Άρθρο του Ηλία Τουτούνη λαογράφου
Από αρχαιοτάτων χρόνων η μεταφορά αντικειμένων γίνονταν από τον άνθρωπο. Κατά την εξέλιξη του, αφού εξημέρωσε τα ιπποειδή, την μεταφορά του και αντικειμένων την επιφορτίστηκαν αυτά. Αρχικά δεν είχε ανακαλυφθεί ο τροχός, αλλά και όταν ανακαλύφθηκε, το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδαφικού ανάγλυφου δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Τα υποζύγια (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι) και τα βοοειδή ήταν τα πιο διαδεδομένα ζώα ως μέσα μεταφοράς. Τα υποζύγια για να μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα έπρεπε να έχουν και τον ανάλογο εξοπλισμό. Για την μεταφορά των αντικειμένων, επινόησαν, και σιγά – σιγά κατασκεύασαν και τελειοποίησαν τα σαμάρια. Αυτά τα κατασκεύαζε ο σαμαράς που ήταν ένας ειδικευμένος τεχνίτης που, με διάφορα πρωτόγονα μέσα, κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Το σαμάρι, στον τόπο μας οι σαμαράδες, το κατασκεύαζαν με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου ή από μουριά ή και από οξιά που ήταν και ευλύγιστα για το πάνω μέρος του σαμαριού, δηλαδή στο κάθισμα όπως έλεγαν οι σαμαράδες «για να μη βγάλει κάλλους ο κώλος του καβαλάρη». Ακόμη αυτά ήσαν από τα ελαφρύτερα ξύλα και αν δεν βρέχονταν ήσαν πολύ ανθεκτικά και σκληρά. Τα ξύλα τα έκοβαν πάντα κατά τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και βία τον Γενάρη, πάντα στην γιόμιση του φεγγαριού, διότι τότε κατεβαίνουν οι χυμοί των δένδρων, διαφορετικά τα ξύλα σκωρότρωγαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Από τον σκωροφάγωμα και πλέον δεν έκαναν γιατί φούσκοναν από την υγρασία και σάπιζαν γρήγορα. Το καλοκαίρι είναι εντελώς ακατάλληλα, γιατί το ξύλο δεν προλαβαίνει να νευρώσει και όπως λέμε στην τοπική διάλεκτο «είναι άψητο».
Η κατασκευή των σαμαριών έπρεπε να γίνει βάσει του μετρήματος του ζώου, δηλαδή τον υπολογισμό ορισμένων διαστάσεων του υποζυγίου. Επειδή όπως λέει μια λαϊκή ρήση: «Το σαμάρι είναι σαν το παπούτσι, άμα δεν καλιάζει ταμάμ απάνω στη στρώση του ζώου, θα το πληγιάσει».
Μετρούσαν με το πασέτο τα καπούλια του, καθώς και το μήκος της ράχης. Επίσης συνυπολόγιζαν και το πάχος του μαλακού υποστρώματος του σαμαριού (της στρωμνής), που συνήθως ήταν από εννέα έως δέκα πέντε εκατοστά περίπου. Αρχικά κατασκεύαζαν πρώτα τα ξύλινα μέρη, δηλαδή το μπροστάρι ή μπροστοσάμαρο, το πισάρι ή πισοσάμαρο και τα παΐδια ή σαμαροπαΐδες.
Η κατασκευή του κάθε ξύλινου εξαρτήματος γινόταν με βάση το χαρτονένιο πρότυπο που ονομαζόταν στάμπα ή σταμπό ή το σταμπάρι. Ο σαμαράς τα έκοβε σε κομμάτια και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε, ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι, τα σιδερένια εξαρτήματα, όπως κολιτσάκια, σκάλες, καρφιά και τα διακοσμητικά καρφιά.
Η αρχή της κατασκευή του σαμαριού γινόταν αφού έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 0,40 εκατοστών για τα μπροστάρια, σε κομμάτια μήκους 0,60 εκ. Για τα πισάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκ. και για τα παΐδια ίσια ξύλα διαμέτρου 0,15 εκ. και μήκους 0,70 εκατοστών. Αφού ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ επίπονη και σχολαστική εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη ξυλομέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση την πριόνα.
Στον καταρράκτη μπορούσαν να δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί αντικρυστά, που λέγονταν πριονάδες, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η πιο δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των μπροσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη, αλλά και τέχνη, γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις παΐδες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Μετά από το κόψιμο άρχιζαν με το ξυλοφάϊ, και τ’ αρνάρι για να του δώσουν την επιθυμητή μορφή και να το λειάνουν ομοιόμορφα για να μην είναι άγριο το ξύλο. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.
Επόμενη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα από το ζώο, που θα του κατασκεύαζε το σαμάρι. Πολλές φορές δεν χρησιμοποιούσε μέτρο αλλά, με το έμπειρο μάτι του, υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Πρώτα ξεκινούσε από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Το εμπρόσθιο τμήμα του σκελετού του σαμαριού το ονομαζόμενο μπροστάρι, αποτελείται από δύο ημιμόρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με καρφιά που λέγονταν πιράφια. Τα πιράφια ήσαν μεγάλα καρφιά (πατερόπρογκες), στα οποία έκοβαν το κεφάλι της με σιδεροπρίονο και στην θέση της, με την βοήθεια του σφυριού, σχημάτιζαν και δεύτερη αιχμή (μύτη). Η μπροστινή όψη του σαμαριού παλαιότερα ήταν επίπεδη διότι, όπως έλεγαν, έδενε καλλίτερα ο σκελετός του σαμαριού. Τα δύο ημιμόρια, στο μπροστινό μέρος, μεταξύ τους σχηματίζουν μια ελαφρά κλίση, δηλαδή οι πίσω επιφάνειες σχηματίζουν μια ευρεία γωνία. Στο μπροστινό μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από μέσα με ένα. Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το κάρφωναν στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την ασφαλή σύνδεση και ισχυροποίηση των δύο κομματιών. Τοιουτοτρόπως γίνονταν πιο όμορφη η όψη της μόστρας του σαμαριού, όπως έλεγαν οι σαμαράδες πιο φιγουράτη. Για αισθητικούς και για λειτουργικούς λόγους φρόντιζαν ώστε το ανώτερο τμήμα του ανοίγματος στο κάτω μέρος τόσο και του μπροσταριού όσο και του πισαριού να αποτελεί τμήμα ενός κύκλου.
Στον συναρμολογημένο σκελετό του σαμαριού, το μπροστάρι δεν είναι εντελώς κατακόρυφο, αλλά ελαφρά κεκλιμένο προς τα πίσω με κλίση η οποία ρυθμίζεται με την βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου, που ονομάζεται στάμπα κλίσης και έχει το σχήμα οξείας γωνίας.
Το πίσω τμήμα του σκελετού, δηλαδή το πισάρι, αποτελούταν και αυτό από δύο ημιμόρια, τόσο δε σε αυτό όσο και στο μπροστάρι ανοίγονται επιμήκεις τρύπες μέσα στις οποίες θα εισέλθουν και θα σφηνώσουν τα άκρα των πλαγίων τμημάτων του σαμαριού, δηλαδή των παϊδιών. Οι εν λόγω σαμαροπαΐδες αποτελούνται από τρία υπόκοιλα και πλατυσμένα ζεύγη σανίδων. Από αυτά το επάνω ζεύγος τοποθετείται με την πλατιά όψη του ορίζοντα και σχηματίζει τα πλάγια όρια της άνω επιφάνειας του σαμαριού, όπου κάθεται ο αναβάτης.
Τα εμπρόσθια τμήματα, του άνω ζεύγους των σαμαροπαΐδων της άνω επιφάνειας, προεξείχαν κάπου 0,10 εκ. έως 0,12 εκ. από την μπροστινή όψη του σαμαριού και χρησιμοποιούνταν ως χειρολαβές από τους αναβάτες, αλλά και ως προεξοχή συγκράτησης των σχοινιών. Τα δυο κατώτερα ζεύγη τοποθετούνται έτσι ώστε η πλατιά επιφάνειά τους να βλέπει προς τα έξω και ελαφρά προς τα άνω.
Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, του ξύλινου στελέχους του σαμαριού, ακολουθούσε η βαφή των, η στερέωση σε αυτά των μεταλλικών τμημάτων και συχνά η διακόσμησή των, ανάλογα με τις βουλές και τα χρήματα εκείνου που το παράγγελνε. Τα παλαιότερα χρόνια η βαφή γινόταν με ώχρα ή και με καραμπογιά, αλλά επειδή η διάρκειά της ήταν περιορισμένου χρόνου, αργότερα αντικαταστάθηκε από την σταχτοκίτρινη λαδομπογιά. Επίσης τα ξύλα, πριν τα συναρμολογήσουν συνήθως, τα βύθιζαν σε χαλκόνερο ή λάδι ή και αλατόνερο για λίγες ημέρες, ώστε να ποτίσουν και να γίνουν αδιάβρωτα στον σκώρο.
Μέρος των σαμαριών αποτελούνταν και από μεταλλικά εξαρτήματα, τα οποία χρησιμεύουν για την βοήθεια και την στήριξη του αναβάτη, για την ανάρτηση των σχοινιών ή φορτίων ή και την προστασία ορισμένων σημείων του, από τις έντονες τριβές. Τα μεταλλικά εξαρτήματα του σαμαριού κατασκευάζονταν από τους σιδεράδες, χαλκιάδες ή σιδηρουργούς.
Στο μπροστινό μέρος του στερέωναν τα κολιτσάκια τα οποία ήσαν μεταλλικά ελάσματα με προέχοντα κυρτά άκρα. Τα εν λόγω άκρα κατέληγαν σε κωνοειδή πάχυνση, όπου η κατασκευή τους γινόταν ώστε να γίνεται παρεμπόδιση της απαγκίστρωσης των σχοινιών κατά το μήκος του κυρτού άκρου, που θα είχε ως συνέπεια την απαγκίστρωση του σχοινιού και την απελευθέρωση του φορτίου. Επίσης από τα κολιτσάκια, κρεμούσαν ντορβάδες, τράστα (ταγάρια) και άλλα αντικείμενα για την μεταφορά προϊόντων.
Ένα ανάλογο, αλλά πιο μικρότερο κολιτσάκι, τοποθετούταν και στο πισάρι, στο άνω μέρος του, το οποίο είχε την αποστολή με εκείνο του μπροσταριού. Με την μόνη διαφορά ότι το κολιτσάκι στο μπροστάρι τοποθετούταν οριζόντια, ενώ στο πισάρι όρθιο. Στην βάση του πισαριού στερέωναν μεταλλικούς κρίκους για την πρόσδεση σ’ αυτούς των δερμάτινων ιμάντων για την στήριξη του σαμαριού.
Μετά την τοποθέτηση των μεταλλικών εξαρτημάτων ακολουθούσε -πάντα κατά παραγγελία- η διακόσμηση του σαμαριού. Στα παλαιότερα χρόνια η διακόσμηση έλλειπε παντελώς ή ήταν υποτυπώδης. Αποτελείται από χοντρά καρφιά με ημισφαιρική κεφαλή, τα οποία καρφώνονται σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, είτε στην περιφέρεια του μπροσταριού ή στις μπροστινές επιφάνειες των σαμαροπαΐδων και ενίοτε και στο πισάρι. Οι διακοσμήσεις ήταν μοτίβα απλά, αλλά -για εκείνη την εποχή- η αισθησιακή τους παρουσία ήταν αξιόλογη.
Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν και πολύ μεγάλα καρφιά με κωνική κεφαλή που έφερε ανάγλυφα διακοσμητικά σχέδια, καθώς επίσης πολύχρωμα κυκλικά κομμάτια δέρματος που στερεώνονταν με καρφιά στο μπροστάρι και στο πισάρι του σαμαριού.
Μετά το πέρας του τελευταίου εμφυλίου πολέμου, αυτά αντικαταστάθηκαν από εισαγόμενα καρφιά στερέωσης ταπετσαρίας επίπλων, τα οποία στην γλώσσα των σαμαράδων ονομάζονται φιγούρια, ή καμπαράδες. Οι σαμαράδες σχεδίαζαν, το σχέδιο διακόσμησης, επάνω σε χαρτόνι και στην συνέχεια, βάσει αυτού σχεδίου, τοποθετούσαν τα καρφιά στο σαμάρι προς διακόσμηση. Τα διακοσμητικά σχέδια ποίκιλαν και συχνά το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν φτωχό αλλά αξιόλογο. Κυριαρχούσαν γραμμικά, σπειροειδή και κυματιστά σχέδια. Η συνδυασμένη χρήση των τελευταίων είχε ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό μοτίβων, που θυμίζουν αποτροπιαστικούς οφθαλμούς. Σ’ ελάχιστες περιπτώσεις τα καρφιά σχημάτιζαν το σχήμα του σταυρού, ή τα αρχικά του ιδιοκτήτη του σαμαριού ή και τα αρχικά του σαγματοποιού. Όσον αφορά στην διακόσμηση των σαμαριών, χρησιμοποιούσαν και την μέθοδο της πυρογραφίας. Με αυτή την μέθοδο, αποτύπωνε πάνω στο ξύλο απλά διακοσμητικά θέματα, τ’ αρχικά του ονοματεπώνυμου του ιδιοκτήτη του σαμαριού, αλλά και τις φίρμες των εργαστηρίων.
Μετά την ολοκλήρωση της διακόσμησης ο σαμαράς άρχιζε την κατασκευή του μαλακού υποστρώματος του σαμαριού, της στρωμνής. Η στρωμνή κοινώς «στρώση» αποτελούνταν από ένα υφασμάτινο σάκο γεμισμένο με αποξηραμένα υδροχαρή φυτά, κυρίως από το φυτό ψαθί. Η στρωμνή είχε σκοπό την αποφυγή της άμεσης επαφής του ξύλινου σκελετού με το δέρμα του ζώου, καθώς και την απορρόφηση των έντονων πιέσεων και κραδασμών κατά την μεταφορά φορτίων σε ανώμαλες διαβάσεις.
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι δύο πλευρές του θύλακα αποτελούνταν από διαφορετικά είδη υφασμάτων. Στην εξωτερική όψη της στρωμνής, που ερχόταν σε επαφή με τον ξύλινο σκελετό του σαμαριού, το ύφασμα έπρεπε να είναι πάντοτε ανθεκτικό άσπρο πανί το «καραβόπανο», ενώ στην επιφάνεια της στρωμνής παχύ, μαλακό και μάλλινο και το ονόμαζαν τσούγνα. Γενικά η εσωτερική επένδυση ήταν από δέρμα ή «κετσέ» (αρνόμαλλο). Η τσούγνα κατασκευάζονταν σε αργαλειούς και προερχόταν από το εμπόριο και πιθανότατα να κατασκευάζονταν στην Ρούμελη και την Ήπειρο. Σε αντίθεση με το καραβόπανο διατεινόταν εύκολα στην ράχη του ζώου.
Αφού έπαιρναν τα μέτρα του ζώου, κόβονταν το καραβόπανο και η τσούγνα και συρράπτονταν μεταξύ τους σε μεγάλο μέρος της περιμέτρου των. Από την συρραμμένη περιοχή, εισαγόταν στον θύλακα που σχημάτιζε το καραβόπανο με την τσούγνα, τα επιμήκη στελέχη του ψαθιού, που λέγεται και παπίρι. Ο λαός λέει: «Θέλει μυαλό και γνώση του γαϊδουριού η στρώση».
Το παπίρι χρησιμοποιείται πάντοτε πλήρες αποξηραμένο, διότι είναι ελαφρύ και ενδιάμεσα περιέχει αέρα, γεγονός που καθιστά την στρώση πολύ ελαφριά και ευπροσάρμοστη στην ανατομική της ράχης του ζώου. Μετά την πλήρωσή της με παπίρι, η στρώση διπλώνεται ώστε να σχηματίσει οξεία γωνία σαν καρίνα σκάφους, και τοποθετείται κάτω από τον ξύλινο σκελετό του σαμαριού, το οποίο και ράβεται με χοντρές κλωστές.
Τα δερμάτινα εξαρτήματα, κολάνι, μπαλντίμια, ίγκλα
Τα κολάνια και τα μπαλτούμια του ζώου που είναι η συνέχεια του σαμαριού είναι πάντα από μαλακό κατεργασμένο δέρμα κατασκευασμένο ώστε να πιέζει ελαφρά το σώμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα. Το κολάνι είναι μια λουρίδα που περνά πίσω στο ζώο και ενώνεται με το σαμάρι. Έχει πλάτος από 8 έως 10 εκ., που συναρμολογείται έξω από την στρώση μέσα από τις παΐδες και το πισινό πιστάρι, ενώ στο μπροστινό δένεται με φορτσάτο. Το κολάνι ενώνεται με το μπαλντίμι που πέφτει επάνω στα καπούλια του ζώου, σε σχήμα Τ και ενώνεται με το πιστάρι σε τρίγωνο γάντζο ενώ γυρίζει και δένεται με αγκράφα στη ράχη του καπουλιού.
Η δερμάτινη ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου λέγεται και ίγκλα, κολάνι ή ζωστήρα. Στηριγμένη αυτή η ζώνη στις επάνω παΐδες του σαμαριού με μια στροφή στην καθεμιά, ενώ πέφτει ελεύθερη κάτω από δω και από εκεί.
Στα άκρα έχει από ένα χαλκά τριγωνικό περίπου και από τον ένα χαλκά είναι δεμένο ένα λουρί δερμάτινο που δένει τη μια άκρη με την άλλη, αναλόγως το σώμα του ζώου και το γέμισμα της στρώσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούν μια λουρίδα, που περνά στο στήθος του ζώου και στηρίζεται στο μπροστάρι. Αυτή η λουρίδα λέγεται μπροστέλα και τη βάζουν στα μουλάρια που δουλεύουν σε βουνά και ανηφόρες για να κρατούν το σαμάρι για να μη φεύγει πίσω.
Τα δε πέτσινα (δερμάτινα) εξαρτήματα κατασκευάζονταν από τους ντόπιους τσαγκάρηδες, ενώ αργότερα τ’ αγόραζαν από εμπόρους, καθώς αποτελούσαν βιοτεχνικό προϊόν τα πέτσινα εξαρτήματα του εμπορίου ήταν καλλίτερα, διότι εις ότι αφορά τα μπαλντίμια, η εσωτερική τους επιφάνεια ήταν επενδυμένη με ένα παχύ στρώμα από σπογγώδη μάλλινο υλικό για να προστατεύει το ζώο από τις εκδορές στα σημεία των έντονων τριβών των μπαλντιμιών με τα καπούλια του ζώου.
Το σαμάρι μαζί με όλα τα εξαρτήματα του όταν φοριόταν στο ζώο, λεγόταν «τακίμι». Εξ’ ου και η φράση: «Αν δεν τακιμιάσει (ταιριάξει) το σαμάρι, αλί στου γαϊδουριού την πλάτη!» Πολλές φορές ένα καινούριο σαμάρι προκαλούσε πληγές στην πλάτη του ζώου, όπου αυτό πονούσε και δεν δέχονταν το σαμάρι στην πλάτη του. Τα δουλεμένα σαμάρια ήσαν πιο άνετα και ίσως δεν κούραζαν τα ζώα.
Ο σαμαράς για να κατασκευάσει ένα σαμάρι χρησιμοποιούσε και τα εξής εργαλεία. Δυο πριόνια ένα ψιλό και ένα μεγαλύτερο, για το κόψιμο των ξύλων. Μια συλλογή σκεπαρνιών, όπως ένα σκεπάρνι ειδικό για το πελέκημα, το κουφοσκέπαρνο για περισσότερο φάρδος που το χρησίμευαν μόνο για το μπροστινάρι, ακόμη δυο στενά σκεπάρνια (στενοσκέπαρνα) για καθαρισμό των θηλυκωμάτων. Τρία έως έξι σκαρπέλα διαφόρων διαμετρημάτων. Βασικά ένα φαρδύ 2,5 – 3 εκ., ένα λιγότερο φαρδύ 2 εκ. κι ένα στενό του ενός εκ. Τα σκαρπέλα χρησιμοποιούνται για τις ενώσεις του πισιναριού που είναι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Το σμιλάρι έχει μήκος 25 πόντους και κάνει προτρυπήματα για το τριβελίσμα και δημιουργία θηλών. Το τρυπάνι ή ματικάπι για να κάνει τις μεγάλες τρύπες αλλά και τις μικρές για να περνάνε τα κολτσάκια. Ο ξυλοκόπανος ή ματσόλα που χρησιμοποιείται σε όλα τα σκαρπέλα και όλα τα σμιλάρια. Για την κατασκευή του σαμαριού δεν κάνει το κανονικό σκεπάρνι, είναι λεπτή δουλειά και θα προκαλούσε ζημιά.
Αλλά εργαλεία ήσαν οι ράσπες ή ξυλοφάγοι, οι διάφορες πλάνες, πριτσίνια, τσαγκαροβελόνες, πασέτο (μέτρο), τσαπραζολόγος, κλαδευτήρα, τσεκούρια, αμόνι, κούτσουρο, λαβίδες, τσαγκαροσούγλια, γάντζοι, ψαλίδια, τσίφτης (πένσα), ταναλάκι, τροχός χεριού, κέρινος ή κερωμένος σπάγγος, ζαντάρκα που ήταν μια τανάλια για να βγάζει τα στραβά καρφιά. Η μέγγενη ξύλου, είναι ένα εργαλείο που είναι προσαρμοσμένη στον πάγκο της εργασίας για να στερεώνεται το επεξεργαζόμενο ξύλο.
Η καπιστράνα και οι τριχιές
Ένα εξάρτημα του ζώου ήταν και η καπιστράνα. Αυτή ήταν μια κατασκευή από δέρμα, χαλκάδες και γάντζους, η οποία προσαρμόζονταν και περιέβαλε την κεφαλή του υποζυγίου όπου σε αυτήν ήταν προσδεμένο ένα σχοινί που ονομάζεται καπίστρι ή καπιστράνα. Αυτό προσαρμόζονταν στην καπιστράνα, για να έχει ο αναβάτης ή ο σύρτης του ζώου, τον έλεγχο και την καθοδήγησή του. Στα δε ατίθασα ζώα συχνά περνούσαν μια θηλειά του καπιστριού, την ονομαζόμενη χαβιά, στο στόμα του ζώου, η οποία έσφιγγε την γλώσσα του επάνω στην κάτω γνάθο του. Η θηλιά αυτή, κατά την χρήση της από τον αναβάτη, έσφιγγε το ζώο και το έκανε να υποφέρει, ώστε να συνετίζεται σύμφωνα με τις βουλές του αναβάτη. Υπάρχει και μια παροιμιώδης φράση που αναφέρεται προς κάποιο ατίθασο άτομο, που του επιβλήθηκε κάποιος: «Του έβαλε χαβιά!»
Ένα ακόμη απαραίτητο εξάρτημα του σαμαριού ήταν και οι δύο τριχιές πρόσδεσης και συγκράτησης των φορτίων, που προσαρμόζονταν στα κολιτσάκια του πισαριού. Τις τριχιές τις κατασκεύαζαν με ίνες από το φυτό σπάρτο, από μαλλί προβάτων και από γιδόμαλλο. Αργότερα τις αγόραζαν από την Κέρκυρα όπου υπήρχε βιοτεχνία τριχιών που κατασκευάζονταν από τις ίνες του κακτώδους φυτού αθανάτι, που είναι άφθονο και πολύ γνωστό στην περιοχή μας. Το μάζεμα των τριχιών και η περιέλιξή τους γύρω από τα φορτία καθώς και η πρόσδεση τους στο σαμάρι γινόταν με τρόπο συγκεκριμένου τύπου θηλειάς που ονομάζεται σαμαροθηλειά. Αυτό βοηθούσε για ογκώδη φορτία, όπως άχυρα, γεμάτα σακιά, δεμάτια σιτηρών, κιβώτια, χοντρά σκουτιά, κ.λπ.
Τα υποζύγια πωλούνταν συνήθως με τα σαμάρια τους. Έξω από τα σαμαράδικα, δεμένα, αραδιασμένα φυσικά, τ’ άλογα και τα γαϊδουρομούλαρα, να περιμένουν την σειρά τους, για να τους πάρουν μέτρα σαμαριών, και βέβαια, εκεί γυρόφερναν και οι ιδιοκτήτες, παζαρεύοντας συνήθως τις τιμές κατασκευής του κάθε σαμαριού.
Σαμάρια υπήρχαν δύο ειδών. Το ένα ήταν για την καθημερινότητα, ενώ άλλο ήταν το επίσημο για δρόμο, για γάμους, για το πανηγύρι αν πήγαινε κάποιος, θα σέλωνε το άλογο ή την φοράδα θα έβαζε εκεί πέρα τα ωραία τα χαντρωτά, τα χαϊμαλιά αυτά ήταν σχόλια, ενώ τα άλλα ήταν τα καθημερινά της εργασίας. Όταν κάποιος αναβάτης επρόκειτο να ταξιδέψει καβάλα στο σαμαρωμένο ζώο, έπρεπε πάνω από το σαμάρι να βάλει το σαμαροσκούτι ή χράμι που ήταν ένα καρπετί, ή μια κουρελού, ή ένα πλεχτό από πάνω να το καλύψεις αυτό. Σα πήγαινε στο πανηγύρι έπρεπε να φαίνεται πανηγυρτζής, άμα ήταν σκέτο σαμάρι είναι σαν να πήγαινε στο χωράφι. Ακόμη όταν είχαν διάφορα φορτία, που έπρεπε κατά ένα τρόπο να τα αποκρύψουν από διάφορα μάτια, τα σκέπαζαν με ένα μεγάλο χράμι για να μην φαίνεται το μεταφερόμενο αντικείμενο. Πίσω από το σαμάρι και στα καπούλια των ζώων, όταν ήθελαν να καβαλήσουν παιδιά έστρωναν ένα σκουτί, ή λινάτσα επάνω στα καπούλια (πισωκάπουλα) και εκεί καβαλούσαν κυρίως τα παιδιά.
Το σαμάρι είναι όπως ένα ρούχο και πρέπει να εφαρμόζει τέλεια πάνω στο ζώο. Ένα καλό σαμάρι μπορεί να κρατήσει και πάνω από 15 χρόνια. Τα ζώα για να σαμαρωθούν πρέπει να έχουν κλείσει τα τρία χρόνια. Έως αυτή την περίοδο και όσο είναι πουλάρια ακολουθούν τα μεγαλύτερα ζώα όπου εργάζονται, έτσι ώστε να είναι έτοιμα για δουλειά όταν μεγαλώσουν. Για να συνηθίσουν τα ζώα το σαμάρι, τους βάζουν στην αρχή πανιά ή κουβέρτες στη πλάτη, τα οποία τα δένουν με τριχιά κάτω από την κοιλιά.
Μετά το ξεσαμάρωμα των υποζυγίων όταν ήσαν ιδρωμένα στην πλάτη των ζώων έβαζαν ένα ρούχο, το σαμαροσκούτι για να μην κρυώσουν τα ζώα. Κατά τους θερινούς μήνες όταν ξεσαμάρωναν τα ζώα, αυτά ένοιωθαν την επιθυμία να ξαπλώσουν στο έδαφος και να κυλιστούν, για να ξεκουραστούν.
Όταν μεταπωλούταν ένα ζώο, μετά τις πρώτες διαπιστώσεις που έκανε ο αγοραστής, ερωτούσε αν ήταν στρωμένο, δηλαδή σαμαρωμένο. Στα ατίθασα ζώα και κυρίως αυτά που κλωτσούσαν για να τα συνετίσουν, φόρτωναν σε αυτά υπέρβαρα σακιά με άμμο και τ’ άφηναν φορτωμένα αρκετές ώρες ώστε να κουραστούν και να μην έχουν την δύναμη να κλωτσήσουν και να ορθοστατούν με τα μπροστινά πόδια. Ναι μεν ήταν πολύ οδυνηρό αλλά τότε οι άνθρωποι προέβαιναν σε τέτοιες τακτικές, όπως και στο πεδούκλωμα (παστούρωμα) των δύο μπροστινών ποδιών για να μην απομακρύνονται και παστούρωμα με μπλεξάδες για να μην μπορούν να τα κλέψουν οι αλογοκλέφτες.
Το σαμάρι οι άνθρωποι της υπαίθρου το χρησιμοποίησαν ως κούνια μωρών παιδιών, κυρίως κατά τις εργασίες στα κτήματα. Επίσης και σαν καθιστικό εργαλείο, για να κάθονται να ξεκουράζονται και για να τρώγουν.
Η βελτίωση του οδικού δικτύου της υπαίθρου, η διάνοιξη αγροτικών οδών και η εγκατάλειψη των ζώων, λόγω των αγροτικών μηχανημάτων, αυτοκινήτων και μέσων μεταφοράς, το επάγγελμα του σαγματοποιού εγκαταλείφθηκε, ενώ τα εναπομείναντα ζώα δια μέσου των τσαμπάσηδων και γύφτων, πουλήθηκαν σε διάφορα τσίρκο ως τροφή των αγρίων σαρκοφάγων θηρίων.
Το επάγγελμα του σαμαρά, με την σειρά του κι αυτό, ξεχάστηκε και λιγοστά από τα εναπομείναντα σαμάρια καταστράφηκαν, ενώ όσα γλίτωσαν τα περισσότερα κοσμούν τα κατά τόπους λαογραφικά μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές μερικών ανθρώπων, που αγαπούν και λατρεύουν τα λαογραφικά εργαλεία. Οι δε σαμαράδες στην Ελλάδα, σήμερα είναι μετρημένοι στα δάκτυλα και περιζήτητοι. Το επάγγελμα του σαμαρά χάνεται και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε διδάσκεται πουθενά η τέχνη του, στους δε νέους μας σήμερα η λέξη σαμάρι τους είναι άγνωστη!
Μύθος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη για τους σαμαράδες: Σχολιάζοντας τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Γέρος του Μοριά είχε πει ένα αλληγορικό μύθο: «Κάποτε λέει τα γαϊδούρια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρά γιατί σ’ αυτόν απέδωσαν τη δυστυχία τους να είναι υποζύγια των ανθρώπων. Πίστευαν ότι χωρίς αυτόν θα έμεναν επιτέλους χωρίς σαμάρια και δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τα φορτώνουν. Δυστυχώς όμως δεν έγινε έτσι. Τα σαμάρια άρχισαν να τα φτιάχνουν οι άπειροι βοηθοί του σαμαρά οι καλφάδες. Όπως ήταν φυσικό αυτά δεν ήταν καλοφτιαγμένα και γι’ αυτό πλήγωναν και κούραζαν περισσότερο τα δυστυχισμένα ζώα τα οποία οι άνθρωποι δεν έπαψαν να φορτώνουν». Αυτό συνέβη και με τους Έλληνες τότε. Δεν τους άρεσε ο έμπειρος Κυβερνήτης και έπεσαν στα χειρότερα χέρια.
Το σαμάρι στα έθιμα του γάμου στην Ηλεία:
α) Αν ο γαμπρός ήτανε από άλλο χωριό ερχότανε καβάλα σε άλογο έχοντας στα καπούλια ένα μικρό αγόρι.
β) Αν κάποιος από το σόι του γαμπρού πήγαινε στο γλέντι της νύφης και τον έπαιρναν χαμπάρι τότε τον σαμάρωναν. Του έβαζαν στην πλάτη ένα σαμάρι.
Βρισιά: Θα σου πάρει ο Διάβολος την στρώση!
Σαμαράς, Σαμαρόπουλος, Σαμαρτζίδης, Σάμαρης, Σαμαράκης, Σαμαρικάκης, Σαμαρέλης, Σαμαρούδης.
Μεσογόμι, = πρόσθετο φορτίο επάνω στο μέσον του σαμαριού.
Πλευρό, το = το φορτίο σε κάθε πλευρά του σαμαριού.
Σαμαροθηλειά, η = ειδική θηλειά που γίνεται με την τριχιά του φορτώματος για την στερέωση του φορτίου.
Φορτωτήρα, η = μακρύ και ευθύ ξύλο με διχάλα στο τέλος, που χρησιμοποιείται κατά την φόρτωση στο σαμάρι. Όταν φορτώνεται από το ένα πλευρό τοποθετούσαν την διχάλα για να μην γείρει το φορτίο, μέχρι να το φορτώσουν και από το άλλο πλευρό.
Σαμαρνίτσα, η = είναι είδος κούνιας, όπου κοίμιζαν και κουνούσαν τα μωρά, το οποίο κούνημα γινόταν και με τα πόδια, όταν η μάνα είχε πιασμένα τα χέρια με γνέσιμο, μπάλωμα, ή πλέξιμο.
Τοποθεσίες: Σαμαρίνα χωριό του νομού Γρεβενών, Σαμαρέϊκα οικισμός της Ηλείας, Σαμάρα (πόλη του Ιράκ).
Ξεΐγκλωτο, ο = αυτό το ζώο που φοράει σαμάρι, αλλά δεν είναι προσδεμένη η ίγκλα του, ξεΐγκλωτος (μτφ.) ο ξέζωστος, ο ξεβράκωτος.
Ξεσαμάρωτο, ο = αυτό το ζώο που δεν έχει σαμάρι.
Σαμαρωμένο, ο = αυτό το ζώο που φοράει σαμάρι.
Σαμαράκια, το = (μτφ.) αναφέρεται για τα ανώμαλα οδοστρώματα που παρουσιάζουν εξογκώματα στην επιφάνειά τους.
Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:
-Αν δεν ξεσαμαρώσεις γάιδαρο δεν βλέπεις τις πληγές του.
-Αντι να σειέται ο γάιδαρος, σειέται το σαμάρι
-Άντρας σωγαμπρεμένος – γάιδαρος σαμαρωμένος!
-Γάιδαρος διπλωσαμαρωμένος; Αλί από τον καβαλάρη!
-Γάιδαρος ξεσαμάρωτος, φόρτο δεν φοβάται!
-Δεν μπορεί να δείρει τον γάιδαρο και δέρνει το σαμάρι.
-Δεσπότη αρματώνουμε; η γάιδαρο σαμαρώνουμε;
-Έκανα τον γάιδαρο και τούρλωσε τ’ αυτιά του, και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του!
-Θα σου την σάξω την στρώση!
-Κτυπάει το σαμάρι ν’ ακούσει το γαϊδούρι.
-Μάκρυνε το γαϊδουράκι κόντυνε το σαμαράκι.
-Μεγάλωσε το γαιδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι.
-Να λείψουν τα γαϊδούρια μας, να ιδώ τι θα κάνετε τα σαμάρια σας!
-Ξένο σαμάρι, σε ξένη πλάτη δεν χωράει!
-Ο καλός ο σαμαράς σκέπτεται και τον γάιδαρο.
-Όσα γαϊδουρόπλα κι αν κάνει η γαϊδούρα, το σαμάρι από την πλάτης της δεν το βγάζουν!
-Πήγε για σαμάρι κι έχασε τον γάιδαρο!
-Σαμάρι – παλιοσάμαρο και πότε θα σε πετάξω!
-Σαμαρωμένος πάει ο δούλος για δουλειά, σαμαρωμένος γυρίζει!
-Στραβό το σαμάρι; Αλλοίμονο από την πλάτη του γαϊδάρου!
-Το άλογο τον αλμπάνη έχει ανάγκη και όχι τον σαμαρά.
-Τον γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν.
-Του μουλαριού όταν σαμαρωθεί φαίνονται οι πληγές και της γυναίκας φαίνονται όταν παντρευτεί.
(-Αντωνακόπουλος Γεώργιος, «Η σαγματοποιΐα στην Ηλεία», Πελοποννησιακά, Πρακτικά του έκτακτου Ηλειακού συμποσίου 2001, σελ. 395.
-Ντελιόπουλος Γιώργος, Ξεχασμένα επαγγέλματα - Ο σαμαράς).