Μια φορά κι ένα καιρό ήταν τρία αδέλφια ορφανά και είχαν μιά αδελφή που την πάντρεψαν σ' ένα μακρινό χωριό. Αν και ήταν καλή κοπέλα, κακοτύχησε, γιατί ο άντρας της πήγαινε με μπουλούκι μαστόρων πετροκτιστάδων και με την κακή πεθερά που της έλαχε, έβγανε μαύρη ζωή.
Μια μέρα, πέρασε ένας γυρολόγος και τα παιδιά τον ρωτήσανε αν γνωρίζει την αδερφή τους. Εκείνος τους είπε, ότι δεν περνάει καλά εκεί που την παντρέψατε και να πάτε να την πάρετε πίσω, γιατί θα πεθάνει της πείνας σ' εκείνα τα χέρια που έχει πέσει. Η μαύρη ζούσε μ' ένα φακόσπυρο, γιατί την άφηναν νηστική κάθε φορά, είχε καταντήσει η μαύρη σαν αποξαλιά. Ενώ τα πεθερικά της σηκωνόταν την νύχτα κ' έτρωγαν, η νύφη έμενε πάντοτε νηστικιά. Το βράδυ που όλα τ' αδέρφια της μαζωχτήκανε, κάτσανε και κουβεντιάσανε για το πώς περνάει η αδερφή τους. Θελήσανε να πάνε στο σπίτι της και να εξακριβώσουν την αλήθεια από μονάχοι τους. Κίνησε ο μεγαλύτερος αδερφός, πάει στους συμπεθέρους και την ώρα που έστρωσαν τον σοφρά με τα φαγητά, λέει η πεθερά.
- Έλα νύφη, η τάβλα μας είναι γιομάτη, οι καλεσμένοι μας χορτάτοι, σήκω τώρα νύφη το μεσάλι μας.
Γυρίζει ο μεγάλος στ' αδέρφια του. Αυτό κι αυτό, τους λέγει έγινε. Κινάει και πάει ο δεύτερος, να ιδεί και αυτός τι πράγμα είναι τούτο πάλενες.
- Εγώ θα τα καταφέρω καλύτερα είπε.
- Μα και του λόγου του δεν κατάφερε τίποτα. Η πεθερά έκανε 'κείνο που κάθε φορά είχε λογαριάσει. Πεισματώθηκε ο τρίτος, ο μικρότερος.
- Εγώ είπε, θα πάω και θα σιάξω τα πράγματα, αν δεν μπορέσω να τους βάλω σε σειρά, θα πάρω την αδερφή μας και θα την φέρω πίσω, να ζήσει κοντά μας, εγώ νηστική δεν την αφήνω.