ αφαιρεθεί, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τις υπηρεσίες. Όμως αυτοί παρέμβαιναν στο άγκιστρο που ένωνε το βαρίδι με την βάση που κινούταν στον βραχίονα και έτσι έκλεβαν όπου μπορούσαν.
Λαογραφία:
Μαρτυρία κανταριτζή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης:
“…πήρα το καντάρι και το κανταρόξυλό μου, που ήτανε του μακαρίτη του πεθερού μου στον ώμο το τράστο μου με το κολατσιό μου, την μποτίλια με το κρασί και τους κλέφτες μου και κίνησα να πάου στ’ αλώνια του τάδε χωριού (….) να βγάλω κι εγώ του λόγου μου μεροδούλι. Είχε περάσει του Σταυρού και περιμένανε στο χωριό πως και πως τον έμπορα να πάρει τις σταφίδες. Μόλις έφτασα στο χωριό και το έμαθε ο έμπορας, έστειλε ένα παιδί και με βρήκε και πήγα στο καφενείο εκεί που νταραβεριζότανε με τους σταφιδάδες. Μόλις εμπήκα μέσα με χαιρέτησε και παρήγγειλε στο μαγαζί να με κεράσει. Μεγάλη μάρκα ο μπαγάσας έπαιζε το μάτι του σαν την αστριτοχιά. Είχαμε ξανακάνει νταραβέρι και με μια ματιά σε έβανε στ’ αυλάκι. Κόντευε το κολατσιό, εγώ παράγγειλα ένα ούζο και εκείνος την ώρα που τον χαιρέτησα μου έκλεισε πονηρά το μάτι, τότενες κι εγώ εμπήκα αμέσως και λέω από μέσα μου εδεπά σ’ έχω πουτσούλα μου, σήμερα θα τα ’κονομήσω. Δεν πρόκανα να πιώ το ούζο με κέρασε και ένας σταφιδάς, χαιρέτησα και εκείνονε και ο έμπορας μου είπε αν μπορώ να πάω να ζυγίσω. Εγώ του είπα:
-Ευτούνη είναι η δουλειά μου και τι λες ότι ήρθα εδώ για χαμολόϊ;
Κινήσαμε πήγαμε στα αλώνια όξω από το χωριό και ζυγίζαμε τα σακιά και τα φορτώνανε στα κάρα εγώ έκανα ότι τάχατις σκαγιαντάριζα το καντάρι μου. Έβαλα τον μικρό κλέφτη και ζύγιαζα καλά. Τηράγανε οι σταφιδάδες και εγράφανε με το τεμπεσίρι απάνου σ’ ένα σανίδι τα πέζα. Ο έμπορας που είχε δέσει την γαϊδούρα του, δεν τήραγε μπίτι λες και δεν αγόραζε ευτούνος. Μόλις κοιτέψαμε, ο έμπορας μου έκανε νόημα. Τότενες κι εγώ μπήκα, ήτανε σαν να μου έλεγε, φύγε και βγες μπροστά μακριά από το χωριό και εγώ θα σε βρω. Έκαμα λογαριασμό με τους σταφιδάδες που ζυγίζαμε, με πληρώσανε με το παραπάνου και πήρα το καντάρι, το κανταρόξυλο και το τράστο μου και έφυγα. Τράβηξα πάρα κάτου και σταμάτησα στην βρύση που είναι κάμποση ώρα μακριά από το χωριό και απάνου στον δρόμο. Κάποτις ξαναφάνανε τα κάρα που ερχόσαντε αργά φορτωμένα μπαλαούρο. Μόλις φτάσανε στην βρύση σταματήσανε για λίγο ήπιανε νερό και μετά πάλενες κινήσανε για τον Πύργο. Ο έμπορας, που ήτανε αϊτός κι ήξερε πόσο τον είχα ωφελημένο, έμεινε ξοπίσω με ζύγωσε, μου γέλασε ο μπαγάσας, με κέρασε ένα τσιγάρο και μετά έβγαλε ένα πεντακοσάρικο κολαριστό – κολαριστό και που το έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού μου. Και μου λέει: -Αύριο θα πάω στο τάδε χωριό, αν δεν έχεις αλλούθε δουλειά, έλα να νταραβεριστούμε πάλενες. Εγώ του είπα εντάξει, τι να του έλεγα, τώρα που βρήκα νταραβέρι να ειπώ όχι; Και έτσι την άλλη μέρα πάλενες ξανανταμώσαμε με τον κολέγα μου και δώστου να ’χει. Την ίδια δουλειά κάναμε και με τα γεννήματα όταν πάγαινε τον αλωνάρη ουλούθε στα χωριά και μάζωνε στάρια, βρώμες και κριθάρι, για να με προτιμάνε οι χωριάτες εγώ τους έπαιρνα πολύ λιγότερα από τους άλλους, αλλά δεν νογάγανε, άσε που με κερνάγανε και με ταΐζανε καλά, τάχατις να τους προσέξω στο ζυγολόι, αλλά το μαύρο φίδι που τους έτρωγε. Τι στο διάβολο να έκανα νηστικός ήμουνα τήραγα να ταΐσω την κουρουνιά μου, μα εκείνος του λόγου του σκατά στην ψυχή του, δεν είχε ανάγκη, να τώρανες και τι έκαμε; Τώρανες γίνανε ούλα μπούλμπερη”
Όταν κάποιοι είχαν διενέξεις, ή όταν κάποιος προέβαινε σε κάποιο κακό έλεγαν: «Ααα..! ρε κανταρόξυλο που του χρειάζεται!» Δηλαδή να τον τιμωρήσουν κτυπώντας τον με το κανταρόξυλο που είναι σκληρό και δεν σπάζει εύκολα.
