Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΣΤΕΡΝΑ ΑΡΔΕΥΣΗΣ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Ένας τρόπος φυσικής παραδοσιακής άρδευσης και πρακτικής, ήταν και οι στέρνες. Η λέξη στέρνα είναι Ιταλική και σημαίνει δεξαμενή ύδατος κυρίως κτιστή. Γενικά οι στέρνες ήσαν ιδιόκτητες η δημόσιες δεξαμενές νερού, που προμηθεύονταν και αποθήκευαν νερό από μικρές πηγές και εξυπηρετούν συνολικά η μεμονωμένα άτομα. Αυτές κατασκευάζονταν δια να αποθηκεύουν το λιγοστό νερό της πηγής, το οποίο κατά την φυσική ροή του δεν επαρκούσε ώστε ν’ αρδεύσει κάποιο περιβόλι. Τοιουτοτρόπως, συνέλεγαν και αποθήκευαν το τρεχούμενο νερό της πηγής και το χρησιμοποιούσαν όταν ήταν ανάγκη άρδευσης.
Ο ιδιοκτήτης χωραφιού με μικρή πηγή, έφτιαχνε μια στέρνα (δεξαμενή). Αυτή την κατασκεύαζαν πάντα σε χαμηλότερο επίπεδο από την βρύση για να διοχετεύεται ελεύθερα με φυσική ροή το νερό και όχι μακριά από την πηγή, υπολογίζοντας πάντοτε να υπάρχει φυσική ροή προς στο χωράφι, που ήθελε να καλλιεργήσει. Πάντοτε, εκεί που κατασκεύαζαν την στέρνα, άφηναν ένα ορισμένο περιθώριο από την πηγή και την χρησιμοποιούσαν για να πίνουν και να παίρνουν καθαρό νερό πριν αυτό διοχετευθεί στην στέρνα.
Η στέρνα γινόταν με εκσκαφή στο πρανές της και κτιστή με ντόπια υλικά από πέτρες ξύλα και χώμα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και διάφορα δομικά υλικά. Οι διαστάσεις της στέρνας, κατασκευάζονταν ανάλογα με την ποσότητα του νερού, ή και ανάλογα με την δυνατότητα της πηγής που είχε ή ήθελε ο ιδιοκτήτης.
Το χτίσιμο της στέρνας δεν έχρηζε ιδιαίτερης τεχνικής ή μαστοριάς, το χτίσιμο γινόταν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες και συνήθως άρχιζαν από μικρή και σιγά- σιγά ανάλογα με τις ανάγκες την διαπλάτυναν εσωτερική, ή με το χτίσιμο μικρού φράγματος.
Στο χαμηλότερο σημείο της στέρνας, κατά την κατασκευή, έφτιαχνε μια εξαγωγή του νερού και τοποθετούσε ένα μηχανισμό ροής και διακοπής της παροχής του νερού. Ο εν λόγο μηχανισμός (βάνα) κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο ή από κεραμική κατασκευή. Ο μηχανισμός είχε ένα κλαπέτο ελέγχου της ροής του νερού και ανάλογα με την χρήση που ήθελε ο περιβολάρης ρύθμιζε την ροή του νερού. Αν αναλογιστούμε ότι, όταν ήταν γεμάτη η στέρνα η ροή του νερού κατά την εξαγωγή του ήταν μεγαλύτερη και διέφευγε περισσότερο νερό και με πίεση, ενώ κατά το τέλος το νερό κυλούσε λιγότερο και χωρίς πίεση. Όταν το νερό είχε πίεση τότε χρησιμοποιούσαν την μούντζα. Η μούντζα ή χούφτα, ήταν ένα χειροποίητο εργαλείο σε σχήμα ανοιχτής παλάμης που τοποθετούταν μετά την εξαγωγή του νερού για να διακόπτει την πίεσή του για να μην καταστρέφει το νεραύλακο και να μην σπαταλείται το νερό. Ακόμη μπροστά τοποθετούσαν και διάφορα αντικείμενα όπως πέτρες, ξύλα και κλαδιά για ν’ αντιμετωπίσουν την πίεση του εξαγόμενου νερού. Μετά το πέρας του ποτίσματος, είτε είχε καταναλωθεί όλο το νερό. Ή μέρος αυτού, έκλειναν την παροχή και έτσι μέχρι να ξανά ποτίσουν η στέρνα ξαναγέμιζε νερό και ήταν έτοιμο για το επόμενο πότισμα.
