Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Λαογραφικές ιστορίες

Η κακοπαντρεμένη αδελφή

Η κακοπαντρεμένη αδελφή   

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν τρία αδέλφια ορφανά και είχαν μιά αδελφή που την πάντρεψαν σ' ένα μακρινό χωριό. Αν και ήταν καλή κοπέλα, κακοτύχησε, γιατί ο άντρας της πήγαινε με μπουλούκι μαστόρων πετροκτιστάδων και με την κακή πεθερά που της έλαχε, έβγανε μαύρη ζωή.

  Μια μέρα, πέρασε ένας γυρολόγος και τα παιδιά τον ρωτήσανε αν γνωρίζει την αδερφή τους. Εκείνος τους είπε, ότι δεν περνάει καλά εκεί που την παντρέψατε και να πάτε να την πάρετε πίσω, γιατί θα πεθάνει της πείνας σ' εκείνα τα χέρια που έχει πέσει. Η μαύρη ζούσε μ' ένα φακόσπυρο, γιατί την άφηναν νηστική κάθε φορά, είχε καταντήσει η μαύρη σαν αποξαλιά. Ενώ τα πεθερικά της σηκωνόταν την νύχτα κ' έτρωγαν, η νύφη έμενε πάντοτε νηστικιά. Το βράδυ που όλα τ' αδέρφια της μαζωχτήκανε, κάτσανε και κουβεντιάσανε για το πώς περνάει η αδερφή τους. Θελήσανε να πάνε στο σπίτι της και να εξακριβώσουν την αλήθεια από μονάχοι τους. Κίνησε ο μεγαλύτερος αδερφός, πάει στους συμπεθέρους και την ώρα που έστρωσαν τον σοφρά με τα φαγητά, λέει η πεθερά.

- Έλα νύφη, η τάβλα μας είναι γιομάτη, οι καλεσμένοι μας χορτάτοι, σήκω τώρα νύφη το μεσάλι μας.

Γυρίζει ο μεγάλος στ' αδέρφια του. Αυτό κι αυτό, τους λέγει έγινε. Κινάει και πάει ο δεύτερος, να ιδεί και αυτός τι πράγμα είναι τούτο πάλενες.

- Εγώ θα τα καταφέρω καλύτερα είπε.

- Μα και του λόγου του δεν κατάφερε τίποτα. Η πεθερά έκανε 'κείνο που κάθε φορά είχε λογαριάσει. Πεισματώθηκε ο τρίτος, ο μικρότερος.

- Εγώ είπε, θα πάω και θα σιάξω τα πράγματα, αν δεν μπορέσω να τους βάλω σε σειρά, θα πάρω την αδερφή μας και θα την φέρω πίσω, να ζήσει κοντά μας, εγώ νηστική δεν την αφήνω.

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΔΙΠΟΤΑΜΟΥ

Κάποτες τα παλιά χρόνια ελέγανε ότι παραπάνου από το Κακοτάρι στη στράτα που παγαίνει για Τσίπιανα και Ντερβινή εδεκεί π' ανταμώνουνε τα δυο λαγκάδια το λένε Διπόταμο. Εκεί κάποτις, ήταν ένα σπίτι με τρανούς νοικοκυραίους, με πολλά πρόβατα γίδια, άλογα και μουσκάρια. Το νοικοκύρη αυτουνού του σπιτιού τον λέγανε Μπάλιο, έτσι λέγανε και τον μακαρίτη τον πατέρα του, ευτούνος ήτανε κάπως σα λιάρος στα μούτρα και στο ζερβί του χέρι και από αυτούνο το πράμα του είχανε κολλήσει το Μπάλιος.

Τα πάθη του Χριστού

ΜΙΑ ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ο αείμνηστος Ιερώνυμος Βογιατζής σχολάρχης της Δημητσάνας έλεγε χαρακτηριστικά για τους Γορτύνιους.

Ακούστηκε σε όλη την τότε Εθνική Γορτυνία κραυγή:

Άρον! Άρον! Σταύρωσον Αυτόν!

Οι κομπολογάδες Ακοβίτες έκαμαν συνέδριο των ανόμων. Οι λάτρες της Ελευσινίας Δήμητρας έστειλαν τους ψευδομάρτυρες (Ζατουνίτες). Οι καλαμαράδες Καρυτινοί εξέδωσαν την απόφαση. Οι Βυτιναίοι έφαγαν τον γάιδαρο όπου κάθονταν ο Ιησούς όταν εισήλθε εις τα Ιεροσόλυμα. Οι Μαγουλιανίτες υλοτόμησαν τα τρία δένδρα. Οι Βαλτετσινιώτες κάρφωσαν τον σταυρόν. Οι Στεμνιτσιώτες έφτιαξαν τα καρφιά και έκοψαν τα τριάκοντα αργύρια. Οι Βλογγιώτες και Παραλογγίτες πλέξανε το ακάνθινο στεφάνι. Οι Λασταίοι ετοίμασαν την ψεύτικη πορφύρα.. οι Ζυγοβιτσιώτες τον έχρισαν με λάδι βασιλέα των Ιουδαίων. Οι Δημητσανίτες τον σταύρωσαν. Οι Τροπαιάτες έστησαν το τρόπαιο των δύο ληστών. Στην Αφισκαριά της Ζάτουνας κρεμάστηκε ο Ισκαριώτης. Οι Ατσιχολίτες πότισαν τον Ιησού με χολή και ξύδι. Οι θερμόαιμοι Θελπουσιώτες τον τρύπησαν με την λόγχη. Οι Λαγκαδινοί έκτισαν τον Τάφο Του. Οι Κωνστανταίοι Παλουμπαίοι απάρτιζαν την κουστωδία. Οι Ρεκουναίοι διαμοίρασαν τα ιμάτια για πάρτη τους......και ο κόσμος πίστευε.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ

Ο ΠΑΠΑΣ Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΥΓΑ

Μια φορά σ' ένα χωριό ένας από τους επιτρόπους του ναού, όταν του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία τρύπωνε στην εκκλησία και έκλεβε μέρος από τα λεφτά από το παγκάρι, αλλά άφηνε κιόλας για να μην τον πάρουνε χαμπάρι ο παπάς και οι άλλοι επίτροποι. Ο παπάς πονηριάστηκε και μια μέρα παραφύλαξε αλλά ο κλέφτης επίτροπος, ήταν παμπόνηρος και δεν έπεφτε εύκολα στην παγίδα του παπά.

Όμως ο παπάς για να ξεδιαλύνει την υπόθεση και ν' ανακαλύψει τον κλέφτη, μια ημέρα, τους κάλεσε όλους στο σπίτι του για να τους κάνει δήθεν διάφορες ανακοινώσεις.

Εκεί που πίνανε το καφεδάκι τους, ο παπάς τους ανακοίνωσε ότι κάποιος μεταξύ των ήταν ο κλέφτης του παγκαριού. Όλοι τους κοιταζότανε αναμεταξύ τους γεμάτοι απορία, για το ποιος είναι ο κλέφτης.

Τότε ο παπάς λέει, ότι γνωρίζει τον κλέφτη διότι αυτή την στιγμή, επάνω στο κεφάλι του κάθεται μια μύγα. Τότε ένας από τους επίτροπους, ο πραγματικός κλέφτης, με ταχύτητα και απερισκεψία, έφερε με φόρα το χέρι στο κεφάλι του για να εκδιώξει την μύγα.

Οι υπόλοιποι τρεις επίτροποι δεν έκαναν καμιά κίνηση, αλλά ούτε και υπήρχε μύγα σε κανενός το κεφάλι, ήτανε μια μπλόφα του παπά για ν' ανακαλύψει τον πραγματικό και παμπόνηρο κλέφτη και τα κατάφερε.

Ο τραγικός κι άδικος θάνατος του Γιώργη του Κοτσάφτη

Στην ανατολική άκρη των «Έξι δέντρων» κοντά στο δρυμό του «Ντούτση»ν είναι τα «Μπενετσαίικα». Εκεί είχε το χωράφι του ο Παναής ο Μπενέτσης. Στα 1905 ο Παναής είχε σπείρει το χωράφι του αραποσίτι. Τη χρονιά κείνη ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης ήτανε βροχεροί κι όσοι είχανε σπείρει πολλά αραποσίτια λέγανε: «δόξα σοι, ο Θεός· θα χορτάσουνε ψωμί τα παιδιά μας φέτος».

Ο Παπαθόδωρος είχε σπείρει ολάκερη τη Δρυμώνα και τη Λάκκα του Φούνη με διαλεχτό σπόρο αραποσιτιού και στις αρχές Μαΐου είχε βάλει αργάτες και αργιέψανε και σκαλίσανε τ΄αραποσίτι εκεί στη Δρυμώνα και τη Λάκκα του Φούνη, δίπλα στα «Μπενετσαίικα».

 

Ο Παπαθόδωρος

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates