Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΜΑΤΑΡΑΤΣΙ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και πριν 50 χρόνια περίπου προτού ακόμα η βιομηχανοποίηση παραμερίσει την οικοτεχνία, οι άνθρωποι μόνοι τους κατασκεύαζαν διαφόρων ειδών εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Ένα εξ αυτών ήταν και το ματαράτσι. Αυτό ήταν ένα υφαντό, δηλαδή σάκος υφασμένος στον αργαλειό, και ραμμένος όπου τον χρησιμοποιούσαν για διάφορες ανάγκες των κατοίκων της κυρίως της υπαίθρου.

Για να κατασκευάσουν ένα ματαράτσι το ύφαιναν κυρίως με σπάρτο. Αυτά συνήθως ήταν μεγάλοι σάκοι που τα χρησιμοποιούσαν ως σάκους μεταφοράς που χωρούσαν περίπου 80 οκάδες και τα μεγαλύτερα τα χρησιμοποιούσαν, ως στρώματα ύπνου.

Αυτό που ύφαιναν υπολόγιζαν το επιθυμητό μήκος που ήθελαν για το ανάλογο σακί και εκεί που τελείωνε έκοβαν το στημόνι. Στημόνι είναι οι κλωστές όπου ενδιάμεσά τους περνάει η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι και υφαίνεται το βιλάρι. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά που χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το στημόνι ήταν από μαλλί προβάτου, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα ή σπάρτο όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Έπειτα έπαιρναν το βιλάρι που είχαν, αφού πρώτα έδεναν, ανά ζεύγος κόμπους τις κλωστές του στημονιού, για να μην ξεφτίσει.

ΕΤΣΙ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗΝ…!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Αφήγηση - μαρτυρία του Α.Δ., αντάρτη από χωριό της Ορεινής Ηλείας, που αναφέρει πως συνελήφθηκε το 1949.
Στην κορυφή του λόφου είχαμε βρει ένα γκρεμισμένο πέτρινο παλιοκάλυβο μέσα στα κατσοπρίνια. Οι τοίχοι του είχανε πέσει και ίσα- ίσα για ανάχωμα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, για να μην μας τρουπήσει καμιά αδέσποτη. Περιμέναμε ότι θα δεχτούμε επίθεση. Είχαμε προνοήσει και μαζέψαμε ξερά κλαδιά και τα είχαμε κουβαλήσει δίπλα στο παλιοκάλυβο να πυρωνόμαστε την νύχτα. Το χάραμα όταν καταλάβαμε ότι φτάσανε οι κερατάδες, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την πιασά μας. Κρατήσαμε κάμποσο και μόλις αρχίσανε ν’ ανεβαίνουνε οι κερατάδες, ρίξαμε κάμποσα φυσίγγια στην φωτιά και αφού εγκαταλείψαμε το ύψωμα πέσαμε πίσω να περάσουμε στο πέρασμα να βγούμε κάτου στην ποταμιά και να σκαλώσουμε την από ’κεί μεριά. 
Μόλις εκείνοι ζυγώσανε στο σείραχο, τότενες πυρώσανε τα φυσίγγια που είχαμε ρίξει στη φωτιά κι αρχίσανε να σκάνε η μια μετά την άλλη. Αυτοί νομίσανε ότι είμαστε εκεί στο καλύβι και το υπερασπιζόμαστε και έτσι κάνανε πίσω. Σε κάποια στιγμή κυκλώσανε το τούμπι και ρίνανε απάνου κατ’ απάν’, νομίζοντας ότι μας είχανε στο χέρι. Μόλις κιώσανε τα φυσίγγια της φωτιάς, κάνανε ντου και μείνανε μ’ ανοικτό το στόμα, άδειος ο τόπος, ούτε ένας τραυματίας ούτε σκοτωμένος, εμείς είχαμε γίνει άρατοι. Βλέπεις ευφτούνο το κόλπο μας έδωκε μεγάλο τράτο να λακίξουμε μακριά. 

ΛΥΤΑΡΙ ή ΛΥΤΑΡΑΚΙ…!

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Πολλές φορές στην καθημερινότητα και κατά τις διαχρονικές λαογραφικές και ιστορικές καταγραφές που έχουμε πραγματοποιήσει, όσοι ήθελαν ή θέλουν ν’ αναφερθούν για κάποιο μικρό και ψιλό σχοινί ή σχοινάκι το αναφέρουν ως λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι.

Αυτή η ονομασία λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι δυστυχώς δεν πρέπει να προσδιορίζει, κανένα σχοινάκι μικρού μεγέθους. Η ονομασία έχει προσδιοριστεί λανθασμένη και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και ν’ αναμεταδίδεται ως έχει.

Λυτάρι, λυταράκι ή απολυτάρι λέγεται το οικόσιτο ζώο το οποίο, έχει ξεφύγει της προσοχής του ιδιοκτήτη, ή έχει ξεκόψει από το κοπάδι ή έχει λυθεί από το σχοινί που το έδεναν για να βοσκήσει στην ύπαιθρο. Η λέξη προέρχεται από το λύσιμο, λυτό, αυτό που δεν είναι δεμένο, αυτό που λύθηκε, το ελεύθερο, το μη περιορισμένο.

Η ΚΟΥΡΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κούρνια λέγεται το σημείο που επιλέγει κάθε πτηνό άγριο ή ήμερο για να κοιμάται συνεχώς ή και να κοιμηθεί μια νύχτα.

Τ’ άγρια πτηνά από μόνα τους επιλέγουν που θα διανυχτερέψουν και οι επιλογές των είναι δύο ειδών. Αυτά που είναι μόνιμα σ’ ένα τόπο όπου επιλέγουν ένα σημείο και το βράδυ μετά την περιπλάνηση της ημέρας επιστρέφουν στο σημείο που έχουν επιλέξει και κουρνιάζουν.

Τα δε αποδημητικά πουλιά κατά την μετακίνησή τους, αλλάζουν συνεχώς τόπο, από το απόγευμα σταματούν την μετακίνησή τους, αναζητούν τροφή και νερό και μετά το φαγητό επιλέγουν ένα σημείο όπου θα κουρνιάσουν για να περάσουν την νύχτα τους.

Τα ντόπια άγρια πτηνά αν ένα βράδυ για οποιοδήποτε λόγο δεχθούν επίθεση ή οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν κούρνια.

Τα πουλιά για ασφάλεια διαλέγουν ένα κλαδί επάνω σε δέντρο που να το "κρατάει" δηλαδή να μην λυγίζει με το βάρος του και να έχει την δυνατότητα τα δάκτυλα με τα νύχια του να γαντζώνονται ώστε και κοιμώμενο να κρατάει την ισορροπία του.

Τα πουλιά δεν πέφτουν σε βαρύ ύπνο ακόμη και την νύχτα, είναι πανέτοιμα σε περίπτωση κινδύνου να πετάξουν. Όταν είναι ζευγάρι τότε κοιμούνται εναλλάξ.

ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤ’ ΑΛΩΝΙ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια από τα πιο κοπιαστικές καλοκαιρινές εργασίες της υπαίθρου, μέχρι την δεκαετία του 1980 μετά τον θέρο, ήταν και η μεταφορά των δεματιών ή λιμαριών των θερισμένων γεννημάτων από το χωράφι στο αλώνι. Θυμάμαι μικρός παιδί του δημοτικού σχολείου, ότι μετά τον θέρο άρχιζε το κουβάλημα, δηλαδή η μεταφορά των λιμαριών.

Τα δεμάτια ήσαν ορισμένου όγκου. Όταν θέριζαν τα σπαρτά τα έφτιαχναν χεριές, Την χεριά την άφηναν πίσω στο θερισμένο επάνω στις όρθιες θερισμένες αποκαλαμιές.

Ο νοικοκύρης του χωραφιού, είχε εντοπίσει που υπήρχαν αναπτυγμένα φυτά ή και άγρια σίκαλη, που αναπτυσσόταν και γινόταν ψηλότερη από τα σπαρτά και τα ξεκόλωνε (ξερίζωνε) τα έφτιαχνε μικρά δεμάτια και αφού τα μπούχιζε (κατάβρεχε) με νερό τα σκέπαζε. Αυτά μετά από λίγη ώρα λούρωναν (μαλάκωναν) και τα χρησιμοποιούσε για να δέσει τα λιμάρια. Έπιανε καμιά δωδεκαριά καλαμιές, τις χώριζε στα δύο έξι και έξι και τις έδενε μεταξύ τους από το επάνω μέρος κοντά στα στάχια τους, ένα κόμπο και έτσι μεγάλωνε το δεματικό του.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates