25η Μαρτίου 1821: Μύθοι, Αλήθειες ή Ψέματα;
Ξεκίνησε ή δεν ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 στις 25 Μαρτίου στην Αγ. Λαύρα με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να σηκώνει τη σημαία; Ήταν μύθος ότι τα ελληνικά απαγορεύονταν εκείνη την περίοδο; Τι ρόλο έπαιζε η εκκλησία και γιατί η επανάσταση αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’; Η εθνική ιστορία όπως διαμορφώνεται στο σχολείο, εγγράφεται στο πεδίο του «πίστευε και μη ερεύνα».
Τρεις είναι οι βασικοί μύθοι:
Μύθος 1ος : Το κρυφό σχολείο
«Το "κρυφό σχολειό" αποτελεί έναν από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα και από τους πιο ανθεκτικούς και πιο διαδεδομένους μύθους της εθνικής μας ιστορίας. Η κριτική που άσκησε ο Αγγέλου, όσο και άλλοι ερευνητές στο μύθο ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο καθώς και το ανανεωτικό πνεύμα που επικράτησε στα σχολικά εγχειρίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απάλειψη της αναφοράς του τόσο από τα αναλυτικά προγράμματα όσο και από το σύνολο σχεδόν των σχολικών εγχειριδίων της μέσης και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο ο μύθος φαίνεται να ανθίσταται αν όχι και να επεκτείνει τη διάδοση του». Παναγιώτης Στάθης, ιστορικός.
«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21/5/1978 έδωσε αμέσως εντολή, από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: ‘Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα’, από τη σελίδα 173 της Ιστορίας της Γ’ Λυκείου» φυλλάδιο με τίτλο “Το ‘Κρυφό Σχολειό’” Ι. Μ. Χατζηφώτης, 1978.
«Βρήκανε λοιπόν πως κατά τα χρόνια εκείνα τα παλιά η παιδεία μας κατατρεχόταν από τους Τούρκους αλύπητα και το τελευταίο της καταφύγιο, άγιο βήμα μυστικό ήταν το κρυφό σκολειό. Εκεί, νύχτα βαθειά στέλναν οι μαννάδες τα παιδιά τους και με τη λαχτάρα που είχανε στην καρδιά, τα μαθαίναμε να λένε στο δρόμο το γνωστό παιδιάτικο τραγούδι, που είναι και νανούρισμα μαζί, τραγούδι σ’ όλους γνωστό, που λέει: Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σκολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ του Θεού τα πράματα. Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. Φαίνεται λοιπόν πως για τους παιδαγωγικούς ρήτορες που ανάφερα, άλλη δεν υπάρχει μαρτυριά παρά το ίδιο εκείνο μοναχό περίφημο τραγούδι. Όμως, αν και για την ύποφτή μου κρίση δε φτάνει το τραγούδι, ας το ξετάσουμε κι’ αυτό.
Τα παιδιά του πολέμου 1940-41
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου οι σειρήνες του πολέμου δεν ακούγονταν, δεν έφταναν οι ήχοι στα χωριά μας. Η πρώτη είδηση ήλθε από ένα ραδιόφωνο που υπήρχε στο ψηλό σπίτι του Νικολετόπουλου και στην συνέχεια από την καμπάνα που χτυπούσε χαρμόσυνα. Παράτησαν όλοι οι χωριανοί τις δουλειές τους και έτρεξαν με ενθουσιασμό να ετοιμαστούν για την επιστράτευση.
Τα παιδιά με το χαμόγελο στα χείλη, με ενθουσιασμό, περηφάνια και λεβεντιά βιάζονταν να φτάσουν στο μέτωπο. Από το χωριό μας έφυγαν για τα βουνά της Ηπείρου και τα οχηρά Ρούπελ, εκατό περίπου νοματαίοι.
