Η ορολογία σερμπέσης προέρχεται από το (τουρκ. Serbes) που σημαίνει ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος, ο γυρολόγος. Γενικά σερμπέσης λέγεται αυτός που δεν μαζεύεται σπίτι του, ο αλήτης, το αλάνι, είναι δεδομένο βέβαια υπονοούμενο, της έντονης σεξουαλικής ζωής και δράσης.
Πάρα πολλοί σερμπέσηδες, που ήσαν ελεύθεροι και επιζητούσαν έντονη σεξουαλική δράση, για να βρίσκονται πιο κοντά στις γυναίκες και να έχουν άμεσες επαφές με αυτές, ακολουθούσαν το επάγγελμα του περιπλανώμενου εμπόρου, (πραματευτή) κυρίως γυναικείων ειδών, όπως ψιλικά είδη ραπτικής, κυρίως γυναικεία εσώρουχα, μπιζού, καλλυντικά κ.λπ.
Τοιουτοτρόπως η ορολογία σερμπέσης, υποδεικνύει τον περιπλανώμενο έμπορο ψιλικών, και όλων αυτών των ειδών που εγκαθίσταται για ορισμένα χρονικά διαστήματα σε επιλεγμένους οικισμούς, για να πωλεί την πραμάτειά του.
Οι σερμπέσηδες, σε τακτά χρονικά διαστήματα, μετακινούταν με το εμπόρευμα τους από χωριό σε χωριό, κυρίως σε απομακρυσμένους οικισμούς από τις πόλεις. Εκεί νοίκιαζαν κάποια αποθήκη ή σπίτι, κυρίως ισόγειο και τοποθετούσαν την πραμάτεια τους.
Όταν δεν υπήρχαν χρήματα, τα εμπορεύματά τους, τ’ αντάλλασαν με διάφορα αγροτικά, κτηνοτροφικά προϊόντα και πολλές φορές με διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευασμένα από παραδοσιακούς τεχνίτες, ακόμη και είδη υφαντικής.
Η άμεση επαφή τους με τις γυναίκες και ιδίως με αυτές που ήσαν κάπως ανήθικες, όπου επισκέπτονταν το μαγαζί του ως πελάτισσες, εκεί αναπτυσσόταν και ερωτικά ειδύλλια. Από την πλευρά του σερμπέση να συνευρεθεί ερωτικά με αυτές. Οι γυναίκες πάντοτε εκμεταλλευόμενες άλλες την αδυναμία των ανδρών τους, άλλες την απουσία τους, όπως μακρόχρονη στρατιωτική θητεία, φυλακή, εξορία, εποχιακή μετανάστευση για αγροτικές εργασίες (σκάψιμο, θέρισμα, τρύγος λιομάζεμα), εξωτερική μετανάστευση, μετακίνηση τσοπάνηδων μετά των κοπαδιών τους κ.λπ., αποσκοπούσαν όχι μόνον να γευθούν τα κάλλη του εκάστοτε σερμπέση, κατά την απουσία των ανδρών τους, αλλά και να ξεζουμίσουν τα εμπορεύματά του, με τις πονηρές ερωτοτροπίες και τα τερτίπια τους.
Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που σερμπέσηδες έμενα πανί με πανί, ή μετά από τα κοτσομπολιά των γυναικών στα χωριά, που δημιουργούνταν σοβαρά προβλήματα και έτσι σε μια νύκτα εξαφανίζονταν από το χωριό. Παρόλα αυτά μπορεί να μην είχε το σθένος να ξανά περάσει από το ίδιο χωριό, όμως είχε τις εναλλακτικές λύσεις για τα τόσα άλλα χωριά που υπήρχαν.
Οι σερμπέσηδες επί το πλείστον πέραν από το εμπορικό αντικείμενο, ήσαν και μυστικά όργανα της εκάστοτε εξουσίας, διότι γνώριζαν πάρα πολλά και είχαν την δυνατότητα να αλιεύουν πολλές πληροφορίες από τις γυναίκες που συναλλάσσονταν. Γι’ αυτό πολλές φορές η εξουσία τους απέστελλε σε μέρη όπου ήθελαν ν’ αντλήσουν πληροφορίες.
Ακόμη λειτουργούσαν και σαν προξενητάδες, διότι γνώριζαν ανθρώπους από διάφορα μέρη, ενώ μπορούσαν να έχουν πληροφορίες για όποιον ή οποιαδήποτε από τις γνωριμίες που είχαν αποκτήσει και από τους συνδέσμους που είχαν στα χωριά.
ΣΕΡΜΠΕΣΗΣ ΕΙΣΑΙ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Σερμπέσης είσαι μάτια μου, σερμπέση σε φωνάζουν
βγαίνεις στην ρούγα σιγαλά κι ούλες σε πειράζουν.
Κι εγώ ν’ η μαύρη καίγουμε, η μαύρη σιγολοιώνω,
με παίρνει το παράπονο κι έχω τρανόνε τον πόνο.
Ταχειά θα μπω στην πόρτα σου, για να σε ανταμώσω
κι αν θα το μάθει η μάνα μου, θα τηνε φαρμακώσω!
ΜΕΣ ΤΗΝ ΤΡΟΥΠΑ ΤΟΥ ΣΕΡΜΠΕΣΗ
Μες την τρούπα- τρούπα του σερμπέση,
τρέμει ο ουρανός, κάτου για να πέσει.
Τρέμει η γης τρέμουν κι ούλα τ’ άστρα
τρέμουνε και της παπαδιάς τα κάστρα.
-Βρήκε τον σερμπέση της!
-Διώχνει τον άντρα για δουλειά και έχει τον σερμπέση αγκαλιά!
-Μ’ έκανες σερμπέση!
-Μακριά από τούρκικο φέσι και από όμορφο σερμπέση!
-Ξέμεινε η ρούγα από σερμπέση!
-Ξέρει ο σερμπέσης από δρόμους!
-Πιλάλα ο μυλωνάς στην δέση και η χήρα για σερμπέση!
-Σερμπεσοδουλειές
-Του σερμπέση η πραμάτεια για της παπαδιάς τα μάτια!