ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΑΜ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
«Αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός» [1]
Λαμπεία: Το πρώτο χωριό σε πληθυσμό 1.494 κάτοικοι
Αντρώνι: Δεύτερο χωριό σε πληθυσμό 1.011 κάτοικοι
Κούμανι: Τρίτο χωριό σε πληθυσμό 945 κάτοικοι
Κρυόβρυση: Τέταρτο χωριό σε πληθυσμό 750 κάτοικοι
Ορεινή: Πέμτο χωριό σε πληθυσμό 594 κάτοικοι
Τσίπιανα: Έκτο χωριό σε πληθυσμό 534 κάτοικοι
Φολόη: Έβδομο χωριό σε πληθυσμό 472 κάτοικοι
Αστράς: Όγδοο χωριό σε πληθυσμό 423 κάτοικοι
Κακοτάρι: Ένατο χωριό σε πληθυσμό 359 κάτοικοι
Αγία Κυριακή: Δέκατο χωριό σε πληθυσμό 338 κάτοικοι
Αγία Τριάδα: Ενδέκατο χωριό σε πληθυσμό 238 κάτοικοι
Αγία Κυριακή, η (Κερτίζα, η) Πληθυσμός: 338 κάτοικοι (165 Α + 173 Θ). Μετονομασία: 20-9-1955, ΦΕΚ 287/1955. Ορεινό χωριό (940 μ.) στη νοτιοδυτική πλαγιά της Λαμπείας. Γεωργοκτηνοτρόφοι∙ καμία προσωπικότητα κύρους.
ΑΕΡΟΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟ
Φώτο: Η ηγεσία της SOE 133 ομάδας στην Αράχωβα (Οκτώβριος 1943) J. Stevens, P. Mc Muller, D. Campbell, A. Andrius, W. Red
Στο συνοικισμό Πανόπουλο που βρίσκεται στις παρυφές της Πηνείας, ανατολικά του οικισμού των Αγνάντων, είχε εγκατασταθεί μια ομάδα Άγγλων κομάντος υπό τον ταγματάρχη Ντούγκαν Κάμπελ και τον Λοχαγό Ντόνες, συντονίζοντες και οργανώνοντας την Ελληνική Αντίσταση, δίδοντας δε στους Γερμανούς ψευδείς πληροφορίες περί επικείμενης απόβασης των συμμάχων στην Πελοπόννησο.
Με τις οδηγίες της Αγγλικής ομάδας, εκεί στις παρυφές του δάσους προς το χωριό, διαμορφώθηκε χώρος ρίψεων εφοδίων εκ του αέρος από τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Αρχηγός της αποστολής στην Πελοπόννησο ήταν Τζων Στήβενς συνταγματάρχης, ο Άντονυ Άντριους αντισυνταγματάρχης και ο Ντούγκαν Κάμπελ[1] ταγματάρχης.
Οι Στήβενς και Άντριους ήσαν καθηγητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ειδικά εκπαιδευμένοι στο τομέα της αντικατασκοπίας. Έπεσαν με αλεξίπτωτο στο οροπέδιο της Ρακίτας[2] και παρελήφθησαν από συνεργάτες τους ενώ συνεργάστηκαν και με τον αρχηγό του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου Δημήτριο Μίχου.
Αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρίες χωρικών, ένας Γερμανός πιλότος, σ’ αυτόν τον αεροδιάδρομο, κατάφερε και προσγείωσε ένα αεροπλάνο «Στούκας[3]».
Γράφουν: Η. Τουτούνης, Κ. Παπαντωνόπουλος.
[1] Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που δούλεψαν εκεί, την κατασκευή επόπτευε και ο Λοχαγός Ντόνερ.
[2] Το οροπέδιο είναι κοντά στο όρος Μπαρμπάς του ορεινού όγκου του Παναχαϊκού, σε υψόμετρο 1.130 μέτρων περίπου. Στην περιοχή υπάρχουν δύο μικρές λίμνες, η λίμνη Βεργούρι και η ομώνυμη λίμνη Ρακίτα καθώς και το ρέμα Τσίκιζα που διατρέχει το οροπέδιο
[3] ο Junkers Ju 87, ή Stuka (Στούκα) είναι συντόμευση της λέξης Sturzkampfflugzeug, (πολεμικό γερμανικό μαχητικό αεροσκάφος κάθετης εφόρμησης). Αναγνωρίζεται εύκολα από τις αντεστραμμένες πτέρυγες γλάρου, από τις σταθερές ρόδες και τη σειρήνα του που λόγω της επιπρόσθετης οπισθέλκουσας μείωνε την ταχύτητα στο ήδη αργό αεροσκάφος. Το Stuka εισήγαγε κάποιες πρωτοποριακές καινοτομίες, όπως τα αυτόματα φρένα, που εξασφάλιζαν την έξοδο του αεροσκάφους από τη βύθιση, ακόμα και στην περίπτωση λιποθυμίας του πιλότου από την έντονη επιτάχυνση και μια σειρήνα κάτω από το ρύγχος, που λειτουργούσε με τον εισερχόμενο αέρα και ούρλιαζε κατά τη διάρκεια των βυθίσεων για να τρομοκρατεί τους αντιπάλους. Τα Stukas αποτελούσαν ένα είδος ψυχολογικού πολέμου. Οι σταθερές ρόδες του επέτρεπαν να προσ – απογειώνεται σε αυτοσχέδιους αεροδιαδρόμους κοντά στην πρώτη γραμμή, παρέχοντας στενή υποστήριξη στις προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις. Σχεδόν 6.000 Ju 87 κατασκευάστηκαν στην περίοδο 1936 – 1944.
Γ. Σισίνης: Απόπειρα δημιουργίας κρατιδίου στην Ηλεία
Στις 25 Ιανουαρίου 1824 στην Γαστούνη έγινε συγκέντρωση των Δημογερόντων και προκρίτων της Επαρχίας και καθιέρωσε ένα σύστημα το ονομαζόμενο «Πολιτικόν και Πολεμικόν της Επαρχίας». Η συνέλευση ενώ έγινε την 25ην Ιανουαρίου 1824, στο έγγραφο 20.389 της ΙΕΕΕ υπάρχει η ημερομηνία της 15ης Φεβρουαρίου 1824. Το έγγραφο τούτο έχει ως εξής:
“1824 : Ιανουαρίου 25 Γαστούνη, έγινε συνέλευσης και συναχθέντες άπαντες οι καπεταναίοι και Δημογέροντες της Επαρχίας αυτοπροαιρέτως έκαμαν τρία έγγραφα όμοια ως προς το κάτωθεν, και το μεν εν έδωσαν του Αρχηγού, το άλλο των πολεμικών και το γον των πολιτικών.
(ΤΣ) + Ο Λαρίσσης και Τοποτηρητής Ωλένης Κύριλλος επιβεβαιοί+
Γνωρίζοντες, ότι εκ της διχονοίας και ασυμφωνίας προξενείται εις κάθε επαρχίαν και τόπον αφανισμός οσπητίων και φθορά ανθρώπων, μάλιστα εν καιρώ επαναστάσεως, καθώς εις αυτόν τον χρόνον το εδοκίμασεν η εδική μας Επαρχία Γαστούνης., εστοχάσθημεν όλοι κοινώς οι κάτοικοι της επαρχίας ταύτης να προκαλέσωμεν τον φιλογενέστατον αρχηγόν μας, βάζοντας την βάσιν του εις την κοινήν ομόνοιαν και ειρήνην, να κάμη με την γνώμη ολονών μας ένα σύστημα τοπικόν της επαρχίας μας, εις το οποίον να υποτασσώμεθα άπαντες πολιτικοί, και πολεμικοί, αποβλέποντες όλοι μας, τόσον τα πολιτικά όσον και τα πολεμικά, προς τον σεβαστόν αρχηγόν μας κύριον Γεώργιον Σισίνην, από τον οποίον κρέμεται η κάθε υπόθεσις της Επαρχίας μας, πολιτική και πολεμική, ως γνωρίσαντες κοινόν πατέρα, ευεργέτην, και αρχηγόν μας την ευγένειάν του. δια τούτο ενωθέντες όλοι με την εν Χ<ριστώ> αγάπην, απεφασίσαμεν μαζύ με τον αρχηγόν μας συμφώνως και εκάμαμε το τοπικόν της επαρχίας μας σύστημα, τόσον των πολιτικών, όσο και των πολεμικών, καθώς καιφαλαιωδώς κάτωθεν φαίνεται”.
Και πρώτον ψηφίζει η τοπική μας συνέλευσις τα χρέη του πολιτικού συστήματος:
25η Μαρτίου 1821: Μύθοι, Αλήθειες ή Ψέματα;
Ξεκίνησε ή δεν ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 στις 25 Μαρτίου στην Αγ. Λαύρα με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να σηκώνει τη σημαία; Ήταν μύθος ότι τα ελληνικά απαγορεύονταν εκείνη την περίοδο; Τι ρόλο έπαιζε η εκκλησία και γιατί η επανάσταση αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’; Η εθνική ιστορία όπως διαμορφώνεται στο σχολείο, εγγράφεται στο πεδίο του «πίστευε και μη ερεύνα».
Τρεις είναι οι βασικοί μύθοι:
Μύθος 1ος : Το κρυφό σχολείο
«Το "κρυφό σχολειό" αποτελεί έναν από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα και από τους πιο ανθεκτικούς και πιο διαδεδομένους μύθους της εθνικής μας ιστορίας. Η κριτική που άσκησε ο Αγγέλου, όσο και άλλοι ερευνητές στο μύθο ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο καθώς και το ανανεωτικό πνεύμα που επικράτησε στα σχολικά εγχειρίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απάλειψη της αναφοράς του τόσο από τα αναλυτικά προγράμματα όσο και από το σύνολο σχεδόν των σχολικών εγχειριδίων της μέσης και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο ο μύθος φαίνεται να ανθίσταται αν όχι και να επεκτείνει τη διάδοση του». Παναγιώτης Στάθης, ιστορικός.
«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21/5/1978 έδωσε αμέσως εντολή, από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: ‘Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα’, από τη σελίδα 173 της Ιστορίας της Γ’ Λυκείου» φυλλάδιο με τίτλο “Το ‘Κρυφό Σχολειό’” Ι. Μ. Χατζηφώτης, 1978.
«Βρήκανε λοιπόν πως κατά τα χρόνια εκείνα τα παλιά η παιδεία μας κατατρεχόταν από τους Τούρκους αλύπητα και το τελευταίο της καταφύγιο, άγιο βήμα μυστικό ήταν το κρυφό σκολειό. Εκεί, νύχτα βαθειά στέλναν οι μαννάδες τα παιδιά τους και με τη λαχτάρα που είχανε στην καρδιά, τα μαθαίναμε να λένε στο δρόμο το γνωστό παιδιάτικο τραγούδι, που είναι και νανούρισμα μαζί, τραγούδι σ’ όλους γνωστό, που λέει: Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σκολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ του Θεού τα πράματα. Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. Φαίνεται λοιπόν πως για τους παιδαγωγικούς ρήτορες που ανάφερα, άλλη δεν υπάρχει μαρτυριά παρά το ίδιο εκείνο μοναχό περίφημο τραγούδι. Όμως, αν και για την ύποφτή μου κρίση δε φτάνει το τραγούδι, ας το ξετάσουμε κι’ αυτό.
Τα παιδιά του πολέμου 1940-41
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου οι σειρήνες του πολέμου δεν ακούγονταν, δεν έφταναν οι ήχοι στα χωριά μας. Η πρώτη είδηση ήλθε από ένα ραδιόφωνο που υπήρχε στο ψηλό σπίτι του Νικολετόπουλου και στην συνέχεια από την καμπάνα που χτυπούσε χαρμόσυνα. Παράτησαν όλοι οι χωριανοί τις δουλειές τους και έτρεξαν με ενθουσιασμό να ετοιμαστούν για την επιστράτευση.
Τα παιδιά με το χαμόγελο στα χείλη, με ενθουσιασμό, περηφάνια και λεβεντιά βιάζονταν να φτάσουν στο μέτωπο. Από το χωριό μας έφυγαν για τα βουνά της Ηπείρου και τα οχηρά Ρούπελ, εκατό περίπου νοματαίοι.
Στα μετόπισθεν έμειναν οι γυναίκες που συνέβαλαν καθοριστικά στην εποποιία του μετώπου και στην επιβίωση των παιδιών τους. Στα χωριά μας δεν υπήρχε ο φόβος του βομβαρδισμού ή της συσκότισης όπως ήταν στις πόλεις. Η Πάτρα που βομβαρδίστηκε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, θρήνησε πενήντα αμάχους. Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί με εκατοντάδες νεκρούς και μεγάλες καταστροφές και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Στα οχυρά, έμειναν και πολέμησαν με ανδρεία έξι Αντρωναίοι: Ο Γιώργης Κατσαντώνης, ο Διονύσης Παπαντώνης, ο Αργύρης Αβραμόπουλος, ο Θοδωρής Μπαντούνας και δύο αδέλφια Ζηραίοι (του Σον) που ο ένας έπεσε ως ήρωας στον τετραήμερο αγώνα της ένδοξης μάχης.
Οι Ιταλοί με το που έφτασαν στο χωριό μας χτύπησαν την καμπάνα και μάζεψαν όλο τον κόσμο στην πλατεία. Κρατούσαν μια κατάσταση (λίστα) την οποία είχε συντάξει κάποιος δικός μας ρουφιάνος. Αυτή η κατάρα δεν λείπει και από τις μικρές κοινωνίες, τον οποίο δεν γνωρίζουμε για να τον «στολίσουμε» δεόντως.
Ήθελαν τότε οι Ιταλοί να μαζέψουν όλα τα όπλα που υπήρχαν στο χωριό. Φώναζαν το όνομα από την κατάσταση που κρατούσε ο διερμηνέας και έλεγαν στον κάθε έναν «φέρε το όπλο» αφού παράλληλα τον χτυπούσαν με το κοντομπάστουνο όπου τον έβρισκαν.
Ανατριχιαστική είναι η ιστορία από τα δύο παιδιά του Καλιγάρη. Τα αδέλφια Νικόλαος (Τσαπής) και ο Θύμιος Καννελακόπουλος εκτός από το πολύ ξύλο που τους έριξαν, έμειναν κρεμασμένοι από το πάτερο για 24 ώρες (απέναντι από το καφενείο του Τρικόκη, στο Ζαχαρέικο σπίτι που αργότερα έγινε μονοπώλιο), προκειμένου να παραδώσουν ένα πολυβόλο το οποίο όμως δεν είχαν. Έμειναν κρατούμενοι και στο υπόγειο του Νικολετόπουλου.
Πολύ ξύλο δέχτηκαν επίσης, οι Μπαντούνας Αντρέας (Λιέπουρας) και ο Παπαντώνης Παναής (Τζέλιος 1907).
Αφηγούνται οι συγχωριανοί μας, ότι εκτός από το ξύλο που έριχναν, τους έπαιρναν ότι ζωντανό είχαν, φαγητά ακόμα και τα άρβυλα που φορούσαν.
Ο παππούς μου ο γερο-Πλίεγκας όταν είδε αυτό που γινόταν στην πλατεία, ρίσκαρε και έφυγε πίσω-πίσω από τον κήπο του Δρούβα, εξαφανίστηκε στο ρέμα αλλά δεν τόλμησε κανένας να τον προδώσει. Ο ίδιος, μετά την λήξει του πολέμου, κράτησε στο χωριό έναν νεαρό Ιταλό για να τον σώσει, έναν χρόνο.
Οι Γερμανοί δεν εγκαταστάθηκαν στο χωριό μας. Πέρασαν 2-3 φορές για να σπείρουν τον φόβο και τον τρόμο. Συγκέντρωναν τους ανθρώπους στην πλατεία για να τους κατατρομοκρατήσουν και στη συνέχεια έφευγαν.
Γύρισαν όμως (μετά το 2010) και μας μετέτρεψαν σε γερμανική οικονομική επαρχία όπου εφτά χρόνια τώρα, ζούμε ξανά την γερμανική Κατοχή και την μπότα τους να πιέζει το λαιμό μας. Η μπότα του γερμανικού ευρώ επιβάλει την έναρξη του αντικατοχικού αγώνα που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από μια μετωπική σύγκρουση του λαού που θα ζητάει τη λύτρωση από την οικονομική κατοχή με ένα νέο «ΟΧΙ».
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΕΛΛΗΝΟ – ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1940 – 41
Ζήρος Ιωάννης του Δημήτριου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1915 σκοτώθηκε στο ύψωμα 800 στο Τοπόγιανιτ της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 10-2-1941 σε ηλικία 26 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Ιωάννη, στρατιώτης 5ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1911, σκοτώθηκε στο ύψωμα 717 Μοναστάρο- Μπέκου Ραπίτ ΝΔ Μπούμπεσι της Βορείου Ηπείρου στις 11.03.1941 σε ηλικία 30 ετών.
Κότσαλης Κων/νος του Χρυσάνθου, στρατιώτης που γεννήθηκε το 1914, σκοτώθηκε στο ύψωμα Περδικάρι της Βορείου Ηπείρου στις 20.11.1940 σε ηλικία 26 ετών.
Πανούτσος Γεώργιος του Νικολάου, στρατιώτης 52ου Σ.Π. που γεννήθηκε το 1910, σκοτώθηκε στο ύψωμα 1220 (Μάλι Σερβάνι) Βόρ. Φράταρι, ανατολικά της Κλεισούρας της Βορείου Ηπείρου στις 23.12.1940 σε ηλικία 30 ετών.
Παιδιά (αγόρια) που γεννήθηκαν στο Αντρώνι το 1940-41