Η Μεγάλη Πέμπτη θεωρείται μια διαφορετική ημέρα, από όλες του χρόνου, και την περίμεναν πως και πως πότε θα έλθει για να προβούν σε διάφορα έθιμα, για το καλό των και του σπιτιού.
Την
Μεγάλη Πέμπτη, το είχανε πάντοτε σε καλό να κόβουνε καινούρια ρούχα. Οι παλαιότεροι τις φουστανέλες και τα σιγκούνια τα κόβανε την Μεγάλη Πέμπτη, τα αποτελειώνανε το Μεγάλο Σαββάτο και κατά την Ανάσταση τα φορούσαν ως γιορτινά, αλλά και αναστάσιμα, αυτά τα έλεγαν λαμπριάτικα σκουτιά.
Εκείνη την ημέρα πάντοτε κλάδευαν τις κληματαριές για να παράγουν περισσότερα σταφύλια. Ότι παρασκευάζανε την Μεγάλη Πέμπτη ήτανε ευλογημένο και κρατούσε πολύ. Οι κοντοί άνθρωποι μετριόντουσαν την Μεγάλη Πέμπτη για να μεγαλώσουν περισσότερο και εκείνοι που είχαν αραιά και κοντά μαλλιά τα κόβανε για να πυκνώσουν και να μεγαλώσουν.
Επίσης την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί κρησαρίζανε καθάριο αλεύρι με την ψιλή κρησάρα για να παρασκευάσουνε τα Λαμπρόψωμα. Βράζανε βαγιόφυλλα, ρίχνανε μέσα και λίγα κανελλογαρύφαλα για να βράσουνε, και με το νερό αυτό που μοσχοβολούσε από αυτά, ζυμώνανε τα Λαμπρόψωμα. Έπειτα σκεπάζανε το ζυμάρι όπως ήταν μέσα στο σκαφίδι για να γίνει (να φουσκώσει). Κατά τις δέκα η ώρα πηγαίνανε στην εκκλησία, για να παρακολουθήσουνε την Θεία Λειτουργία του Μυστικού Δείπνου. Μόλις γυρίζανε, από την εκκλησία, κόβανε το ζυμάρι και παρασκευάζανε τις Λαμπριάτικες κουλούρες με αρκετό σουσάμι.
Στην μέση της κουλούρας έφτιαχναν ένα σταυρό από ζυμάρι και στο κέντρο του σταυρού τοποθετούσαν ένα κόκκινο αυγό. Το πρώτο ζυμάρι που κόβανε από το σκαφίδι το φτιάχνανε μια μικρή κουλουρίτσα με σταυρό για το εικόνισμα του Χριστού. Αυτό το κάνανε κάθε χρόνο. Την κουλουρίτσα αυτή με το αυγό την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Αυτή η κουλουρίτσα δεν μούχλιαζε ούτε ξεραινόταν, και το αυγό δεν πάθαινε τίποτα. Την κουλουρίτσα, της προηγούμενης χρονιάς, δεν την πετούσανε αλλά την κόβανε σε μικρά κομματάκια όσα άτομα ήταν η οικογένεια του σπιτιού, τα βάζανε στο νερό για να μαλακώσουν και έπειτα τα τρώγανε. Το αυγό δεν το πετούσαν, αλλά ούτε και το τρώγανε. Άλλοι με τον κροκό φτιάχνανε φυλαχτάρια, ή δακτυλίδια για τα μικρά κοριτσάκια, ενώ άλλοι το ρίχνανε στο ποτάμι, να το παρασύρουν να νερά.
Την Μεγάλη Πέμπτη παρασκευάζανε και τα Λαμπροκούλουρα και βάφανε και τ’ αυγά κόκκινα τα οποία κι αυτά τα ονόμαζαν «μεγαλοπεφτιάτικα.»
Την Μεγάλη Πέμπτη μάζευαν χλωρά κουκιά και τα μαγείρευαν κοκκινιστά λουβιά με σπυριά ή στον φούρνο σκέτα σπυριά. Τα κουκιά λέγανε ότι ήταν το φαγητό της Μεγάλης Πέμπτης.
Επίσης κατά την Μεγάλη Πέμπτη, έπαιρναν κόκκινη μπογιά (φεσάτη) που βάφανε τα σκουτιά. Την έριχναν σε ένα τσουκάλι ή παλιοτέντζερη με νερό και το μπουρμπουλιάζανε, μέσα έβαζαν τα αυγά με προσοχή για να μην σπάσουν και τα βράζανε μέχρι να σφίξουν. Μερικές γυναίκες έπαιρναν φύλλα από διάφορα φυτά, και επάνω με κερί αποτυπώνανε το σχέδιο, μετά τα βράζανε σε κόκκινη μπογιά και εκεί που ήσαν τα φύλλα και το κερί δεν κολλούσε η μπογιά και τοιουτοτρόπως είχαν αυγά με σχέδια. Μόλις τα βγάζανε είχαν ένα μάλλινο πανάκι με λάδι τα περνούσανε ολόγυρα στ’ αυγά και αυτά γυαλίζανε. Σε πολλά μέρη, είναι συγκεκριμένος ο αριθμός αυγών που θα βάψουν και οι τρόποι και τα μέσα βαφής που θα χρησιμοποιήσουν. Σε ορισμένες περιοχές διατηρούν και κάποιες δεισιδαιμονίες: Όπως το δοχείο όπου βάφουν τα αυγά, πρέπει να είναι καινούριο, τη βαφή δεν την βγάζουν από το σπίτι, ούτε επιτρέπεται να τη χύσουν.
Τ’ αυγά που γεννούσαν οι κότες, την Μεγάλη Πέμπτη, ήσαν ευλογημένα και οι γυναίκες μεταξύ των τ’ αλλάζανε και τα βάζανε στις κλώσες για να βγάλουνε πουλιά. Τα δε πουλιά που έβγαιναν από τα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης μεγάλωναν γρηγορότερα και τα λέγανε «μεγαλοπεφτιάτικα».
Από τα αυγά που γεννιούνται τη Μ. Πέμπτη πουλιά, τα τσόφλια τα πηγαίνουν στην Εκκλησία την ίδια μέρα, και αφού διαβαστούν, τα θάβουν πάλι την ίδια μέρα σταυρωτά στο αμπέλι για να μην το τρώει το σκαθάρι ή για να μην πέσει χαλάζι.
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης όλοι πηγαίνανε στην εκκλησία ν’ ακούσουνε τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Μπροστά από την Ωραία Πύλη και στα δυο μανάλια βάζανε ένα μικρό σανίδι που είχε δώδεκα θήκες για κεριά. Στις θήκες βάζανε και δώδεκα μεγάλα κεριά. Μόλις τελείωνε ο παπάς το πρώτο Ευαγγέλιο, ο νεωκόρος έσβηνε ένα κερί και αυτό συνεχιζόταν μέχρι το τελευταίο Ευαγγέλιο, δηλαδή με το δωδέκατο Ευαγγέλιο και το δωδέκατο κερί. Μετά από το πέμπτο Ευαγγέλιο βγάζανε τον Σταυρό με τον Εσταυρωμένο, τον τοποθετούσανε στην μέση της εκκλησίας, δίπλα βάζανε ένα μανάλι και όλοι οι Χριστιανοί ανάβανε ένα κεράκι και ασπάζονταν στον Εσταυρωμένο, με ευλάβεια. Επίσης σε πολλά μέρη της Ελλάδας παλαιότερα οι γυναίκες και τα κορίτσια, μετά τα δώδεκα Ευαγγέλια διανυκτέρευαν στην εκκλησία, αναφέροντας ότι: «Φυλάγανε και μοιρολογάγανε το Χριστό» όπως συνηθίζανε να κάνουν τα βράδια για κάθε αγαπημένο τους νεκρό μέχρι να τον θάψουν.
Την Μεγάλη Πέμπτη αγοράζανε τα κεριά που θα κρατούσανε στον Επιτάφιο και τις λαμπάδες για την Ανάσταση. Οι νουνοί αγοράζανε και στέλνανε τις λαμπάδες στα βαφτιστήρια τους. Τα κορίτσια της παντρειάς παίρνανε μια κόκκινη μεταξωτή κλωστή και μόλις ο παπάς έλεγε τα δώδεκα Ευαγγέλια δένανε δώδεκα κόμπους, -ένα κόμπο για κάθε Ευαγγέλιο- για να δέσουνε δηλαδή να βρούνε τον γαμπρό. Όσες γυναίκες θέλανε να αποδιώξουνε κάτι από πάνω τους ή από το σπιτικό τους, η για να αποκτήσουνε παιδιά, δένανε στα δώδεκα Ευαγγέλια, δώδεκα κόμπους, σε μια κόκκινη κλωστή για να διώξουνε το αμπόδεμα, την αρρώστια, να γυρίσει ο ξενιτεμένος, να υγιάνουνε, κ.λπ. Την Μεγάλη Πέμπτη πολύ πρωί νίβονταν με δροσιά για να έχουνε δροσερά και ωραία μάγουλα και για να μην βγάζουνε λειχήνες, φακίδες, σπιθούρια και ελιές.
Στη γειτονική μας Ζάκυνθο, λέγεται ότι επτά αγνές παρθένες, καθάριζαν το σιτάρι ανά κόκκο, το έπλεναν και το άπλωναν στον ήλιο, το άλεθαν στους χερόμυλους και το ζύμωναν για να παρασκευάσουν την λειτουργιά (πρόσφορο).
Για όσους νηστεύανε αυστηρά τη Μεγάλη Βδομάδα (χωρίς λάδι), η Μεγάλη Πέμπτη καταλυόταν. Δηλαδή τρώγανε λάδι, καθώς γιορτάζανε την παράδοση της Θείας Ευχαριστίας από τον Χριστό στην Εκκλησία και τιμούσανε ξεχωριστά την ημέρα αυτή.
Υπήρχε η κοινή αντίληψη ότι οι ψυχές των νεκρών την Μ. Πέμπτη, όταν ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη, λυτρώνονται και προσωρινά ξανασαίνουν. Για αυτό και οι συγγενείς τους, την ημέρα αυτή ή τις επόμενες, πήγαιναν στα νεκροταφεία και άφηναν επάνω στους τάφους προσφορές ή μοίραζαν στη μνήμη τους διάφορα φαγώσιμα παρασκευάσματα.
Η νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, θεωρούταν κυρίως από τις γυναίκες, ως η πιο ιδανική στιγμή για τον αγιασμό ειδών καθημερινής χρήσης, για την τέλεση μαγειών για την αποτροπή ασθενειών και για την παρασκευή διαφόρων φυλαχτών. Τέλος η Μεγάλη Πέμπτη θεωρούταν, ως η πιο ευοίωνη ημέρα του χρόνου για τον άνθρωπο.