Εκατοντάχρονη χειροποίητη εικόνα από τις φυλάκες
Και τώρα που καταλάγιασε ο ντόρος της γιορτής του Αγίου Νικολάου!
Αυτό το εκατοντάχρονο χειροποίητο κομψοτέχνημα προέρχεται από τις φυλακές που έφερε ο παπούλης μου ο Πλιέγκας.
Είναι από τα λίγα λαογραφικά αντικείμενα που γλύτωσαν από τα γνωστά καλόπαιδα.
Είχα φροντίσει από νωρίς να το μεταφέρω στην Αθήνα και θα τοποθετηθεί βέβαια στο Λαογραφικό μας Μουσείο!
Προειδοποιώ τα γνωστά κλεφτρόνια - λαμόγια μην τολμήσουν οι ίδιοι ή οι απόγονοι και στρώσουν υφαντά της Πλιέγκενας, γνωρίζω την τεχνοτροπία της και θα λογοδοτήσουν.
«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο» (όπως λέει και το γνωστό γνωμικό), θα πλούτιζαν και αυτά το λαογραφικό μουσείο.
Έτοιμη η κουλούρα… για όσους την θυμάστε!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Το παρασκεύασμα του πρόχειρου και γρήγορου ψωμιού, στον τόπο μας λέγεται «κουλούρα» ή «φλαούνα». Η κουλούρα παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό (ζύμη). Όταν η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί και την ώρα που το έφτιαχνε καρβέλια, αν της έμενε μέρος της ζύμης, το κρατούσε και την ώρα που έκαιγε τον φούρνο, προτού φουρνίσει τα καρβέλια του ψωμιού, την έκοβε σε ανάλογα κομμάτια, την έπλαθε, επάνω στο πλαστήρι της, σε στρογγυλό και λεπτό σχήμα, κι όταν είχε έριχνε επάνω και μια σταλιά σουσάμι για να παίρνει την γεύση του και την φούρνιζε. Ο χρόνος ψησίματος ήταν πάρα πολύ λίγος (περίπου 10 λεπτά της ώρας), και μετά το ξεφούρνιζε και ήταν έτοιμη για φαγητό. Η κουλούρα στον φούρνο φούσκωνε ελαφρά, αλλά η νοικοκυρά την τρυπούσε, όχι αμέσως, αλλά την άφηνε λίγο για να χωρίσουν η κόρα της. Το τρύπημα γινόταν συνήθως μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο όπως με πιρούνι, με μαχαίρι, ή και με ξεμυτισμένο πολύ ψιλό ξυλαράκι. Η κουλούρα ψηνόταν πάντοτε από την μια πλευρά και δεν την γύριζαν ποτέ ανάποδα, όπως γίνεται και με το καρβέλι του ψωμιού. Ποτέ την κουλούρα δεν την έριχναν σε ταψί, αλλά πάντοτε στην χόβολη στο δάπεδο του φούρνου. Πρώτα τραβούσαν με την μασιά τα κάρβουνα και την στάχτη και έπειτα εναπόθεταν με το φουρνόφτυαρο το ζυμάρι στο πυρωμένο δάπεδο. Μόλις ψηνόταν η κουλούρα και την έβγαζε η νοικοκυρά από τον φούρνο, όπως γίνεται και με το ψωμί, χτυπούσε το κάτω μέρος της κουλούρας με μια πετσέτα για να τιναχτεί η στάχτη και ν’ αποκολληθούν τυχόν καρβουνάκια.
ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.
Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.
Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.
Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.
Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.
-Με ποιους είσαι ρεεέ…;
Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:
-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;
Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.
-Με ποιους είσαι ρε…;!
-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;
Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.
Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.
Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.
-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΚΑ….!
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Παλιά κατά το Δωδεκαήμερο αλλά και τις Αποκριές τα βράδια στην ύπαιθρο, πραγματοποιούσαν ένα ωραίο έθιμο, που έμοιαζε σαν διαγωνισμός που λεγόταν «Ο ΧΑΣΚΑΣ». Την ονομασία χάσκας, έλαβε το παιχνίδι διότι ο παίχτης όσο έπαιζε κρατούσε υπερβολικά ανοικτό (έχασκε) το στόμα του. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.
Οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, μαζεύονταν τα βράδια του παγωμένου χειμώνα σε σπίτια για να κουβεντιάσουν, να παίξουν, να γλεντήσουν, να κάνουν νυχτέρι αλλά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις προκειμένου να περάσει όμορφα η ατελείωτη νύκτα, ιδίως όταν ο καιρός ήταν βροχερός.
Μεταξύ των διαφόρων παιχνιδιών έπαιζαν και τον «χάσκα».
Όποιος ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χάσκα πήγαινε κοντά στον σπιτονοικοκύρη και ζητούσε να παίξει. Κατόπιν ο νοικοκύρης του σπιτιού στην άκρη μιας δρούγας (αδράχτι) έδενε μια κλωστή μήκους περίπου 30 εκ. του μέτρου και στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμούσε ένα μήλο, αχλάδι, ή ένα σφιχτό ξεφλουδισμένο και βρασμένο αυγό, ένα γλυκό, μεζέ, λουκούμι κ.ά.
Άλλοι πάλι αντί για δρούγα χρησιμοποιούσαν αγκλίτσα ή τον πλάστη της νοικοκυράς με κλωστή ενός μέτρου περίπου όπου πάνω έδεναν το δόλωμα. Στον υποψήφιο παίκτη έδεναν τα δυο του χέρια μαζί στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό γινόταν για δύο λόγους αφενός να μην μπορεί να πιάσει με τα χέρια αυτό που κρεμούσαν και αφετέρου καθώς ήταν δεμένος και πάντα όρθιος με τις κινήσεις του νοικοκύρη έχανε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω προκαλούσε πολύ γέλιο.
Όλοι οι παραβρισκόμενοι δημιουργούσαν κύκλο γύρω από τον παίχτη και τον νοικοκύρη, αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο, ένα μέτρο ακτίνα γύρω από αυτούς και με προκλήσεις, γέλια, τραγούδια και οδηγίες συμμετείχαν και αυτοί στο παιχνίδι του χάσκα.
Ο παίκτης που έπρεπε να πιάσει το στόμα το φρούτο, γλυκό ή αυγό, όση ώρα έπαιζε τον φώναζαν «χάσκα».
Ο σπιτονοικοκύρης, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα με προσεκτικές κινήσεις έφερνε πάνω από το στόμα του παίχτη το δόλωμα, ταλαντεύοντας την δρούγα πέρα δώθε και άνω κάτω σαν εκκρεμές, χωρίς σταματημό. Ο παίχτης προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του για να το οδηγήσει στο στόμα του. Πολλές φορές του έπεφταν τα σάλια, στην προσπάθειά του να το πιάσει με το στόμα.
Εάν το έπιανε το έτρωγε και τελείωνε για αυτόν για να συνεχίσει ο επόμενος.
Η διάρκεια του παιχνιδιού οριζόταν από ένα τραγούδι που θα έλεγε κάποιος από την παρέα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, το ’πιανε δεν το ’πιανε, έληγε ο χρόνος του παιχνιδιού γι’ αυτόν και συνέχιζε ο επόμενος παίχτης.
Σε άλλες περιοχές το παιχνίδι του χάσκα παίζεται διαφορετικά. Η ομάδα των παιχτών κάθονται σταυροπόδι (οκλαδόν ή ανακούρκουδα) σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο νοικοκύρης ή ο αρχηγός της ομάδας ταλαντεύει το φαγώσιμο με την δρούγα. Όποιος έχαφτε πρώτος το δόλωμα το έτρωγε και μάλιστα του έδιναν κι ένα μπαξίσι (δώρο). Χρησιμοποιούσαν κυρίως το αυγό, διότι το αυγό συμβολίζει την αναγέννηση και την δημιουργία.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
-Αναγέλαγε ο χάσκας τον τυλωμένο!
-Εγώ του μιλάου κι ευτούνος χάσκει!
-Σήμερα Πάσχα, αύριο χάσκα!
-Στόμα που χάσκει, γράφτο νηστικό!
Φωτο: Από διαδίκτυο
Ένα τραγούδι ακόμη για τους αμετανόητους Σισινικούς
Για δέστε τον κοτζάμπαση,
τον Γιώργη τον Σισίνη,
πως κοπανάει με βούρδουλα
τον Νικολή τον κλέφτη.
Του ρίνει μια του ρίνει δυο
του ρίνει σαράντα πέντε.
Κι απ’ το πολύ κοπάνημα
κι απ’ το πολύ το αίμα,
φανήκαν τα κοκκαλάκια του
και σπάσαν τα παΐδια!
Σιχάθηκα την σκύλα αφεντιά
και το κοτζαμπασιλίκι…
Το τραγούδι μας το εμπιστεύτηκε ένας συμπατριώτης που το τραγούδαγε ο παππούλης του.