Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΒΑΓΕΝΑΔΕΣ… ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣ…!

Έρευνα καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ένα από τα επαγγέλματα που ανθούσαν μέχρι πριν πενήντα χρόνια περίπου ήταν αυτό του βαρελά ή βαγενά. Η τέχνη ήταν πασίγνωστή σε όλη την Ελλάδα, στον τόπο μας περίφημα βαρελάδικα υπήρχαν στο χωριό Κλεινδιά της Ωλένης αλλά και σε άλλα χωριά μειωμένης φήμης. Αυτοί κατασκεύαζαν κρασοβάρελα ή βαγένια, τυροβάρελα, κάδες, λαδοβάρελα ή λαδούσες, νεροβάρελα, βουτσέλες ή βουτσιά, μπακράτσες, τρομπόλες (κάδες βούτυρου), καδούλια ή μαστέλλες (κάδους για διαφόρων διαστάσεων και χωρητικότητας για προϊόντα, αλευροθήκες, βαγένια νερόμυλων, κάρτα (πινάκια) για το μέτρημα δημητριακών και άλλων ξηρών καρπών, βούτες, γλάστρες κ.ά.
Υπήρχαν και περιπλανώμενοι βαγενάδες που περιφέρονταν από χωριό σε χωριό κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας τα βαγένια και τα άλλα είδη του βαγενοποιού. Αυτοί οι πλανόδιοι βαγενάδες λέγονταν γκιούσηδες.
Τα βαρέλια ήταν δρύινα για κρασί και άλλα ποτά και από οξιά για το τυρί από κέδρο, έλατο ή πεύκο ή μουριά. Για νερό ποτέ δεν κατασκεύαζαν δρύινα, διότι το νερό μέσα στο δρύινο μαυρίζει.
Το βαρέλι αποτελείται από τις δούγες που είναι ξύλινες σανίδες καμπυλωτές, το φουντί που είναι ο πάτος των βαγενιών και τα στεφάνια.
Τα ποτοβάρελα που είχαν πιο λεπτές δούγες και φουντιά τα παραφινάριζαν.
Κατά την τοποθέτηση το βαρέλι έπρεπε να είναι επάνω σε βάση και να αερίζεται από δίπλα ώστε να μην τραβάει εξωτερικές υγρασίες και σαπίζει.
Οι δούγες κατασκεπάζονταν μόνο με το τσεκούρι «τσεκουράτες» και σχιστές, ποτέ δεν χρησιμοποιούσαν πριόνι. Το σχίσιμο γινόταν με ξυλόσφηνες και τσεκούρια.
Η ποιότητα των ξύλων διακρινόταν από τις χρυσαλλίδες. Χρυσαλλίδες λέμε τα νερά του ξύλου και όσο πιο ευθεία είναι τα νερά τόσο πιο ανθεκτικό ήταν το ξύλο.
Ενδιάμεσα στις δούγες κατά το στήσιμο του βαρελιού τοποθετούσαν φύλλα ψαθιούκαι μετά το βρέξιμο φούσκωναν οι δούγες και τα φουντιά και έκλεινε όλα τα διάκενα και δεν έχανε υγρά. Γνωρίζουμε όλοι ότι το βρεγμένο ξύλο διογκώνεται και πιεζόμενο κλείνει τους πόρους και τα διάκενα.
Το βαγένι με τις τσεκουράτες δούγες δεν είχε κομμένα αγγεία και τοιουτοτρόπως δεν υπήρχε διαρροή υγρών.
Στα νησιά και κυρίως στην βόρεια Ελλάδα αντί για ψαθί χρησιμοποιούσαν ζυμάριγια να κλείνουν τους πόρους ενδιάμεσα στις δούγες και στα φουντιά. Εκεί αντιμετώπιζαν και ένα πρόβλημα, αν περίσσευε εσωτερικά το ζυμάρι, τότε υπήρχε κίνδυνος το κρασί να ξινίσει. Επίσης το ζυμάρι μπορούσε να προσελκύσει διάφορα βακτήρια και το σαράκι να καταστρέψει πρόωρα το βαγένι.
Τα βαγένια έχουν σχήμα κόλουρου κώνου, αυτή η κατασκευή γίνεται για να σφηνώνουν οι δούγες του στην στενή βάση.
Τα μεταλλικά στεφάνια που τοποθετούσαν στα βαγένια έχουν και αυτά την ονομασία τους. Το πάνω- πάνω λέγεται κεφαλάρι, το δεύτερο σεκόντο, το τρίτο φινταμέντο και τέλος το τέταρτο φινταέρι. Το μεσαίο και μεγαλύτερο το έλεγαν κοιλαρά. Επάνω από το γράδωμα πρέπει να υπάρχει το ανάλογο στεφάνι για να μην λασκάρει όλο το βαγένι. Πριν τοποθετήσουν τα στεφάνια, τα έβρεχαν και έβαζαν πολύ ψιλή άμμο (αν υπήρχε θαλάσσης) και κόλλα.
Όταν τοποθετήσουν όλα τα στεφάνια τότε το βαγένι είναι σχεδόν έτοιμο, όμως οι βαρελάδες ξανά έβγαζαν τα ακριανά να το πλανήσουν και να είναι λείο. Αυτό γινόταν μετά την τοποθέτηση των στεφανιών όπου τα στεφάνια έξυναν τις δούγες και προκαλούσαν γραντζουνίσματα (μικροφθορές). Στο τέλος ο βαγενάς τοποθετούσε όλα τα στεφάνια συμμετρικά, με σειρά και τάξη.
Το φουντί το κατασκεύαζαν από σανίδες που καρφώνονται μεταξύ τους με δίμυτακαρφιά, ο λόγος είναι διότι αν υπήρχε σίδερο μέσα στο βαγένι και αυτό ερχόταν σε επαφή με το κρασί, αυτό ξίνιζε.
Μετά το σχίσιμο των δούγων με τον κουμπάσο καθόριζαν των κύκλο των σανίδων και μετά τις πλάνιζαν για να έχουν όλες οι σανίδες το ίδιο πάχος.
Το φουντί γύρω-γύρω (περιφερειακά) το πελέκαγαν με ταλιαδούρα τσεκούρι ώστε να πάρει το πάχος που έχει γίνει με την γραδωτή στο εσωτερικό τοίχωμα του βαγενιού όπου θα εφαρμόσουν οι δούγες. Η χαρακιά αυτή λέγεται γράδωμα ή γραδί. Ενδιάμεσα τοποθετούσαν ψαθί.
Επάνω στο φουντί μ’ ένα ειδικό εργαλείο, «τρουπάνι» ανοίγουν δύο τρύπες η μια επάνω η καρκούνα για να παίρνει ανάσα το κρασί ή για τις δοκιμές και την έκλιναν (σφράγιζαν με ένα ξύλινο πίρο που για να μην στάζει τον τύλιγαν με λινάρι και η κάτω για την κάνουλα. Την κάτω δεν την έφτιαχναν κάτω- κάτω αλλά λίγα εκατοστά πιο πάνω για να μην ρέει τα κατακάθια του κρασιού.
Η κάνουλα πάντοτε έπρεπε να είναι ξύλινη εξ ολοκλήρου και όχι μπρούτζινη διότι πρασίνισε το κρασί.
ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ ΤΟΥ ΒΑΓΕΝΙΟΥ
Πρώτα κατασκεύαζαν τα δύο φουντιά. Μετά το ένα άκρο των ξύλων το κλείνει με στεφάνια, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, ενώ το άλλο άκρο είναι ακόμα ανοιχτό. Για να σχηματιστεί η κοιλιά του βαρελιού, ο βαγενάς χρησιμοποιούσε μια σχάρα, όπως του μαγκαλιού, βάζει μέσα χοντρά ξύλα. Αφού δώσει φωτιά παίρνει τη σκάρα και από πάνω της τοποθετεί τα βαρέλι, όπως το προετοίμασε πιο πριν, με το ένα άκρο του δηλαδή έτοιμο. Μ’ ένα συρματόσκοινο τριγυρίζει το βαρέλι στο άλλο άκρο που είναι ακόμη ανοιχτό. Με την βίδα (ρεγουλατόρο) ένα εργαλείο με το οποίο πιάνει το συρματόσκοινο και από τις δύο πλευρές σφίγγει τις δούγες και σιγά σιγά το άκρο αυτό που αρχικά είχε ετοιμαστεί.
Στη συνέχεια αναποδογυρίζει το βαρέλι, χωρίς να πειράξει τη βίδα. Κόβει στεφάνια ανάλογα με το βαρέλι και τα καρφώνει με πριτσίνια. Αφού τοποθετήσει το εξωτερικό στεφάνι του άκρου, αρχίζει να ξεβιδώνει τη βίδα και να προσθέτει τα υπόλοιπα στεφάνια. Ανάλογα με το βαρέλι βάζει και τα ανάλογα στεφάνια. Π.χ. το βαρέλι είναι 500 έως 1000 κιλά βάζει δέκα στεφάνια.
