Το έθιμο να πίνει κρασί ο άνθρωπος, αναφερόμενος κυρίως στην υγεία την ευημερία, την ευτυχία και την καλοτυχία, χρονολογείται από την αρχαιότητα. Ακόμη σήμερα, μας είναι άγνωστο σε ποια σπονδή, που και πότε σηκώθηκε το πρώτο ποτήρι, προς τιμήν κάποιου αρχαίου θεού ή για την υγεία συγγενών, φίλων κ.λπ. Αυτό που ξέρουμε μόνο είναι ότι το έθιμο της πρόποσης για την υγεία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στην αρχαία Ελλάδα η σπονδή ήταν ένα είδος προσευχής συνδυασμένης με πρόποση, κατά την οποία, ο ιερέας μοιραζόταν το κρασί με τους θεούς. Σύμφωνα με το ομηρικό τελετουργικό για την πράξη αυτή, ο ιερέας στεκόταν όρθιος κρατώντας στο δεξί χέρι ένα κύπελλο γεμάτο κρασί, προσήλωνε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, έχυνε λίγες σταγόνες στο βωμό ή στο έδαφος, και με τα δύο χέρια με υψωμένα κρατώντας πάντα το κύπελλο προσευχόταν, στη συνέχεια έπινε ο ίδιος το υπόλοιπο.
Μ' ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον πόνημα μπορούμε να μάθουμε, πως εκδιδόταν το διαζύγιο, κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.
Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, χρονολογημένα το έτος 1824, στα οποία ότι τις αποφάσεις δια τα διαζύγια τις έπαιρνε το Υπουργείο της Θρησκείας, ύστερα από εισήγηση του Γενικού επιτρόπου της επαρχίας. Κατά τα χρόνια αυτά η δικαιοδοσία για την λύση του γάμου, δεν είχε ούτε η εκκλησία ούτε το αρμόδιο δικαστήριο, παρά το Υπουργείο.
Στο πρώτο έγγραφο είναι η γνωμάτευση του Πρωτόπαπα του Άργους προς τον Γενικό Επίτροπο της Επαρχίας Ναυπλίου, για την έκδοση διαζυγίου σε βάρος του Γεωργίου Χρυσικού, από το Άργος, ως μέθυσου και ψεύτη, που σπατάλησε την περιουσία της γυναίκας του. Ο Πρωτόπαπας προσπάθησε επανειλημμένα να τους συμβιβάσει αλλά απέτυχε.
«Προς τον σοφολογιότατον κύριον Νικηφόρον Παμπούκην,* Γενικόν Επίτροπον της επαρχίας Ναυπλίου.
Γεώργιός τις Χρυσικού, Αργείος, ενυμφεύθη προ χρόνων την θυγατέρα του Θανάση Γιαμά ονόματι Αικατερίναν. Αυτός αντί να πολιτευθή κατά τους θείους και ιερούς νόμους, ζη άσώτως, κατέφαγε την προίκα της γυναικός του, την υβρίζει καθημέραν με τα πλέον δύσφημα ονόματα, είναι ψεύστης, εις άκρον μέθυσος, είναι τερζής (ράπτης) και αφού, ή πατριώται, ή αλλοδαποί άνθρωποι πηγαίνουν τα φορέματά τους δια να τα ράψη εκείνος τα πωλή. Τούτο εξακολουθεί συνεχώς προς όσους δεν το ηξεύρουν και ένεκα τούτου είναι ηγανακτησμένοι οι άνθρωποι, διότι τους πωλή τα φορέματά των. Εξεγύμνωσαν και εκείνον και τη γυναίκα του και το σπίτι του δια τα ρηθείσας καταχρήσεις του ζημίωσαν και τον πενθερόν του, έως 800 γρόσια. Αι κατά μέρος κακίαι του είναι πολλαί. Πολλάκις τον εσυμβούλευσαν και οι επιστατοδημογέροντες, και το ιερατείον, ή να παύση των τοιούτων καταχρήσεων ή θα χωρισθή από την γυναίκα του. Αυτός παντελώς δεν εισήκουσε.