Για κάποιον που ήταν τρελούτσικος λέγανε: «Τούτος σάμπως ζυγίζει από τις ελαφριές!» Επίσης «καντάρι» αποκαλούσαν και τον σταθερό και συνεπή άνθρωπο λέγοντας: «Αυτός είναι καντάρι!» Όποιος καταλάβαινε το βάρος ενός αντικειμένου, προτού το ζυγίσει, γι’ αυτόν έλεγαν: «Καντάρι το χέρι του!»
Καντάρι ονόμαζαν με μια λέξη και το αρσενικό παιδί. Όταν κάποιος ρωτούσε άλλον για τα παιδιά πολλοί έλεγαν τα αγόρια καντάρια. Και αυτό γιατί το καντάρι ομοιάζει σαν τα γεννητικά όργανα του άνδρα. Το βαρίδι παρομοιάζεται με τους όρχεις και η βέργα (βραχίονας) με το πέος. Ενώ τα κορίτσια τα έλεγαν «σχιζοφύλλες». Όποιο σπίτι είχε μόνο αρσενικά παιδιά το έλεγαν κανταρόσπιτο. Κανταροπούτσης λεγόταν και αυτό που είχε μεγάλο πέος.
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στο ζύγισμα:
Αλίμονο σε εκείνον που δεν ξέρει από καντάρι.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η μαυρομυτίτσα.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η χερίτσα.
Απ’ όλα τα κακά η φτώχεια ζυγίζει ελαφρότερα.
-Βλέπεις στραβέ; -Βλέπει ο Θεός!
Δικό σου το καντάρι, γιομάτο το αμπάρι, ξένο το καντάρι, άδειο το αμπάρι.
Η ζυγαριά δεν κλέβει, ο αφέντης της κλέβει.
Η κοινωνία είναι το χειρότερο καντάρι.
Λέγε μου τον πόνο σου για να τον ζυγιάσω.
Με το καντάρι αγόραζε και πούλα με την παλάντζα.
Μόνος σου ζυγιάζεις, μόνος σου λογαριάζεις.
Νογάει ο κανταρτζής!
Ο γέρος και ο νιος σε μια ζυγαριά δεν πάνε.
Ο πόνος και το βάσανο σε μια ζυγαριά ζυγίζονται.
Ο τυλωμένος δεν ζυγίζεται με τον νηστικό.
Ότι ζυγίζεται πληρώνεται.
Ότι πάρεις από την Βολάντζα (σημ. Αλφειούσα Ηλείας), θα σε φάνε στην παλάντζα!
Ότι πει ο σιδερομούτρης (το καντάρι)!
Παλιά λόγια άκουσε, καινούρια ζυγισέτα.
Πούλα κρασί, κρέας και λάδι και το νου σου στο καντάρι!
Πρώτα στο καντάρι και μετά στο γομάρι.
Σπίτι χωρίς καντάρι, κοπάδι δίχωτις κριάρι!
Στο αφεντικό του το καντάρι κάνει την χάρη.
Τα λόγια του καντάρι.
Τα σεμπρικά κι αν ζυγιαστούν, πάλι ίσα δεν είναι.
Χίλια τα λόγια στο παζάρι, αλλά λίγα στο καντάρι!
Ο αγαπητός φίλος μου Γρηγόρης Γιαννακόπουλος, τότε που εργαζόμαστε να στήσουμε το Μουσείο της Αγίας Μαύρας, την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018, μου είπε ένα ωραίο για κάποιο πολιτικό που εμπλέκεται και το ζύγισμα: «Εζυγίσθης, εμετρήθης και ευρέθης λιποβαρής!
Ονοματολόγιο: Κανταρτζής, Καντάρης, Κανταρατζίδης, Κανταρατζόπουλος, Κανταρατζάκης, Στατέρης, Στατερίδης, Στατερόπουλος, κ.ά.
Ένα λογοπαίγνιο που κυκλοφορούσε παλιότερα και ανέφερε το καντάρι, σήμερα έχει χαθεί τελείως:
«Χίλια καντάρια σίδερο, πόσα βελόνια φκιάνει;»
Και η απάντηση ήταν:
«Δος μου τον ουρανό για χαρτί, τη θάλασσα για μελάνι, να κάτσω να λογαριαστώ πόσα βελόνια βγάνει!»
Φώτο από το διαδίκτυο
Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Παλιά πριν τα αλωνιστικά μηχανήματα (πατόζες) φθάσουν στα χωριά, το αλώνισμα γινόταν με τα ζώα.
Όπως γράφει σ’ ένα ποίημά του και ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951):
«Στ’ αλώνια καλοσάρωτα
και ξεχορταριασμένα
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές
ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Μετά το αλώνισμα σειρά είχε η διαδικασία του λιχνίσματος και το δριμόνιασμα, δηλαδή το καθάρισμα του αλωνισμένου δημητριακού από από τις ξένες ουσίες που συναθροίστηκαν κατά το αλώνισμα. Αυτά ήσαν τρίμματα από τις καλαμιές, άγανα, μικρά ξυλαράκια (χάχαλα), χαλίκια, ζωύφια, χώμα, υπολείμματα κοπριών, τρίχες κ.λπ.
Έτσι μετά το αλώνισμα με μια τσουγκράνα οι αλωνιστές τραβούσαν πάνω από το αλώνι τα άχυρα εκτός του αλωνιού για να ξελαφρώσουν το αλώνι. Οι δε καρποί κατά το αλώνισμα είχαν πέσει στο έδαφος. Μόλις ξαχυριάζανε το αλώνι, συνήθως το απόγευμα, που φυσούσε αεράκι, γινόταν το λίχνισμα. Το λίχνισμα γινόταν δίπλα από τα αλώνια. Τα αλώνια πάντοτε τα κατασκεύαζαν σε κάποιο επιλεγμένο ιδανικό ψηλό σημείο του χωραφιού, (σύραχο) ή του χωριού, εκεί που κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είχε αεράκι.
Έπιαναν το δικριάνι με τα δυο τους χέρια και με μαεστρία και επιδεξιότητα το έχωναν μέσα στον σωρό του αλωνισμένου γεννήματος (δημητριακού). Αυτό συγκρατούσε μια ποσότητα όσο μπορούσε να πιάσει, και με μια κίνηση το εκτίναζαν προς τα επάνω ψηλά. Κατά την διαδρομή του γεννήματος από τον σωρό προς τα ψηλά και κατά το πέσιμο του κάτω στην γη, από τον αέρα, ξεχώριζαν και παρασύρονταν λίγο πιο πέρα από τον σωρό, σχεδόν όλες οι ξένες και ελαφρύτερες ουσίες, ανάλογα με την ένταση του αέρα και το βάρος. Ακριβώς κάτω έπεφταν αυτά που δεν μπορούσε να παρασύρει ο αέρας, δηλαδή τα χαλίκια και ο καρπός.
Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να τελειώσει ο σωρός ή όση ώρα επικρατούσε το αεράκι.
Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων.
Ηλίας Τουτούνης
Ποδιά είναι το περίζωμα, ή εμπροσθέλλα (μπροστέλλα ποδιά του τσαγκάρη, του κτίστη, του μαραγκού) ή το μπροστινό μέρος της γυναικείας καλαισθησίας του φουστανιού (δημοτικό τραγούδι «…Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζουνται παλικάρια…»).
Μεταφορικά εννοούνται και η ποδιά του βουνού δηλαδή η πλαγιά, η ποδιά του τραπεζιού, το τμήμα του άνω μέρους του τραπεζιού που δύναται να διπλώνει προς τα κάτω.
Ναυτικά, ποδιά λέγεται το τμήμα του τριγωνικού ιστίου το οποίον εκ κατασκευής είναι γυρισμένο προς την πλώρη.
Η ποδιά είναι μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς της παραδοσιακής των γυναικών. Πλούσια είναι η ποικιλία της διακόσμησης της, σε συνδυασμούς χρωμάτων και της κατασκευαστικής της τεχνοτροπίας από διαφορετικές εθνογραφικές περιοχές, και τοπικές ενδυμασίες.
Η φορεσιά ενός λαού, εκφράζει άμεσα –όπως είναι γνωστό- το αισθητικό επίπεδο και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τις οποίες βιώνει σε κάθε χρονική περίοδο. Τα χωριά της Ηλείας δεν αποτελούν εξαίρεση και οι φορεσιές των κατοίκων της μαρτυρούν όχι μόνο τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, αλλά και τα επαγγέλματα των κατοίκων και τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις του.
Καθώς η ποδιά φοριέται μόνον πάνω από το φουστάνι, λειτουργεί ως προστατευτικό στρώμα. Είναι γνωστό ότι η διαδικασία κατασκευής των φορεμάτων, τόσο των καθημερινών και πολύ περισσότερο των επισήμων είναι και χρονοβόρα αλλά και δαπανηρή. Καθώς το μπροστινό μέρος του φορέματος είναι το περισσότερο εκτεθειμένο, με αποτέλεσμα να λερώνεται και να φθείρεται πιο εύκολα, είναι ευνόητο ότι η ποδιά το προφυλάσσει και το προστατεύει, μια που είναι πιο εύκολο και να πλυθεί και -αν χρειαστεί να αντικατασταθεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία ή το κόστος κατασκευής της ποδιάς είναι αμελητέα, αλλά οπωσδήποτε είναι πολύ χαμηλότερα απ’ αυτά που απαιτούνται για το φόρεμα.
Στις παλιότερες εποχές που απόλειπαν οι ζυγαριές δηλαδή δεν ήταν τόσο διαδεδομένες, η καθημερινή ποδιά χρησίμευε και ως μέτρο χωρητικότητας ή βάρους. Οι γυναίκες μπορούσαν να υπολογίσουν την αναγκαία γι’ αυτές ποσότητα οσπρίων ή αλευριού για παράδειγμα, ανάλογα με το πόσο απ’ το είδος αυτό μπορούσε να χωρέσει στην κατάλληλα διπλωμένη ποδιά τους. Έτσι οι εκφράσεις «μια ποδιά ρεβύθια» ή «μια ποδιά καρύδια» ακούγονταν συχνά όταν οι γυναίκες πήγαιναν στον μπακάλη ή για να ζητήσουν δανεικά από τη γειτόνισσα.
Τέλος, η ποδιά δρούσε και ως μια επιπλέον προστασία στην ευαίσθητη γυναικεία περιοχή της κοιλιακής χώρας. Είναι γνωστές οι συμβουλές των μεγαλύτερων γυναικών προς τις νεότερες «να φυλάγουν την κοιλιά τους για να μη πάθουν μητρικά!», και σίγουρα έχει μια μεγάλη δόση αλήθειας αν αναλογιστεί κανείς τις σκληρότερες συνθήκες ζωής και εργασίας τα παλιά χρόνια και την έλλειψη καλής θέρμανσης στο σπίτι σε συνδυασμό με το ψυχρό και υγρό κλίμα της περιοχής μας. Έτσι, η παίζει και αυτόν τον προστατευτικό ρόλο, που είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Εκτός από τον πρακτικό και χρηστικό ρόλο, η ποδιά έχει και κοινωνικό ρόλο. Ανάλογα με το υλικό κατασκευής της, το σχέδιο και το χρώμα της, διαφοροποιούνται οι ηλικίες των γυναικών που την φορούσαν, οι κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκουν, καθώς και το κοινωνικό γεγονός στο οποίο φοριούνται.
Στα χωριά της Ηλείας μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις κοινωνικές τάξεις.
Οι γυναίκες που ανήκαν στην κατώτερη τάξη, φορούσαν στις καθημερινές τους εργασίες κατ’ εξοχήν ντρίλινη ή απλή πάνινη ποδιά ενώ τις Κυριακές ή γιορτές η ποδιά τους ήταν υφαντή «δίμιτη» ή τσόχινη.
Η ποδιά αυτή ήταν πυκνοϋφασμένη στον αργαλειό, μονόχρωμη, με μια γιρλάντα -κυρίως με φυτικό διάκοσμο στο πάνω και στο κάτω μέρος της. Το χρώμα στις ποδιές των μεγαλύτερων και παντρεμένων γυναικών αυτής της τάξης ήταν συνήθως καφέ του καρυδιού ή μπλε λουλακί, ενώ των νεαρότερων και ανύμφευτων γυναικών ήταν συχνά κόκκινο και μπλέ.
Στη μεσαία κοινωνική θέση ανήκαν οι κτηνοτρόφοι αλλά και όσοι ασχολούνταν με το εμπόριο ή άλλα ελεύθερα επαγγέλματα που απέδιδαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Οι γυναίκες της μεσαίας αυτής τάξης φορούσαν κυρίως καλοδουλεμένες υφαντές ποδιές, σε αποχρώσεις του μπλε, του σκούρου κόκκινου (μπορντό), του καφέ και του πράσινου, με φυτικό διακοσμητικό μοτίβο στο τελείωμα, και συχνά πλεχτή με το βελονάκι δαντέλα κάτω-κάτω.
Τέλος, οι ποδιές των γυναικών που ανήκαν στην ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη, ξεχώριζαν τόσο από το υλικό της κατασκευής τους (που ταίριαζε με αυτό της όλης φορεσιάς) όσο και από τα διακοσμητικά τους μοτίβα. Όσο για τις ποδιές που φοριόντουσαν με την επίσημη φορεσιά, αυτές ήταν φτιαγμένες από ατλάζι και τα διακοσμητικά τους μοτίβα, που ήταν παρμένα κυρίως από τον κόσμο των φυτών και των πουλιών, ήταν εντυπωσιακά και κεντημένα με μεταξωτές ή χρυσές κλωστές. Οι «επίσημες» αυτές ποδιές ήταν γνωστές με το όνομα «ατλαζένιες».¬
Εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες των ποδιών, που είναι ενδεικτικές κάποιας κοινωνικής ομάδας, υπάρχει άλλη μία που φοριόταν μόνο τις μέρες πριν τον γάμο από νεαρές φίλες και συγγενείς της νύφης. Η ποδιά αυτή μπορούσε να ήταν αγοραστή βαμβακερή με κόκκινο και λευκό καρό, ή και μάλλινη υφαντή στον αργαλειό, και χαριζόταν από την νύφη σε όλες τις φίλες και συγγένισσες της που θα την βοηθήσουν στην προετοιμασία του γάμου της και κυρίως στις λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ποδιά στην περίπτωση αυτή δρούσε ως μια δημόσια κοινοποίηση ενός χαρμόσυνου γεγονότος, για το οποίο -μ’ αυτό τον τρόπο- ενημερωνόταν όλο το χωριό και έμμεσα καλείτο να συμμετάσχει στη χαρά της κοπέλας που παντρευόταν.
Είναι γνωστή η σημασία που δίνει η λαϊκή δοξασία στο «μάτιασμα», ή «αβασκανιά», και τις ολέθριες -μερικές φορές επιπτώσεις που μπορεί αυτό να έχει στο άτομο προς το οποίο απευθύνεται. Έτσι, για να αποτραπεί το «κακό μάτι», κυρίως από άτομα που θεωρούνται ευάλωτα, όπως τα μικρά παιδιά και οι όμορφες γυναίκες, έχει «επιστρατευτεί» μια σειρά από μικρά- μικρά ματάκια, φυλαχτά και κρεμαστάρια που πιστεύεται ότι δρούσαν σαν ασπίδα προστασίας.
Η ιδέα είναι ότι τα φυλαχτά θα τραβήξουν αυτά πάνω τους το κακό μάτι και έτσι δεν θα πάθει τίποτα το πρόσωπο που ελκύει την προσοχή, τον θαυμασμό και ακόμα και τον φθόνο των γύρω του.
Η ιδέα της βασκανίας δεν αφορά μόνο τα έμψυχα όντα αλλά και τα υλικά αγαθά, κυρίως έργα χειροτεχνίας που μπορεί κι αυτά, λόγω της ομορφιάς τους, να τραβήξουν πάνω τους το κακό μάτι. Έτσι, συχνά ράβεται ένα είδος φυλαχτού σε μια άκρη των υφαντών, και ιδίως αυτών που θα σταλούν στη δριστέλα ή το μαντάνι και άρα θα εκτεθούν στην κοινή θέα, ή γίνεται επίτηδες ένα λάθος σε κάποιο σχέδιο του υφαντού, ώστε το κομμάτι να μην είναι άψογο και ως εκ τούτου να μην αξίζει να ελκύει τον θαυμασμό ή την ζήλια.
Βάσει λοιπόν της παραπάνω ισχύουσας δοξασίας, δεν θα ήταν άτοπο και ‘τολμηρό’ να θεωρήσουμε ότι η ποδιά, εκτός των άλλων, παίζει και αποτροπαϊκό ρόλο και προστατεύει ποικιλοτρόπως την γυναίκα που την φοράει. . Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ποδιά καλύπτει την ευαίσθητη αναπαραγωγική ζώνη της γυναίκας, και εκεί ακριβώς έγκειται ο αποτροπαϊκός της ρόλος, ειδικά αν η γυναίκα που την φοράει είναι νιόπαντρη ή έγκυος, οπότε θα τραβάει περισσότερα βλέμματα επάνω της. Θαυμάζοντας την όμορφη ποδιά, το «μάτι» θα μείνει εκεί και δεν θα διεισδύσει πιο μέσα όπου θα μπορούσε ίσως να «βλάψει» αυτό που καλύπτεται πίσω απ’ την ποδιά, και έτσι ‘προφυλάσσει’ αυτή που την φοράει.
H ομορφιά και η αισθητική στην εμφάνιση, και συγκεκριμένα στο ένδυμα, είναι ίσως αυτό που κυρίως λαμβάνεται υπ’ όψη όταν κατασκευάζονται τα διάφορα κομμάτια και εξαρτήματα της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς. Έτσι, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην εμφάνιση της ποδιάς, η οποία καθώς δεσπόζει στο κέντρο της φορεσιάς, παίζει -συν τοις άλλοις και σημαντικό διακοσμητικό ρόλο.
Από τις ποδιές που συναντούμε οι καθημερινές, απλές, σκουρόχρωμες βαμβακερές που φοριούνται από τις γυναίκες για τις δουλειές του σπιτιού δεν έχουν κανένα διάκοσμο, πέρα από ένα μονό ή διπλό σειριτάκι γαζωμένο στο τελείωμά τους. Όμως, τόσο οι υφαντές όσο και (κυρίως αυτές) οι ατλαζένιες και μεταξωτές ποδιές, έχουν χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα, δουλεμένα με μεράκι και τέχνη.
Οι μάλλινες υφασμένες στον αργαλειό ποδιές είναι -όπως προαναφέρθηκε- αρκετά λιτές, συνήθως σε χρώματα μπορντό, καφέ, και πράσινο. Στο κάτω μέρος τους, περίπου δέκα εκατοστά πριν το τελείωμά τους, υπάρχει πάντα γιρλάντα με λουλούδια, ενώ κάτω στο τελείωμά τους έχουν κάποτε δαντέλα στο ίδιο χρώμα με το φόντο τους, πλεγμένη με το βελονάκι. Άλλοτε η δαντέλα αυτή είναι πλεγμένη με μάλλινο νήμα σε ένα από τα χρώματα της γιρλάντας, που συνήθως κάνει αντίθεση με το φόντο της ποδιάς. Οι ποδιές που παρουσιάζουν τον πιο πλούσιο διάκοσμο, και που απαιτούν και χρόνο και χρήμα για την κατασκευή τους, είναι αυτές που συνοδεύουν το ‘καλό’ φουστάνι και είναι φτιαγμένες από ατλάζι ή μεταξωτό. Τα υφάσματα αυτά, τα παλιά χρόνια τα αγόραζαν από τα αστικά κέντρα ή και το εξωτερικό οι άνδρες που ταξίδευαν και οι γυναίκες τα κεντούσαν οι ίδιες ή τα έδιναν σε γνωστές κεντήστρες να τα κοσμήσουν. Τα διακοσμητικά μοτίβα στις ποδιές αυτές είναι, ως επί το πλείστον, απεικονίσεις λουλουδιών ή πουλιών, ή συνδυασμός και των δύο.
Τα λουλούδια και τα πουλιά που κοσμούν τις ποδιές είναι κεντημένα, κυρίως με σταυροβελονιά, πάνω στο ύφασμα με φίνες βαμβακερές ή μεταξωτές κλωστές σε έντονα και πολύ ζωντανά χρώματα, όπως κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, γαλάζιο, πολλές αποχρώσεις του πράσινου, κλπ. Τα διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν κυρίως στο κάτω μέρος της ποδιάς, ενώ στις περιπτώσεις που υπάρχει κέντημα στο πάνω μέρος και στα πλάγια, αυτό είναι πολύ πιο λεπτό και περιορίζεται σε μια γιρλάντα με λουλούδια.
Τα λουλούδια κεντιούνται συνήθως σε μπουκέτα, και τρία, πέντε ή επτά επαναλαμβανόμενα μοτίβα καταλαμβάνουν το κάτω μέρος της ποδιάς. Τα πουλιά, αηδόνια και παγώνια, κεντιούνται συνήθως αντικριστά ανά δύο και ‘κάθονται’ πάνω σε μία συνεχόμενη γιρλάντα ή σε ξεχωριστό μπουκέτο το κάθε ζευγάρι.
Φαίνεται λοιπόν από όλα τα παραπάνω πως ο ρόλος της ποδιάς στην παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά, αλλά και σε όλες τις παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές, είναι πράγματι πολλαπλός και πολυδιάστατος και ο κάθε ένας είναι ξεχωριστός μεν, αλλά συνυφασμένος και εξ’ ίσου σημαντικός με τους άλλους.
Στην χηρεία στην λύπη και στον κατατρεγμό οι ποδιές ήταν μαύρες ή σκουρόχρωμες μονόχρωμες ή διακοσμημένες κυρίως με σκοτεινά χρώματα τόσο που δύσκολα μπορούσες να τα διακρίνεις.
Οι μεσήλικες φορούσαν ποδιές διακοσμημένες με φυτικά κοσμήματα με θαμπά ή ουδέτερα χρώματα, Οι ηλικιωμένες συνήθως φορούσαν μαύρες ποδιές κεντημένες περιφερειακά με ευθείες τεθλασμένες ή χιαστί γραμμές οι οποίες απέπνεαν την αρχαιότητα.
Οι Τούρκοι κατακτητές άνδρες και γυναίκες φορούσαν ποδιές. Έτσι όταν στον δρόμο και μετέφεραν κάτι μέσα στην ποδιά τους, όταν έβλεπαν έγκυο γυναίκα ανεξαρτήτου θρησκείας (χριστιανή ή μουσουλμάνα), την άνοιγαν να ιδεί η έγκυος τι έχει μέσα για να μην μυρίσει ή ζηλέψει κάτι και της πέσει το παιδί. Και αν μετέφεραν κάποιο φρούτο, γλυκό, φαγητό ή οτιδήποτε φαγώσιμο, ήσαν ευάλωτοι και την φίλευαν.
Την ποδιά την ονόμαζαν και «μπροστομούνι», επειδή κρεμόταν μπροστά από το γυναικείο αιδοίο.
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για την ποδιά:
Άλλοι στην ποδιά κι άλλοι στην καρδιά!
Ανάλογα με την κυρά και η μπροστινή ποδιά!
Βροντάει η ποδιά της!
Βρωμάει η ποδιά της!
Δείξε μου την ποδιά σου, να μετρήσω την αρχοντιά σου!
Ζώστηκε η φτώχεια ποδιά και βγήκε για σεργιάνι.
Η Αγία Μαύρα σούρνει το χαλάζι στην ποδιά.
Η Αγία Τριάδα κρατά το χαλάζι στην ποδιά της.
Η παστρικιά νοικοκυρά, φαίνεται απ’ την ποδιά!
Κάτι κρύβει η ποδιά της.
Κατουρημένη ποδιά, χεσμένη υπόληψη.
Κρύβει πολλά η ποδιά της!
Μπροστά η ποδιά και πίσω η κυρά!
Μπροστά παγένει η ποδιά της και ξοπίσω η αφεντιά της.
Ντροπιασμένη ποδιά, λάχανα μαγειρεύει.
Ο περιβολάρης με την ποδιά στο περιβόλι του και ο κλέφτης με το καλάθι.
Ο χωριάτης νίβεται και η ποδιά του καμαρώνει! (αναφέρεται για τους βρωμιάρηδες οι οποίοι διαρκώς σκουπίζονται στην ποδιά τους).
Ο χωριάτης νίβεται και η ποδιά του χαίρεται.
Όποια έχει κατουρημένη την ποδιά, έχει μούσκεμα και το βρακί της.
Όσον η κόρη είναι ανύπαντρη βροντομανάει η ποδιά της.
Ότι δεν μπορεί η άσπρη ποδιά, το τελειώνει η μαύρη.
Ότι κρύβει η καρδιά της, το μαρτυράει η ποδιά της.
Ότι μαζώνει η ποδιά της, τρώνε τα ορφανά της.
Ούλα τα ξέρει η ποδιά της.
Πολλά κρύβει η ποδιά!
Πρού καμαρώνει η ποδιά και μετά τα άλλα τα σκουτιά!
Στου διαβόλου την ποδιά, ή γυναίκα ή οχιά.
Της μάνας η ποδιά έχει πολλές δίπλες.
Τον σέρνει στην ποδιά της.
Τρίζει η ποδιά της!
Φίλησε κατουρημένες ποδιές (ταπεινώθηκε).
Χωρίς ποδιά στον μπαξέ μην μπαίνεις!
Ως να κάνει την δουλειά του, βαστά πάντα την ποδιά του.
Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην ποδιά:
«Στην κεντισμένη σου ποδιά μωρή βλάχα…»
«Θέλησα να κάνω γιούργια στην ποδιά σου την καινούρια…»
«Με μάρανε η ποδιά σου, Βασιλικούλα μου γεια σου…»
ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ ΤΟ ΧΑΝΙ
Το χάνι του Κούνταρη βρισκόταν στα όρια της Ηλείας με την Αχαΐα, επί της οδού Πατρών - Τριπόλεως, κοντά στον οικισμό Καρπέτα. Ανήκε αρχικά σ’ έναν Τούρκο και μετά το πήρε ο Κούνταρης. Καταστράφηκε από κάποιο λήσταρχο, γιατί έλεγαν ότι ο Κούνταρης ήταν πληροφοριοδότης των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τους ληστές. Για να τον εκδικηθούν, πρώτα τον λήστεψαν και μετά έβαλαν φωτιά και κάψανε το χάνι.
Ο Κούνταρης έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, για να μην τον σκοτώσουν οι ληστές.
(Την ιστορία μου τη διηγήθηκε ο Χρήστος Κοντογιάννης)
ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ
Ο Γιώργης από του Σκιαδά κι ο Γιάννης απ’ του Σκούρα
πήγανε και κονέψανε στου Κούνταρη το χάνι.
- Χαντζή ψωμί, χαντζή κρασί, χαντζή ταγή τ’ αλόγου,
χαντζή τη θυγατέρα σου όρθια να μας κερνάει.
- Η κόρη μου δεν είν’ εδώ, την έστειλα στ’ αμπέλι,
να φέρει απίδια στην ποδιά, σταφύλια στο μαντήλι.
Κ’ η κόρη μόλις έμπαινε, μην έσωνε να φτάσει.
- Καλώς την κόρη του χαντζή, την όμορφη χαντζοπούλα,
καλώς τηνε που έρχεται να μας κερνά να πιούμε.
- Εγώ είμαι η κόρη του Κούνταρη και του χαντζή κοπέλα,
ποτέ μου δεν εκέρασα κανέναν παλιοκλέφτη.
- Εγώ ’μαι ο Γιώργης απ’ του Σκιαδά, με λένε Καπελίσο,
και θα σου κόψω τα μαλλιά, να πα’ να τα πουλήσω.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΠΗΝΕΙΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΟΥ!
Κόρη πάει Πηνειωτοπούλα, κόρη πάει απάνου-απάνου,
κόρη πάει απάνου-απάνου, σέρνεται η ποδιά της χάμου.
-Μάσε κο- Πηνειωτοπούλα, μάσε κόρη την ποδιά σου,
μάσε κόρη την ποδιά σου, γιατί σούρνεται μπροστά σου
Κι η ποδιά- Πηνειωτοπούλα κι η ποδιά θα σε μπερδέψει
κι η ποδιά θα σε μπερδέψει και θα πέσεις να βαρέσεις.
-Τι σε με- ρε Χαρλάμη, τι σε μέλει εσέ ρε βλάμη,
τι σε μέλει εσέ ρε βλάμη κι αν θα πέσω κι αν βαρέσω.
-Θα μου ρε Πηνειωτοπούλα, θα μου πεις να σε σηκώσω
θα μου πεις να σε σηκώσω, το χεράκι μου ν’ απλώσω.
-Κάλιο να, ρε Χαρλάμη, κάλιο να με φάει το φίδι,
κάλιο να με φάει το φίδι, μες τη γλώσσα κι στα χείλη.
-Γίνε συ Πηνειωτοπούλα, γίνε συ κυρά μου το φίδι
γίνε συ κυρά μου το φίδι κι έλα φίλα με στα χείλη.