Ψάρι (αρχαία ελληνικά: ἰχθύς, λατινικά: piscis) είναι κάθε μέλος μιας ομάδας υδρόβιων κρανιωτών ζωικών οργανισμών που δεν έχουν άκρα με δάκτυλα. Σχηματίζουν μια αδελφή ομάδα με τα χιτωνόζωα, μαζί με τα οποία σχηματίζουν την (ευρύτερη) ομάδα των ολφακτόρων (olfactores).
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Αυτούς που στριμώχνονται σε κλειστό χώρο, λέμε στριμώχθηκαν σαν σαρδέλες.
Γαύρους, λέμε τους οπαδούς του ΟΣΦΠ. (Ολυμπικού).
Γύλος, λέγεται ο απατεωνίσκος, ο πειστικός.
Δελφίνι, αυτός που είναι άριστος κολυμβητής.
Ζαργάνα, λέμε την ψιλή, αδύνατη και ευλύγιστη γυναίκα.
Καρχαρία, λέμε γενικά τον φαγά σε όλο του το μεγαλείο.
Ξεψάρωσε, λέγεται για τους στρατιώτες που αρχίζουν να εισέρχονται στο ανεπίσημο πνεύμα του στρατού.
Ξιφίας, ο έχων μεγάλη μύτη.
Ρέγγος, λέγεται ο αδύνατος και ηλιοκαμένος άνθρωπος.
Σαρδέλες, λέμε τα γαλόνια των υπαξιωματικών του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Στον στρατό, ο έχων μισή σαρδέλα ήταν υποδεκανέας, ο έχων μία ήταν δεκανέας, ο έχων δύο ήταν λοχίας, ο έχων τρείς ήταν αρχιλοχίας.
Σαρδελοκούτι, λέμε το κουτί που είχε παστωμένες σαρδέλες και κάθε άχρηστο ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο.
Σαρδελοπούτσης, ο έχων πολύ μικρό πέος.
Τσιπούρα, λέμε τον πεθαμένο που τον ανακαλύπτουν μετά από ώρες και είναι παγωμένος.
Φάλαινα και φώκια, ονομάζουμε την χονδρή και δυσκολοκίνητη γυναίκα.