Στις στέρνες μόνιμα αποθηκευόταν όλο το νερό της πηγής καθ’ όλη την διάρκεια της ροής του. Για αυτές τις μικρές πηγές οι ντόπιοι όταν ερωτούνταν για την ποσότητα του νερού που αναβλύζει η πηγή έλεγαν βγάζει νερό: «Όσο κατουράει μια γίδα», ή «Ίσα- ίσα που στάζει», «Κατουράει», θέλοντας έτσι με αυτές τις παροιμιακές εκφράσεις να ορίσουν την ποσότητα εκροής νερού εκ της πηγής.
Το νερό, όταν γέμιζε την στέρνα, από την υπερχείλιση ακολουθούσε την φυσική ροή του στην κοίτη. Από την στέρνα, ο περιβολάρης, κατασκεύαζε νεραύλακο και στην συνέχεια διοχέτευε το νερό στο περιβόλι του. Όταν τελείωνε το πότισμα, έκλεινε την εξαγωγή της και αυτή σιγά- σιγά ξαναγέμιζε μέχρι την επόμενη χρήση του νερού.
Όταν ένα περιβόλι κληρονομούταν και το διχοτομούσαν, η πηγή και η στέρνα υποχρεωτικά ακολουθούσε την κοινή χρήση και είχαν τα ίδια δικαιώματα όλοι οι κληρονόμοι του.
Κατά την χειμερινή περίοδο, ο ιδιοκτήτης της στέρνας, διέκοπτε την ροή του νερού από την πηγή προς την στέρνα και δια άλλου αυλακιού οδηγούσε το νερό της πηγές εκτός αυτής. Επίσης άφηνε ανοικτή την βαλβίδα εξαγωγής του νερού της στέρνας, για να μην γεμίζει με όμβρια ύδατα.
Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες στέρνας, περίφραζαν την στέρνα αρχικά με αγκαθωτά κλαδιά ή με φράκτες από ξύλινα παλούκια, και αργότερα με συρματοπλέγματα για λόγους ασφαλείας για τον ίδιο, για παιδιά και για διάφορα ζώα για να μην πέσουν μέσα και πνιγούν.
Η στέρνα σίγουρα είναι ένας μικρός βιότοπος βατράχων, καβουριών, κουνουπιών κ.ά. Εκεί ξεδιψούσαν τα ήμερα ζώα και τα αγρίμια της περιοχής. Πρώτος εκ των δολιοφθορέων της στέρνας συγκαταλέγεται ο κάβουρας, διότι είναι ο μόνος που μπορούσε σε οποιαδήποτε στιγμή κα κατασκευάσει τρύπα στην απλή χωματόστερνα ή άχτιστη πετρόστερνα και να χυθεί το νερό της. Γι’ αυτό οι περιβολάρηδες, όταν εντόπιζαν καβούρια στις στέρνες ή στις πηγές των στερνών, τα θανάτωναν για να προλάβουν τις μικροδολιοφθορές τους.
Σε ημιορεινό χωριό της Ηλείας ένας περιβολάρης πήγε στο χωράφι του, να απολύσει το νερό της στέρνας για να ποτίσει το περιβολάκι του. Φθάνοντας στην στέρνα, μ’ έκπληξη είδε ότι κάποιος κάβουρας είχε ανοίξει τρύπα δίπλα από την βαλβίδα εξαγωγής του νερού και το νερό είχε χυθεί όλο. Στεναχωρήθηκε, νευρίασε και έψαξε, βρήκε τον κάβουρα και τον σκότωσε, μετά επιδιόρθωσε την στέρνα και έφυγε. Πιο κάτω στον δρόμο συνάντησε κάποιον συγχωριανό του που γνώριζε ότι ο άλλος είχε πάει για να ποτίσει το περιβόλι του. ο συγχωριανός του μόλις τον είδε ν’ αποχωρεί γρήγορα από το περιβόλι τον ρώτησε:
-Χρήστο πότισες κιόλας;
-Μπά…, του λέει ο Χρήστος, Νίκο μου, σήμερα πότισε ο κάβουρας!
Ήθελε να ειπεί ότι ο κάβουρας κατασκευάζοντας την τρύπα του, έχυσε όλο το νερό της στέρνας.
Στέρνες, κατασκεύαζαν και οι κτηνοτρόφοι, εκεί που δεν είχε το κοπάδι τους άμεση πρόσβαση σε αρκετό νερό. Έτσι όπου υπήρχε έστω και μικρή πηγή, εντός της ιδιοκτησίας τους ή σε δημόσιο χώρο (λιβαδότοπο-δασική έκταση) κατασκεύαζαν μακρόστενες στέρνες να διοχετεύεται και να αποθηκεύεται το λιγοστό νερό, για να επαρκεί κατά την ώρα του ποτίσματος των κοπαδιών. Αυτές τις ιδιόμορφες ξύλινες ή πέτρινες στέρνες τις ονόμαζαν και ποτίστρες ή καρούτες ή και κορύτες.
Οι στέρνες στην ορεινή ύπαιθρο, εκείνη την εποχή πέραν από το αρδευτικό έργο τους, πρόσφεραν στην τοπική οικονομία αλλά και στην επιβίωση γενιών και γενιών, χρησιμοποιήθηκαν και σαν «πισίνες» κολύμβησης, ιδίως των παιδιών, κατά την θερινή περίοδο. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν τις στέρνες, τις δέσες αλλά και τις λούμπες των ρεμάτων, για τα καλοκαιρινά παιχνίδια και μπάνια τους, μιας και το δρόσισμα της θάλασσας, που τόσο τους έλειπε. Τοιουτοτρόπως κατά παρέες, τα μεσημέρια που πήγαιναν τα γιδοπρόβατα στον στάλο, περνούσαν τα μεσημέρια τους στις υπαίθριες «πισίνες» του τόπου τους. Αρκετά θλιβερά γεγονότα έχουν καταγραφεί με παιδιά, που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στις λούμπες και στις στέρνες κατά την ώρα που κολυμπούσαν. Οι παλαιοί έλεγαν ότι στις στέρνες το καλοκαιρινό κατάγιομο πλένονται και μπανιαρίζονται οι Νεράιδες και εκεί πάνε και δροσίζονται οι Διάβολοι. Αυτά τα διέδιδαν σκόπιμα, για ν’ αποτρέπουν τα παιδιά να μην τις χρησιμοποιούν ως πισίνες, ένεκα των πολλών πνιγμών παιδιών, που καταγράφησαν στις στέρνες. Γνωρίζω, μετά από μαρτυρία, ότι όταν σε κάποια στέρνα πνίγηκε κάποιο παιδί ενώ κολυμπούσε, ο πατέρας του μετά το συμβάν κατέστρεψε την στέρνα, εις ένδειξη μίσους προς αυτήν.
Λεξικό:
Αποστερνιάζω = ξοδεύω όλο το νερό της στέρνας, για αρδευτικούς λόγους.
Ξεστερνιάζω = αδειάζω την στέρνα για διαφόρους λόγους (καθαρισμό, επισκευή κ.λπ.).
Παραστερνιάζω = Όταν η ανάγκη του νερού ήταν μεγαλύτερη, από όσο χωρούσε η στέρνα, τότε κατασκεύαζαν και άλλη στέρνα δίπλα και μόλις γέμιζε η πρώτη, εκ της υπερχειλίσεως οδηγούταν το νερό στην άλλη στέρνα, αυτή η μετακίνηση του νερού της υπερχείλισης προς την επόμενη στέρνα, λεγόταν παραστέρνιασμα.
Προστέρνιασμα, το = λεγόταν η αποθήκευση του νερού ικανής ποσότητας, σε μια μικρότερη στέρνα που βρισκόταν μεταξύ της πηγής και της κεντρικής στέρνας για να γεμίζει γρήγορα η κεντρική στέρνα.
Στερνιάζω, = συλλέγω τα νερά της πηγής ή τα όμβρια και τα οδηγώ στην στέρνα.
Στερνόνερο, το= λεγόταν το σύνολο του νερού που χωρούσε η στέρνα και οδηγούταν προς άρδευση.
Παροιμιώδεις φράσεις:
- Άλλος στερνιάζει και σκαλίζει, άλλος τρώει και μακαρίζει!
-Απ’ την στέρνα ως το περιβόλι, χορεύουν χίλιοι διαβόλοι!
-Κατά την στέρνα και το περιβόλι!
-Ξέρει η στέρνα μυστικά, ξέρει και δεν μιλάει!
-Όπου δεν υπάρχει νερό, στέρνες μην φκιάνεις!
-Σταγόνα την σταγόνα, γιόμισε νερό η στέρνα!
-Στέρεψε η βρύση, ρήμωσε η στέρνα!
-Φοβάται ο κάβουρας τον στερνιάρη και ο στερνιάρης τον κάβουρα!
-Χορτάτη η στέρνα, χορτάτης και ο περιβολάρης. Στεγνή η στέρνα, στεγνός και ο περιβολάρης!
Από την στέρνα έχουν λάβει την ονομασία τους οικισμοί και τοποθεσίες, σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, όπως Στέρνα και Χαμοστέρνα.

Εκτύπωση   Email

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates