Από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και πριν 50 χρόνια περίπου προτού ακόμα η βιομηχανοποίηση παραμερίσει την οικοτεχνία, οι άνθρωποι μόνοι τους κατασκεύαζαν διαφόρων ειδών εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Ένα εξ αυτών ήταν και το ματαράτσι. Αυτό ήταν ένα υφαντό, δηλαδή σάκος υφασμένος στον αργαλειό, και ραμμένος όπου τον χρησιμοποιούσαν για διάφορες ανάγκες των κατοίκων της κυρίως της υπαίθρου.
Για να κατασκευάσουν ένα ματαράτσι το ύφαιναν κυρίως με σπάρτο. Αυτά συνήθως ήταν μεγάλοι σάκοι που τα χρησιμοποιούσαν ως σάκους μεταφοράς που χωρούσαν περίπου 80 οκάδες και τα μεγαλύτερα τα χρησιμοποιούσαν, ως στρώματα ύπνου.
Αυτό που ύφαιναν υπολόγιζαν το επιθυμητό μήκος που ήθελαν για το ανάλογο σακί και εκεί που τελείωνε έκοβαν το στημόνι. Στημόνι είναι οι κλωστές όπου ενδιάμεσά τους περνάει η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι και υφαίνεται το βιλάρι. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά που χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το στημόνι ήταν από μαλλί προβάτου, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα ή σπάρτο όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Έπειτα έπαιρναν το βιλάρι που είχαν, αφού πρώτα έδεναν, ανά ζεύγος κόμπους τις κλωστές του στημονιού, για να μην ξεφτίσει.