Μετά κάνει το «καβάρισμα» μπροστά και πίσω στα δύο δηλαδή στρογγυλά άκρα του βαρελιού με ένα σκεπάρνι γυριστό. Για να πιάσει το «φουντί», το στρογγυλό άκρο του βαρελιού, δηλαδή το καπάκι με τον «τζινιαδόρο» κάνει την πατούρα ένα είδος αυλακιού. Αφού ετοιμάσει το φουντί, το πατάει στην «πλάνια» και μετά το καρφώνει με δίμυτες βελόνες. Το φουντί αποτελείται από πολλά κάθετα κομμάτια ξύλου. Μετά παίρνει κουμπάσο από την πατούρα που άνοιξε, επί πέντε κουμπασιές. Παίρνει το κουμπάσο και το τοποθετεί στο μέσο του φουντιού και παίρνει τον κύκλο στρογγυλό. Αφού αλείψει το στρογγυλό με μπογιά και φαίνεται το στρογγύλεμα της κουμπασιάς, με το «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού το κόβει και γίνεται στρογγυλό. Με την «ταλιαδόρα», κόβει το φουντί γύρω γύρω για να χωράει να μπει στην πατούρα. Ύστερα ξύνει το φουντί με ένα ροκάνι για να γυαλίσει. Στην συνέχεια βάζει το ψαθί και νερό στην πατούρα και βγάζει τρία στεφάνια για να περάσει το φουντί.
Σηκώνει το βαρέλι όρθιο, σφίγγει τα στεφάνια και εφαρμόζει όλες τις δούγες κι έτσι το βαρέλι δεν τρέχει. Ανοίγει μια τρύπα στη ράχη του βαρελιού απ’ όπου θα μπει ο μούστος στο βαρέλι, και μια μικρή σ’ ένα από τα δυο καπάκια του για να μπει η κάνουλα απ’ όπου τρέχει το κρασί.
Στα μεγάλα βαγένια οι ιδιοκτήτες, έμποροι κρασιού, ταβερνιάρηδες ή και ιδιώτες όταν είχαν πάνω από ένα βαγένι τα ονομάτιζαν.
Επί το πλείστον έδιναν ονόματα μεγάλων ποταμών, όπως Δούναβης, Αλφειός, Πηνειός, Αχελώος, Ευρώτας κ.ά. λιμνών, πηγών αλλά και κύρια ονόματα.
Σε ιδιώτη έχω καταγράψει που είχε το όνομα του πατέρα του, του παππού του κ.ά.
Επίσης πολλοί τους έδιναν νούμερα. Έχω καταγράψει μια ιστορία με τα νούμερα των βαγενιών.
ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ:
Ο όγκος του βαγενιού υπολογίζεται ως εξής:
Α1 = είναι η διάμετρος που έχει το φουντί (ο πάτος)
Α2 = είναι η διάμετρος της μεγαλύτερης τομής του Βαγενιού
Υ = το ύψος
Έτσι ο όγκος υπολογίζεται Όγκος = Α1 Χ Α2 Χ Υ Χ 64 οκάδες.
Μια βαρέλα υπολογίζονταν σε 48 οκάδες. Την χωρητικότητα των βαγενιών την υπολόγιζαν σε βαρέλες και ανάλογα με αυτές το ονόμαζαν όπως πεντάρι, εφτάρι, οχτάρι, δωδεκάρι κ.λπ.
Μπορεί ο υπολογισμός να έχει μικροδιαφορές λόγω της διαφοράς στο πάχος της δούγας του εκάστοτε βαγενιού.
Για να υπολογίσουν πόσες βαρέλες κρασί είχε μέσα ένα βαγένι, το μετρούσαν με το σάγμα, το οποίο ήταν μια βέργα κυρίως ξύλινη με συμμετρικές εγκοπές που μετράει την χωρητικότητα του βαγενιού σε βαρέλες.
Τα τεράστια βαγένια, είχαν και μια μικρή πόρτα στο μπροστινό φουντί για να το καθαρίζουν.
Τα βαρέλια παλιά τα έδεναν με τσέρκια ή βεργιά, δηλαδή ξύλινα στεφάνια, στα τελευταία χρόνια με σίδερο γαλβανισμένο τα λεγόμενα τσέρκια στεφάνια ή βαλεροστέφανα.
