Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Ραβδί, ή ράβδος (γένους θηλυκού) = μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού.
Ραβδί λέγεται ο λεπτός κορμός περίπου στο πάχος της λαγούσας (μαγκούρας) από κάποιο ξυλώδες σκληρό φυτό. Αυτοί που ήθελαν να κατασκευάσουν ραβδιά, επέλεγαν ξύλα από διάφορα δένδρα και να προέρχονται κυρίως από λαίμαργα (κολομπούκια ή κωλοβούτια). Τα καλύτερα αυτών προέρχονταν από άγρια ελιά από πουρνάρι, σκίντο, σμέρτο, μελιό, αγκλαβουτσά, κρανιά, έλατο κ.ά. Τα πιο γερά ήσαν αυτά που είχαν εξογκώματα (ζιόγκους).
Ραβδιά λέγανε τους διακονιαραίους, στο χωριό Ρεκούνι (σημ. Λευκοχώρι) Γορτυνίας. Κάποτε στο Ρεκούνι πήγε κάποιος φοροεισπράκτορας να εισπράξει βεβαιωμένους φόρους. Η απάντηση τους ήταν λακωνική:
«-Να περάσεις όταν γυρίσουν τα ραβδιά». Εννοούσε όταν θα γύριζαν οι επαγγελματίες διακονιάρηδες με τα λεφτά για ν’ αποπληρώσουν. Ο δε φοροεισπράκτορας, νόμισε ότι του εννοούσαν ότι όταν τα ίσια ραβδιά γυρίσουν κουλούρα τότε θα πληρωθεί, δηλαδή ποτέ!