Η Π…..α, τσούπα μιας προσφυγοπούλας, μαυρούδω σαν γυφτοπούλα, έφτασε με την μάνα της το εικοσιτρίο στο χωριό θα ’τανε δε θα ’τανε δυο- τρίο χρονώνε. Φτωχούλα μπίτι η μάνα της, τήνε τήραξε το χωριό ούλο, και σπίτι της δώκανε και σκουτιά και ανάχρεια και απ’ ούλα, να σταθεί η δόλια στα πόδια της. Μεγάλωσε η Π….α κοντά με τ’ άλλα παιδιά στο χωριό και με τα άλλα τα τσουπιά που ήσαντε ίσα στα χρόνια της, σμίξανε και γίνανε φιλενάδες, να ειπώ και την αλήθεια τήνε προσέχανε ούλες σαν αδερφή τους.
Ευτούνο το τσουπί είχε ένα κατάμαυρο μαλλί κατσαρό σαν αφάνα. Τώρα τα τσουπιά αναμεταξύ τους τηραγόσαντε και πιο μέσα και ευτούνο είχε μαλλιαρό πράμα όπως μολογάγανε αργότερα, μέχρι τα αφάλι σκέτος λόγγος απέραστο ρουμάνι. Τα τσουπιά αναμεταξύ τους το κουβεντιάζανε, τα διαβόλια και επειδή ήταν πολλή μαλλιαρή κάποιο από δαύτα πως του ’ρθε της κόλλησε το παρατσούκλι «Μαλλιάρω».
Μαλλιάρω την είπανε, μαλλιάρω ήτανε, κουφέτο της πήγαινε το παρατσούκλι. Το σαράντα ένα η Μαλλιάρω παντρεύτηκε ένανε από το χωριό, καλό παιδί μοναχοπαίδι κι αρφανό από μάνα. Έλα μου όμως σε κανά δυο χρόνια ευτούνο το μαύρο το είχανε ντύσει φαντάρο και στο πόλεμο σκοτώθηκε, άφηκε τα κόκκαλά του απάνου στην Μακεδονία. Τον έκλαψε η Μαλλιάρω, τόνε ξανάκλαψε αλλά τίποτα οι πεθαμένοι δεν ματαγυρίζουνε ξοπίσω. Το σαράντα εννιά τότε με το αντάρτικο τότενες που ανακατευότανε ούλος ο τόπος, στο χωριό μας εφτάσανε καμιά πενηνταριά αντάρτες και μείνανε για καμιά βδομάδα.
Χαροκαμένη η Θανάσω, ξεμεινεσμένη από άντρα, πως τα ’κανε πως τα κατέφερε, βόριασε και έσμιξε μ’ ένα παιδαρέλι αντάρτη και το ίδιο βράδυ που δεν κρατιότανε, τόνε τρούπωσε μέσα στ’ αχούρι της κρυφά κι απόκρυφα. Ευφτούνο μόλις του ’κάτσε τέτοιο αναπάντεχο τυχερό, τήνε κουτούπωσε και δώστου και μπήχτου, ούλη την νύχτα αναπιάνανε τα δυο τους, προζύμι μέσα στα άχερα.
Έλα μου ντε! Που τη δουλειά την μπήρε χαμπάρι μια γειτόνισσα και έφριξε ούλο τα χωριό, μέχρι το κολατσιό το ξέρανε ούλες οι γυναίκες του χωριού. Από εκείνη την ώρα, την μπήρανε πρι και πρι, ούλες τήνε κακολογάγανε. Ξέρεις στα χωριά ούλες λιγουρευόσανται να ξενοβουτήξουνε την μπουκίτσα τους, αλλά άμα παίρνανε καμιά άλλη χαμπάρι, τηνε περνάγανε στρατοδικείο.
Αλλά η Μαλλιάρω χέστηκε απάνου της, άμα λέγανε και ξελέγανε. Ευτούνη τη λιγουρίτσα της, τη μπήρε και αφού είδανε άσπρη μέρα τα σκέλια της δεν τηνε ένοιαζε μπίτι τι θα πούνε και θα κάνουνε. Όμως εμπήκε και σε ένα άλλο τρανό μπελά, που δεν παίρνει μόλογο. Ευτούνο το ανταρτόπουλο την ώρα που βγάνανε τα μάτια τους ήτανε άπλυτο, άκουρο, άξουρο, σκισμένα και λερά σκουτιά, τρούπιες αρβύλες, αλλάάά..! για μάρκαλο δεν του ’βγαινε κανένας, έτσι έλεγε υστερότερα η Μαλλιάρω σε μια μπιστικιά φιλενάδα της. Πέρα από εφτούνα το ανταρτόπουλο ήτανε και γιομάτο τρανές κριθαράτες ψείρες, μιλιούνι από δαύτες απάνου του. Ξέρω ’γω άλλοι τις λέγανε ανταρτόψειρες, άλλοι μουνόψειρες. Τι με διαφέρει μένα τι σόι ψείρες ήσαντε;
Από το ίδιο βράδυ η Μαλλιάρω, μετά τον μάρκαλο, μόλις μαζώχτηκε στο κρεβάτι της να γείρει, αρχίσανε και την τρώγανε και ξυνότανε απάνου κάτου, πότε στο κεφάλι, πότε στο πράμα της, πότε στην αμασκάλη της, δεν έβρισκε πουθενά στασιό η μαύρη. Έβαλε το καζάνι με καυτό νερό, λούστηκε πλύθηκε αλλά ευτούνες, τσιμπούρι, που να φύγουνε.
Τη άλλη μέρα, τη μπήρανε στο ρεζίλεμα στο χωριό. Ούλες οι γυναίκες και την κουβεντιάζανε και γελάγανε με το χουνέρι της Μαλλιάρως. Οι ξεκολλιάρες ήσαντε κανά δυο από δαύτες, κρυφές ξελιγουριάστρες και ευτούνες, που την τρίχα τήνε κάνανε τριχιά. Τις πήρε χαμπάρι η Μαλλιάρω και βάλθηκε να τις ντροπιάσει και να τις ξεμπροστιάσει. Την άλλη μέρα πήγε εκεί που έβοσκε τα πρόβατα ο άντρας της μιας και εκεί κάτου στα πουρνάρια, του ρίχτηκε η Μαλλιάρω, πιαστήκανε κανά δυο ώρες και βγάλανε τα μάτια τους. Μόλις έκιωσε η Μαλλιάρω την ώρα που έφευγε, γυρίζει και του λέει:
-Καλορίζικες να είναι! Ευτούνος, δεν κατάλαβε την τήραξε λίγο και μετά έφυγε.
Την άλλη μέρα η κοτσομπόλα η γυναίκα του τσοπάνη, ξυνότανε και ευτούνη χωρίς να ξέρει από πού της ήρθανε οι ψείρες. Η Μαλλιάρω δεν το έβαλε κάτου, πήγε στης άλλης τον άντρα που ήτανε μυλωνάς, εκεί κουτουπωθήκανε με δαύτονε και μόλις έφευγε πάλενες και σε ευτούνονε είπε:
-Καλορίζικες να είναι! Και ευτούνος δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά την άλλη μέρα γινότανε χαμός από τις γυναίκες και τους άντρες τους να ξύνουνται ουλούθε και να μη νογάνε από πού τους ήρθε.
Μόλις τις γιόμισε η Μαλλιάρω με μουνόψειρες, περίμενε πότε θα βγει κάποια από δαύτες για νερό στο πηγάδι. Μόλις βγήκε η μια, να σου βγήκε και η Μαλλιάρω, τήνε ζυγώνει και της λέει:
-Καλά μωρή, εμένα με καβάληκε ο αντάρτης και έπιασα μουνόψειρες, εσένανε του λόγου σου, ο ίδιος σε καβάληκε; Άντε καλορίζικες να είναι!
Τσιμουδιά η κοτσομπόλα, ανάγκασε ογλήγορα και τρούπωσε στο σπίτι της και δεν ξαναβγήκε. Την ίδια μέρα το απόγιομα να σου και η άλλη βγήκε, ξύνοντας στα κρυφά το πράμα της και το κεφάλι της. Εκεί το πηγάδι, ήσαντε και κάνα δυο άλλες γυναίκες που πιάνανε νερό. Τσάκ πάλενες, βγήκε και η Μαλλιάρω κουνιστή και λυγιστή. Μόλις ζύγωσε στο πηγάδι και την είδε να κρυφοξύνεται της λέει, να την αγκουρμαστούνε και οι άλλες:
-Τι ξύνεσαι μωρή, έπιασες και εσύ μουνόψειρες; Τράγος ο αντάρτης, τράγος…! δεν άφηκε καμιά μας ακέντρωτη ο μπαγάσας! Ευτυχώς που ξεκουμπιστήκανε από το χωριό, γιατί θ’ αφήνανε μια λάκκα μούλικα. Άντε! Άντε! και καλορίζικες οι μουνόψειρες. Και το νου σου μην πιάσει ούλη η γειτονιά!
Εκείνη δεν έβγαλε τσιμουδιά, παρατάει την αράδα της, που περίμενε να γιομίσει νερό, και ξεκουμπίστηκε σκαστή στο σπίτι της! Τήνε στόλισε και με το παραπάνου η Μαλλιάρω.
Πως τα ’κανε πως τα έφκιασε η Μαλλιάρω και καβαλήθηκε και με τη μπονηριά της βγήκε από πάνου τους, και καμιά τους από δαύτες, δεν τηνε ξανάπιασε στο στόμα της!