Ο λήσταρχος Γιαννακαρώνης και ο εκτελεστής του Παπαντώνης
Οι πρώτοι ληστές και κλέφτες δραστηριοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο από πολύ παλιά, κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Στη συνέχεια συμμετείχαν στις νικηφόρες μάχες της απελευθέρωσης του 1821, αλλά σύντομα διαπίστωσαν ως πρώην καπεταναίοι και αγωνιστές, ότι οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν. Το 1933 την διοίκηση της νεοσύστατης τότε χώρας, την ανέθεσαν οι ξένες δυνάμεις στους Βαυαρούς αντιβασιλείς οι οποίοι οδήγησαν πολλούς πρώην αγωνιστές να μείνουν ανεπάγγελτοι και να ξαναβγούν «στο κλαρί», για να ξαναγίνουν κλέφτες.
Οι ληστές, ήταν έμπειροι μαχητές που πολεμούσαν την εξουσία, λήστευαν αλλά συνήθως έπαιρναν μέρος και στους εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση νέων εδαφών.
Με το πέρασμα των χρόνων, η αυταρχική διοίκηση εξακολούθησε να δημιουργεί αδικίες με το να υποστηρίζει τους οικονομικά δυνατούς, με αποτέλεσμα να επιφέρει κοινωνικές αδικίες και να οδηγεί ανθρώπους σε παραβατικές πράξεις.
Άλλες σοβαρές αιτίες που έσπρωχναν κάποιους να βγουν στο βουνό και να γίνουν ληστές, ήταν το οικονομικό αδιέξοδο, η φτώχεια, η ανέχεια που πολλές φορές έφτανε στο σημείο της εξαθλίωσης.
Κατόπιν, αυτό το κράτος με βία, δωροδοκίες, ψευδείς φήμες και ειδήσεις, προσπαθεί να μετατρέψει τον δημοφιλή αρματωλό σε καταδιωκόμενο ληστή.
Οι ληστές ήταν λιγόλογοι και αδίστακτοι. Τιμωρούσαν τον τοκογλύφο, προίκιζαν όμως τα φτωχά κορίτσια, βοηθούσαν τους φτωχούς, τους ανήμπορους και τους αδικημένους, έδιναν χρήματα να γίνουν γιοφύρια, να λειτουργήσουν σχολεία και να χτιστούν εκκλησίες.
Γνωστοί ληστές ήταν ο Γιαγκούλας, ο Νταβέλης, ο Λελούδας, αλλά και οι δικοί μας που έδρασαν στην Ηλεία, ο Πανόπουλος από τα Μαζέϊκα (Κλειτορία), οι διαβόητοι Τσόλιας και Τσιντώνης, ο Σκαρτσώρας, το δίδυμο Μαντζετάκης από το Σκουροχώρι και ο Αναγνωστόπουλος από τα Γρανιτσέϊκα, ο Μπουκουβάλας και άλλοι.
Ο Γιαννακαρώνης που εξετάζουμε σήμερα, λημέριαζε στα βουνά της Κυπαρισσίας στις αρχές του περασμένου αιώνα και δραστηριοποιείτο στην περιοχή της Τριφυλίας και γενικότερα στη Μεσσηνία.
Από τις ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζουμε για τον εν λόγω ληστή, φαίνεται πως ήταν από τους πιο σκληρούς και τον έτρεμαν όλοι. Αυτό φαίνεται από την παροιμιώδη φράση που έχουμε διασώσει:
«Διαταγή Γιαννακαρώνη όξω τ’ άλογο απ’ τ’ αλώνι»
Εκείνο το διάστημα η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανερχόταν σε 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν με απόσπαση στη Βασιλική Χωροφυλακή, στα μεταβατικά αποσπάσματα, στις φρουρές φυλακών, στην τελωνοφυλακή, ακόμη και στην αγροφυλακή.
ΑΒΡΑΜΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ (1954-1985) ΜΠΑΡΜΠΟΤΑ
Πέρασαν μπόλικα χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή, ένας παλιόφιλος και συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο της Δίβρης, ο Διονύσης Αβράμης του Στεφανή και της Νικούλας, από την Μπαρμπότα. Λένε, ότι ο άνθρωποι πεθαίνουν όταν σταματήσουν να τους σκέφτονται... Τον Διονύση τον φέρνω ταχτικά στις σκέψεις μου, μιλάω γι’ αυτόν όταν βρεθώ με συμμαθητές ή όταν συναντήσω συμπατριώτες του από τη Μπαρμπότα. Έτσι βρήκα και τη φωτογραφία του από την αείμνηστη φίλη, την Φώνη του Λυκοτόμαρου. Από νωρίς φαινόταν ότι ο Διονύσης ήταν πολύ έξυπνο και ανήσυχο πνεύμα, ήταν εμφανές το μεγάλο ενδιαφέρον και ο ζήλος του για την τεχνολογία. Έζησα από κοντά την αγωνία του όταν πειραματιζόταν ν´ ανάψει λαμπτήρες με την κίνηση του νερού στο χωριό του. Κατόπιν, οι δρόμοι μας χώρισαν, αραίωσαν οι συναντήσεις μας, αλλά δεν σταματήσαμε ποτέ να βλεπόμαστε. Μία από τις τελευταίες φορές που βρεθήκαμε, ήταν σε εκδρομή με τους συμμαθητές, μια Πρωτομαγιά στη Σαλαμίνα.
Πατέρας του Διονύση ήταν ο Στεφανής Αβράμης. Ο Στεφανής ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, με γνώσεις, καλοσυνάτος, ενεργός πολίτης, όπως μου εξιστόρησε μια καλή φίλη από την περιοχή. Καμάρωνε σαν «γύφτικο σκεπάρνι» και οι μισές κουβέντες του ήταν για τον Διονύση. «Ο Διονύσης μου είναι καθηγητής» έλεγε και γέμιζε το στόμα του! Όταν μιλούσε γι’ αυτόν η τραχιά όψη του προσώπου του άλλαζε, το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του μαλάκωνε και τα μάτια του γελούσαν από χαρά. Ώσπου ήρθε το κακό μαντάτο και του ´κοψε όλη του τη ζωή!
ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ Ο ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ' ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Παπαντώνης Γιώργης (Παπαλιώνης)
O Γιώργης Παπαντώνης (Παπαλιώνης) γεννήθηκε, γύρω στο 1900. Το κύριο επάγγελμά του ήταν ξυλουργός, έφτιαχνε πόρτες, παράθυρα, σκεπές και α άλλες ξυλουργικές κατασκευές. Τον θυμάμαι να δουλεύει όταν έφτιαχνε τα κουφώματα στο σπίτι μου (κάποια τα έχω κρατήσει) αλλά και στο εργαστήριο που είχε στήσει στο χωριό.
Παντρεύτηκε την Αθανασία Σκέντζη από τη Γιάρμενα και απέκτησαν πέντε παιδιά. Την Αγγελική (1934), τον Πάνο (1935-74χρ), την Μαρία (1936) που μετανάστευσε στο Long Bits της Καλιφόρνιας Η.Π.Α., την Αντιγόνη (1940), και τον Λεωνίδα που πέθανε μικρός.
Ο Παπαλιώνης έχασε νωρίς τη γυναίκα του και το 1960 έφυγε στην Αθήνα για να βρεθεί κοντά στα παιδιά του.
Η κόρη του Αγγελική παντρεύτηκε τον Κώστα Γιαννόπουλο ιδιοκτήτη ταξί από το Κολλύρι Ηλείας τον Μάιο του 1959 και έκαναν τρία παιδιά. Την Αθανασία, τον Αλέξη και ένα αγόρι ακόμη (που έφυγε πρόωρα).
Η Αντιγόνη παντρεύτηκε τον Σπύρο Σαρατσόπουλο που ζει και διαμένει στην Αθήνα.
Το Α/Π Χειμάρρα έσυρε στον υγρό τάφο και έναν Αντρωναίο
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η βύθιση του ατμόπλοιου «Χειμάρρα», στις 19 Ιανουαρίου 1947 στον Νότιο Ευβοϊκό, είναι το πιο πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα στη χώρα μας. Έμεινε στην ιστορία ως «Ο Τιτανικός της Ελληνικής Ακτοπλοΐας» .
Το επιβατηγό ατμόπλοιο «Χειμάρρα», απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα.
Στα μέσα του χειμώνα πριν 74 χρόνια της 19ης Ιανουαρίου του 47, το «Χειμάρρα» πήρε μαζί του στον παγωμένο βυθό και τον συμπατριώτη μας Γεώργιο Συλάιδο (1914-1947), πρωτότοκο γιό του Ιωάννη Συλάιδου (1880) (Κορμπακόγιαννη).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΔΡΑΚΟΒΟΥΝΙ
Αφήγηση Σταμάτης Μακρής Κυριακή 28 Ιουλίου 2003, στην Αμυγδαλιά (πρώην Γλανιτσά) Γορτυνίας. Τα πρώτα στοιχεία ελήφθησαν από το βιβλίο του «Βίωμα και μεράκι», που εκδόθηκε το 1998 στην Τρίπολη και αναφέρεται στο επεισόδιο στην σελίδα 251.
Ήτανε στις 14 καν στις 15 του Μάρτη του 1949. Είχε γίνει η μάχη στο Δρακοβούνι της Γορτυνίας στις 13 Μάρτη και ότι είχε απομείνει από τον αντάρτικο στρατό, διαλύθηκε σε μικρές ομάδες. Ένα απογιοματάκι, με το πέσιμο του ήλιου, ακούω φωνές πέρα από το Παπαδέϊκο Αλώνι.
-Από κάτου! Στην μάντρα ρε, πιλαλάτε! Πιο πίσω ρε! Πιο πίσω! Ρίχτου του κερατά, ρίχτου. Να κείθενες στην στρούγκα ρε στην στρούγκα τρούπωσε!
Πιλαλά εγώ στου Καλογέρου τ’ Αλώνι και βλέπω στης Χαϊδίνας την μυγδαλιά στου Μαντζαφλή, στο Παπαδέϊκο Αλώνι να έχουν μαζωχτεί γυναίκες, παιδάκια και κάμποσοι άντρες. Τους περισσότερους άντρες τους είχε μαζώξει ο στρατός της Ενάτης Μεραρχίας και ήσαντε σε στρατόπεδο μέσα στην Τρίπολη. Απέναντι στην Παλιζού που και που ακουγόσαντε πυροβολισμοί και έβλεπες από εδώ πέρα να πιλαλάνε του σκοτωμού κάτι άντρες. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε ένα κουφό μπάμ και σε λίγο ακούσαμε και φωνές.