Σε παλιά κελάρια και σπίτια εντοπίζαμε τεράστια βαγένια, που εκ πρώτης όψεως ήταν αδύνατον να έχουν χωρέσει στην πόρτα για να τοποθετηθούν στην θέση τους. Στα Μετέωρα έχω εντοπίσει ένα βαγένι χωρητικότητας 12 τόνων, με ξύλινα στεφάνια. Τα τεράστια βαγένια οι βαγενάδες πρώτα κατασκεύαζαν τα φουντιά και τις δούγες στα εργαστήριά των και μετά τα φόρτωναν σε ζώα και τα πήγαιναν στο σπίτι εκείνου που είχε δώσει την παραγγελία για το βαγένι. Εκεί έβαζαν μέσα στο οίκημα τις δούγες, τα φουντιά και τα στεφάνια και το συναρμολογούσαν μέσα.
Φορτώνανε στα υποζύγια τους τις έτοιμες δούγες τα φουντιά το στεφάνι, μετρημένο για να τα δέσουνε, τα εργαλεία τους, ματσόλες, πριόνια, σκαρπέλα, σφυριά, πιράκια σιδερένια για τα στεφάνια, πίρους ξύλινους για τα βαγένια, κάνουλες, κουμπαδόρους, ταλιαδούρα, ανέμη, χαμοπλάνη, γραδοτήρι, κουμπάσσο, σφήνες, ψαθί κ.ά. και πήγαιναν στο οίκημα εκείνου που είχε παραγγείλει το βαγένι. Η συναρμολόγηση μπορούσε να διαρκέσει ημέρες ανάλογα πόσο μεγάλο ήταν το βαγένι και ο αριθμός αυτών. Ο βαγενάς και ασφαλώς ο βοηθός του διέμενε στο σπίτι αυτού που είχε παραγγείλει το βαγένι.
Οι βαγενάδες πέραν από τα έτοιμα βαγένια που είχαν προς πώληση, για μεγαλύτερα ή πιο ενισχυμένα έπαιρναν παραγγελίες, κατά την παραγγελία έφτιαχναν χαρτί (συμφωνητικό) με τον αγοραστή και συνήθως αν δεν τον γνώριζαν έπαιρναν και μια προκαταβολή. Αν αθετούσε τον λόγο του ο παραγγέλων το βαγένι έχανε την προκαταβολή, ενώ αν αθετούσε ο βαγενάς, τότε επέστρεφε την προκαταβολή εις διπλούν.
Οι βαγενάδες εκτός της κατασκευής προέβαιναν και σε επισκευές παλιών βαγενιών.
Ένα πρόβλημα που ανέκυπτε ήταν το σκέβρωμα (στράβωμα) της δούγας. Ο επισκευαστής έλυνε το βαγένι και πλάνιζε τις δούγες.
Άλλο ήταν το σπάσιμο μια δούγας. Τότε έφερνε μια άλλη και την άλλαζε. Έλεγαν ότι η ανάποδα πλανισμένη δούγα συνήθως σπάζει.
Το κάψιμο του βαγενιού. Όταν το βαγένι χρησιμοποιούταν αρκετά χρόνια, τότε έβαζαν μέσα ένα δοχείο με φωτιά για να κάψει, δηλαδή ν’ αποστειρώσει το βαγένι.
ΕΡΓΑΛΕΙΑ:
Ανέμη είναι ένας μεγάλος σφικτήρας όπου μπαίνει το βαγένι για να σφίξουν οι δούγες και να μπορέσει να μπει το στεφάνι. Γλύφτρης, Γραδοτήρι είναι ένα εργαλείο για το γράδωμα (κατασκευή γραδώματος). Καβαροσκέπαρνο ή καβαρορόκανο, το σκεπάρνι που λειαίνει εξωτερικά τις δούγες εκεί που ακουμπούν για να μην σπάζουν. Καλαφάτης, Κλόβα, Κουμπάσος, Κουρκουνάρα, Ξεγυριστάρι, Ξυλοφάης, Πάρμα, Πλανιοπούλα ή πλάνη, Σφήνα, Σφυρί, Ταλιαδούρα, Τσεκοροταλιαδούρα, Τσινιαδόρος, Τυροφούδι, Χαμοπλάνη είναι μια μεγάλη πλάνη στο πλάτος της δούγας.
ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΒΑΓΕΝΙΩΝ:
Λέγεται ότι κάποτε στην Ήπειρο οι Σωπικιώτες είχαν κατασκευάσει στο χωριό τους ένα τεράστιο βαγένι που ανήκε στον ιερέα Γιάννη Παπά, και αυτό εσωτερικά χωριζότανε σε τρία μέρη (αμπάρια), εκ των οποίων το μεσαίο ήταν κενό. Εντός του μέρους αυτού ο εν λόγω ιερέας έκρυψε τον Αλή Πασά, που τον καταδίωκε ο Κούρτ Πασάς του Μπερατίου, αφού γέμισε με κρασί τα δύο άλλα ακραία μέρη του βαρελιού. Ο Αλής γλίτωσε και ευγνωμόνων δια την σωτηρία του έκτισε στη Σωπική μια πολυτελή οικία δια τον ιερέα, η όποια σώζεται μέχρι σήμερα και ονομάζεται σαράγι.
Κάποτε σε ένα χωριό ένας μπεκρής πήγαινε στην ταβέρνα και έπινε και ταυτόχρονα τα χρέη του στην ταβέρνα αυξάνονταν η γυναίκα του μπεκρή είχε δώσει εντολή στον ταβερνιάρη να μην του ξανά δώκει να πιει. Αυτός συνέχιζε και του έδινε ώσπου μια ημέρα η γυναίκα πήγε στην ταβέρνα και τσακωθήκανε άσχημα. Αυτή αποχωρώντας γυρίζει και του λέει. «Αν ξανά δώκεις ποτήρι στον άντρα μου να σου πάρει ο Διάβολος την δούγα!»
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
-Αδειανό βαγένι φίλο δεν πιάνει.
-Άδειασε το βαγένι με το μέλι.
-Αν πεθάνουν οι βαγενάδες θα πάψουν οι μπεκρήδες!
-Γέρος άνθρωπος άδειο βαγένι.
-Δεν φταις, εσύ, φταίει του βουτσιού ο πίρος! λέγεται προς τους ακοσμούντας ένεκα μέθης.
-Έγινε η κοιλιά του βαγένι!
-Κάθε πράμα στο αγγειό του και το κρασί στο βαγένι.
-Κουμανέικο βαγένι τρεις γενιές κρασί χορταίνει.
-Με τα ξένα αμπέλια δεν γιομίζουνε βαγένια.
-Ξέρουνε οι βαγενάδες ποια είναι τα καλά βαγένια.
-Ομπρίζει το βαγένι; Θα σε ντροπιάσει.
-Όπου λυπάται από την κουρκούνα, το χάνει από τον πίρο!
-Ούλοι στις δουλειές του σπιτιού κι ο μπεκρής στον πίρο του βαγενιού.
-Που τον χάνεις που πααίνει, ούλο κάτου από το βαένι!
-Σαν μας χυθήκαν τα κρασιά, μας μείνανε τα βαγένια!
-Σε άδειο βαγένι ο μπεκρής δεν πηγαίνει.
-Σε σπίτι χωρίς βαγένι ξένος να μην πηγαίνει.
-Τα χιονάκια του Γενάρη γιομίζει τα βαγένια.
-Το αμπέλι θέλει και βαγένι.
-Το μικρό βαγένι λίγους φίλους πιάνει.
-Του τσιφούτη το βαγένι πάντα την δόγα του έχει σπασμένη.
-Χονδρός παχιός ο βαγενάς, χονδρά βαγένια φτιάχνει.
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ:
Πολλοί βαρελάδες έλαβαν επώνυμα προερχόμενα από το επάγγελμά τους. Απαντούμε τα επώνυμα Βαγενάς, Βαγένης, Βαρελάς, Βούτσης, Βουτσής, Γκιούσης, Βουτσάς, Φουντής, Φούντας, Φουντάς κ.ά. επίσης και μια τοποθεσία ανατολικά της Αμαλιάδας, κοντά στην Φραγκαβίλλα ονομάζεται Βαγένι.
Την χοντρή και κοντή γυναίκα την λέγανε: Βουτσί του ταβερνιάρη.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΑΓΕΝΙ:
-Μωρή κοτούλα λαθουρή… που πήγες κι έφτιαξες φωλιά στου βαγενιού τον πίρο- σε παίρνω δεν σ’ αφήνω…!
-Μπρος στο φουντί στο βαγένι… στέκεται ο μπεκρής και κρένει…

Εκτύπωση   Email

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates