ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.
Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.
Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.
Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.
Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.
-Με ποιους είσαι ρεεέ…;
Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:
-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;
Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.
-Με ποιους είσαι ρε…;!
-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;
Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.
Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.
Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.
-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΚΑ….!
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Παλιά κατά το Δωδεκαήμερο αλλά και τις Αποκριές τα βράδια στην ύπαιθρο, πραγματοποιούσαν ένα ωραίο έθιμο, που έμοιαζε σαν διαγωνισμός που λεγόταν «Ο ΧΑΣΚΑΣ». Την ονομασία χάσκας, έλαβε το παιχνίδι διότι ο παίχτης όσο έπαιζε κρατούσε υπερβολικά ανοικτό (έχασκε) το στόμα του. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.
Οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, μαζεύονταν τα βράδια του παγωμένου χειμώνα σε σπίτια για να κουβεντιάσουν, να παίξουν, να γλεντήσουν, να κάνουν νυχτέρι αλλά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις προκειμένου να περάσει όμορφα η ατελείωτη νύκτα, ιδίως όταν ο καιρός ήταν βροχερός.
Μεταξύ των διαφόρων παιχνιδιών έπαιζαν και τον «χάσκα».
Όποιος ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χάσκα πήγαινε κοντά στον σπιτονοικοκύρη και ζητούσε να παίξει. Κατόπιν ο νοικοκύρης του σπιτιού στην άκρη μιας δρούγας (αδράχτι) έδενε μια κλωστή μήκους περίπου 30 εκ. του μέτρου και στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμούσε ένα μήλο, αχλάδι, ή ένα σφιχτό ξεφλουδισμένο και βρασμένο αυγό, ένα γλυκό, μεζέ, λουκούμι κ.ά.
Άλλοι πάλι αντί για δρούγα χρησιμοποιούσαν αγκλίτσα ή τον πλάστη της νοικοκυράς με κλωστή ενός μέτρου περίπου όπου πάνω έδεναν το δόλωμα. Στον υποψήφιο παίκτη έδεναν τα δυο του χέρια μαζί στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό γινόταν για δύο λόγους αφενός να μην μπορεί να πιάσει με τα χέρια αυτό που κρεμούσαν και αφετέρου καθώς ήταν δεμένος και πάντα όρθιος με τις κινήσεις του νοικοκύρη έχανε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω προκαλούσε πολύ γέλιο.
Όλοι οι παραβρισκόμενοι δημιουργούσαν κύκλο γύρω από τον παίχτη και τον νοικοκύρη, αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο, ένα μέτρο ακτίνα γύρω από αυτούς και με προκλήσεις, γέλια, τραγούδια και οδηγίες συμμετείχαν και αυτοί στο παιχνίδι του χάσκα.
Ο παίκτης που έπρεπε να πιάσει το στόμα το φρούτο, γλυκό ή αυγό, όση ώρα έπαιζε τον φώναζαν «χάσκα».
Ο σπιτονοικοκύρης, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα με προσεκτικές κινήσεις έφερνε πάνω από το στόμα του παίχτη το δόλωμα, ταλαντεύοντας την δρούγα πέρα δώθε και άνω κάτω σαν εκκρεμές, χωρίς σταματημό. Ο παίχτης προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του για να το οδηγήσει στο στόμα του. Πολλές φορές του έπεφταν τα σάλια, στην προσπάθειά του να το πιάσει με το στόμα.
Εάν το έπιανε το έτρωγε και τελείωνε για αυτόν για να συνεχίσει ο επόμενος.
Η διάρκεια του παιχνιδιού οριζόταν από ένα τραγούδι που θα έλεγε κάποιος από την παρέα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, το ’πιανε δεν το ’πιανε, έληγε ο χρόνος του παιχνιδιού γι’ αυτόν και συνέχιζε ο επόμενος παίχτης.
Σε άλλες περιοχές το παιχνίδι του χάσκα παίζεται διαφορετικά. Η ομάδα των παιχτών κάθονται σταυροπόδι (οκλαδόν ή ανακούρκουδα) σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο νοικοκύρης ή ο αρχηγός της ομάδας ταλαντεύει το φαγώσιμο με την δρούγα. Όποιος έχαφτε πρώτος το δόλωμα το έτρωγε και μάλιστα του έδιναν κι ένα μπαξίσι (δώρο). Χρησιμοποιούσαν κυρίως το αυγό, διότι το αυγό συμβολίζει την αναγέννηση και την δημιουργία.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
-Αναγέλαγε ο χάσκας τον τυλωμένο!
-Εγώ του μιλάου κι ευτούνος χάσκει!
-Σήμερα Πάσχα, αύριο χάσκα!
-Στόμα που χάσκει, γράφτο νηστικό!
Φωτο: Από διαδίκτυο
Ένα τραγούδι ακόμη για τους αμετανόητους Σισινικούς
Για δέστε τον κοτζάμπαση,
τον Γιώργη τον Σισίνη,
πως κοπανάει με βούρδουλα
τον Νικολή τον κλέφτη.
Του ρίνει μια του ρίνει δυο
του ρίνει σαράντα πέντε.
Κι απ’ το πολύ κοπάνημα
κι απ’ το πολύ το αίμα,
φανήκαν τα κοκκαλάκια του
και σπάσαν τα παΐδια!
Σιχάθηκα την σκύλα αφεντιά
και το κοτζαμπασιλίκι…
Το τραγούδι μας το εμπιστεύτηκε ένας συμπατριώτης που το τραγούδαγε ο παππούλης του.
ΧΑΛΙΝΑΡΙ ή ΓΚΕΜΙ…!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Το χαλινάρι ή χαλινό ή και γκέμι (τουρκ. γκὲμ) = χαλινὸς υποζυγίου, καπίστρι, ή και χαβί, λέγεται το εργαλείο που προσαρμόζεται στο κεφάλι του υποζυγίου, προκειμένου να βοηθάει τον αναβάτη να το κατευθύνει και να το ελέγχει.
Το χαλινάρι ή γκέμι απαρτίζεται από τρία μέρη: Πρώτο την «κεφαλαριά», δεύτερον την «χαβιά», και τρίτον τα «τραβηχτά» του χαλιναριού.
Η κεφαλαριά αποτελείται από δερμάτινες λουρίδες πλάτους από 3 έως 3,5 εκ. του μέτρου, συνδεδεμένες καταλλήλως μεταξύ τους, που προσαρμόζονται στη κεφαλή του υποζυγίου. Αυτή αποτελείται από τρία δερμάτινα λουριά, όπως και το καπίστρι. Σε κάποια χαλινάρια πολλοί προσθέτουν ακόμη άλλο ένα πρόσθετο λουρί, το λεγόμενο «μυταράκι» του γκεμιού, που έχει στερεωμένες τις άκρες του στα δυο πλαϊνά λουριά λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του ζώου.
Η Τριότητα, ένα ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι…!
Το παιχνίδι της τριότητας παίζεται από δύο παίχτες, πάνω σε ένα σχέδιο χαραγμένο σε κάποια επιφάνεια. Το σχέδιο το χαράζαμε επάνω στο χώμα ή και σε χαρτί. Καθαρίζαμε την επιφάνεια του εδάφους, το στρώναμε να είναι επίπεδο και μ’ ένα μικρό ξύλο και ένα καλάμι για μέτρο χαράζαμε ίσια τις γραμμές και φτιάχναμε το σχέδιο της τριότητας. Πρώτα φτιάχναμε ένα τετράγωνο σχήμα (με ορθές γωνίες) και έπειτα με γραμμές ενώναμε τις απέναντι γωνίες μεταξύ τους μετά από το μέσον κάθε πλευράς του αρχικού τετραγώνου και πάντα με κέντρο το σημείο τομής των διαγωνίων, φτιάχναμε ένα ισόπλευρο σχήμα σταυρού. Το σχήμα είχε εννέα (9) σημεία τομής, τέσσερις (4) τέμνουσες εσωτερικές ευθείες γραμμές. Το παιχνίδι παίζεται από δύο παίκτες και κάθε παίχτης παίρνει τρία πούλια διαφορετικά από τον αντίπαλο για να μην τα μπερδεύουν. Για πούλια χρησιμοποιούσαμε χαλίκια με διάφορα χρώματα, βελανίδια, αγραπίδια, κυπαρισσόμηλα κ.ά. Όταν ξεκινάει το παιχνίδι πρώτα βάζει ο ένας το δικό του πούλι, μετά τοποθετεί ένα ο αντίπαλος εναλλάξ μέχρι να τοποθετηθούν και τα έξι πούλια. Οι τοποθετήσεις γίνονται με σκέψη ούτος ώστε να μπορεί να κάνει τριότητα και να μπορεί και ταυτόχρονα ν’ αντιμετωπίσει τον αντίπαλο κλειδώνοντας τον. Κατά τις κινήσεις των πούλιων δεν επιτρέπεται να δρασκελίσει ένα σημείο τομής, μόνον να συνεχίσει στο επόμενο. Αν αποκλεισθεί ο ένας παίχτης και δεν μπορεί να κάνει μια κίνηση, τότε κάνει επαναλαμβανόμενη κίνηση ο αντίπαλος μέχρι να τον απεγκλωβίσει. Ο κάθε παίχτης είχε τρία πούλια και στο παιχνίδι προσπαθεί, ο ένας μετά τον άλλον να βάλει το κάθε πούλι σε κάποιο σημείο της τομής με απώτερο όμως στόχο να σχηματίσει τριότητα δηλαδή τα πούλια του να βρεθούν συνεχόμενα σε μια ευθεία γραμμή και το καθένα σε ένα σημείο τομής, είτε οριζόντια είτε κάθετε είτε διαγώνια. Όποιος καταφέρει πρώτος και τα τρία τα πούλια του να τα τοποθετηθούν σε μια ευθεία γραμμή τότε είναι ο νικητής του παιχνιδιού. Κάθε παίχτης προσπαθεί να διασπάσει την σειρά που σχεδιάζει ο άλλος και συγχρόνως σχεδιάζει στο μυαλό του πώς να φτιάξει πρώτος την δική του τριότητα και πως θα αποκλείσει τον αντίπαλο για να φτιάξει εκείνος την δική του.