Στα μετόπισθεν έμειναν οι γυναίκες που συνέβαλαν καθοριστικά στην εποποιία του μετώπου και στην επιβίωση των παιδιών τους. Στα χωριά μας δεν υπήρχε ο φόβος του βομβαρδισμού ή της συσκότισης όπως ήταν στις πόλεις. Η Πάτρα που βομβαρδίστηκε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, θρήνησε πενήντα αμάχους. Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί με εκατοντάδες νεκρούς και μεγάλες καταστροφές και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Στα οχυρά, έμειναν και πολέμησαν με ανδρεία έξι Αντρωναίοι: Ο Γιώργης Κατσαντώνης, ο Διονύσης Παπαντώνης, ο Αργύρης Αβραμόπουλος, ο Θοδωρής Μπαντούνας και δύο αδέλφια Ζηραίοι (του Σον) που ο ένας έπεσε ως ήρωας στον τετραήμερο αγώνα της ένδοξης μάχης.
Οι Ιταλοί με το που έφτασαν στο χωριό μας χτύπησαν την καμπάνα και μάζεψαν όλο τον κόσμο στην πλατεία. Κρατούσαν μια κατάσταση (λίστα) την οποία είχε συντάξει κάποιος δικός μας ρουφιάνος. Αυτή η κατάρα δεν λείπει και από τις μικρές κοινωνίες, τον οποίο δεν γνωρίζουμε για να τον «στολίσουμε» δεόντως.
Ήθελαν τότε οι Ιταλοί να μαζέψουν όλα τα όπλα που υπήρχαν στο χωριό. Φώναζαν το όνομα από την κατάσταση που κρατούσε ο διερμηνέας και έλεγαν στον κάθε έναν «φέρε το όπλο» αφού παράλληλα τον χτυπούσαν με το κοντομπάστουνο όπου τον έβρισκαν.
Ανατριχιαστική είναι η ιστορία από τα δύο παιδιά του Καλιγάρη. Τα αδέλφια Νικόλαος (Τσαπής) και ο Θύμιος Καννελακόπουλος εκτός από το πολύ ξύλο που τους έριξαν, έμειναν κρεμασμένοι από το πάτερο για 24 ώρες (απέναντι από το καφενείο του Τρικόκη, στο Ζαχαρέικο σπίτι που αργότερα έγινε μονοπώλιο), προκειμένου να παραδώσουν ένα πολυβόλο το οποίο όμως δεν είχαν. Έμειναν κρατούμενοι και στο υπόγειο του Νικολετόπουλου.
Πολύ ξύλο δέχτηκαν επίσης, οι Μπαντούνας Αντρέας (Λιέπουρας) και ο Παπαντώνης Παναής (Τζέλιος 1907).
Αφηγούνται οι συγχωριανοί μας, ότι εκτός από το ξύλο που έριχναν, τους έπαιρναν ότι ζωντανό είχαν, φαγητά ακόμα και τα άρβυλα που φορούσαν.
Ο παππούς μου ο γερο-Πλίεγκας όταν είδε αυτό που γινόταν στην πλατεία, ρίσκαρε και έφυγε πίσω-πίσω από τον κήπο του Δρούβα, εξαφανίστηκε στο ρέμα αλλά δεν τόλμησε κανένας να τον προδώσει. Ο ίδιος, μετά την λήξει του πολέμου, κράτησε στο χωριό έναν νεαρό Ιταλό για να τον σώσει, έναν χρόνο.
Οι Γερμανοί δεν εγκαταστάθηκαν στο χωριό μας. Πέρασαν 2-3 φορές για να σπείρουν τον φόβο και τον τρόμο. Συγκέντρωναν τους ανθρώπους στην πλατεία για να τους κατατρομοκρατήσουν και στη συνέχεια έφευγαν.
Γύρισαν όμως (μετά το 2010) και μας μετέτρεψαν σε γερμανική οικονομική επαρχία όπου εφτά χρόνια τώρα, ζούμε ξανά την γερμανική Κατοχή και την μπότα τους να πιέζει το λαιμό μας. Η μπότα του γερμανικού ευρώ επιβάλει την έναρξη του αντικατοχικού αγώνα που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από μια μετωπική σύγκρουση του λαού που θα ζητάει τη λύτρωση από την οικονομική κατοχή με ένα νέο «ΟΧΙ».
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΕΛΛΗΝΟ – ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1940 – 41
Ζήρος Ιωάννης του Δημήτριου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1915 σκοτώθηκε στο ύψωμα 800 στο Τοπόγιανιτ της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 10-2-1941 σε ηλικία 26 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Ιωάννη, στρατιώτης 5ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1911, σκοτώθηκε στο ύψωμα 717 Μοναστάρο- Μπέκου Ραπίτ ΝΔ Μπούμπεσι της Βορείου Ηπείρου στις 11.03.1941 σε ηλικία 30 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Χρυσάνθου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1914, σκοτώθηκε στο ύψωμα Περδικάρι της Βορείου Ηπείρου στις 20.11.1940 σε ηλικία 26 ετών.
Πανούτσος Γεώργιος του Νικολάου, στρατιώτης 52ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1910, σκοτώθηκε στο ύψωμα 1220 (Μάλι Σερβάνι) Βόρ. Φράταρι, ανατολικά της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 23.12.1940 σε ηλικία 30 ετών.
Παιδιά (αγόρια) που γεννήθηκαν στο Αντρώνι το 1940-41
43 Χρόνια Κατοχής, το υποβρύχιο ‘‘Γλαύκος’’ και τα F-4 που δεν πήγαν ποτέ στην Κύπρο!
43 χρόνια από την αποφράδα 20η Ιουλίου 1974 που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο
43 χρόνια από την αποφράδα 20η Ιουλίου 1974 που οι Τούρκοι εισέβαλαν παράνομα στην Κύπρο, σκότωσαν, βίασαν, λεηλάτησαν, εκτόπισαν και συνεχίζουν να κατέχουν με τη βία το 36% της μαρτυρικής Μεγαλονήσου.
43 χρόνια από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία ακολούθησε την “προδοσία” του αμερικανο-καθοδηγούμενου πραξικοπήματος της ελληνικής Χούντας που ανέτρεψε τη νόμιμη Κυπριακή κυβέρνηση του Μακαρίου, τον οποίο η Δύση αποκαλούσε “Κάστρο της Μεσογείου” για την αδέσμευτη τότε, εξωτερική πολιτική του.
Είναι το απόγευμα της 19ης Ιουλίου του 1974, η ζέστη είναι αποπνικτική και οι παραλίες της Κύπρου, είναι γεμάτες από κόσμο που αναζητούν λίγη δροσιά. Οι δείκτες των ρολογιών δείχνουν 18.23 και κείνη την ώρα το επίγειο ραντάρ της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου, που βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο της Κύπρου και συγκεκριμένα στο ακρωτήρι Άγιος Ανδρέας, εντόπισε την Τουρκική νηοπομπή, 4 αποβατικά σκάφη, στα ανοικτά της Κυρήνειας. Ειδοποιούνται αμέσως με κατεπείγοντα σήματα η Ελληνική και Ελληνοκυπριακή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Σισίνιδες συνέχεια...
Από ένα δημοσίευμα της Εφημερίδας “ΕΘΝΙΚΗ, Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ” που εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 1844, έτος Α΄, αριθμός 34, αλιεύσαμε ένα δημοσίευμα που βάλλεται κατά του Χρύσανθου Σισίνη, υιού του Γεωργίου Σισίνη. Η αφορμή της δημοσίευσης ήταν ότι το antroni.gr είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο ότι ο Σισίνης μοίραζε ΑΡΙΣΤΕΙΑ πολέμου με το τσουβάλι, και γι’ αυτό κατηγορηθήκαμε από κάποιους συμπατριώτες μας για παραπληροφόρηση και για δημοσιεύματα στον γάμο του Καραγκιόζη. Γι’ αυτό τον λόγω χρόνια ψάχναμε να το τεκμηριώσουμε. Η εν λόγω Εφημερίδα, που αναδιφήσαμε μας δικαίωσε πλήρως!
«Ο υσόβιος Χ. Σισίνης σιμά των άλλων χαρίτων του υπουργείου εφορτώθη και με φορτώματα αριστείων τα οποία διένειμεν εις όλους τους υποτελείς του, αλλά επειδή κατά το μέτρον του Μαρτιάτικου υπουργείου, τα των εναντίον απεφασίσθη να σταλώσιν εις τας Διοικήσεις, κατά συνέπειαν τούτου εστάλησαν αρκετά τοιάυτα επί τη ββάσει παλαιών αποδεικτικών και εις την Διοίκησιν της Ηλείας, άλλ’ ο Κ. Διοικητής αντί να τα διανείμη δια των Δημοτικών Αρχών, τα εγχειρίζει εις τον Σισίνην, εις τον οποίον παραπέμπει δια γραμμάτων, τους πολίτας εις τους οποίους στέλλονται, ο δε Στρατηγός τα διανέμει λαμβάνων υποσχέσεις ψήφων, το μέτρον ή η αναφανδόν παραχώρησις των Διοικητικών καθηκόντων εις τον Σισίνην συμβιβάζεται με την αμερόληπτον διεξαγωγήν της υπηρεσίας; Συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα του Κ. Χαραλάμπη; Παύεται ο Δήμαρχος Λαμπείας Στεφανής δυνάμει καταμυνήσεως επί δωροδοκία του διαβόητου Πατραλία, άνευ τακτικών προανακρίσεων, και χωρίς να τω ζητηθή απολογία αλλά μόνον διότι προ 10 ημερών την επροκύρηξεν ο πωλημένος Σισίνης…»
μουρτατοχώρια και αλβανοχώρια της Ηλείας
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαστε εντατικά με την καταγραφή των οικογενειών στο Αντρώνι αλλά και ευρύτερα. Η έρευνά μας σε κάποιες περιπτώσεις μας οδηγεί πολύ πίσω ως τα προεπαναστατικά χρόνια όπου διαπιστώνεται, ότι, κάποιες οικογένειες προέρχονται από γενάρχες που είναι τούρκικης καταγωγής με Ελληνίδες συζύγους αλλά και αντίστροφα, γενάρχες Έλληνες με γυναίκες Τούρκικης καταγωγής.
Αν δημοσιεύαμε σήμερα αυτά τα στοιχεία θα έψαχναν οι Αντρωναίοι να μας βρουν για να μας κάψουν ή να μας ρίξουν στα Τάρταρα.
Αυτό συνέβη στην πραγματικότητα με τους Κρυονερίτες, σα διαβάσανε στο βιβλίο του Χρυσανθακόπουλου, πως στο χωριό τους το Μπάστα Ηλείας «κατοίκησαν πολλοί Τούρκοι[1] και ο πληθυσμός του ήταν αμιγώς τουρκικός». Γίνανε «Τούρκοι» και ψάχνανε να βρούνε το βιβλίο[2], για να το ρίξουν στην «πυρά» που όπως λέγανε, έγραφε βλακείες. Ευτυχώς όμως που δεν το βρήκαν.
Τετρακόσια χρόνια κατοχής είχαμε από Τούρκους, Αλβανούς ή αν θέλετε και τους Τουρκαλβανούς που βρέθηκαν στο Λάλα τα τελευταία χρόνια της κατοχής όπου και σε αυτή την περίοδο βιάστηκαν χιλιάδες ελληνοπούλες άλλες παντρεύτηκαν παρά την θέλησή τους άλλες ερωτεύτηκαν Τούρκους όπως η Ελένη του Λιβαρτζίου και άλλες που υπηρέτησαν τα σαράγια των αγάδων.