Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΠΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΚΑΠΕΛΗ
Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Μια βολά κι ένα γκαιρό οι παλαιοί μολογάγανε ότι στους μπίτ πολύ παλαιούς χρόνους στον ντόπο μας, ζούσανε κάτι τρανοί αντρώποι που τους λέγανε γίγαντες. Τότενες ήσαντε και κάτι άλλοι αντρώποι πολύ μικρούληδες νάνοι και ούλοι τους ήσαντε σπανοί, χωρίς γένια, αλλά μολογάγανε ότι ήσαντε πολύ έξυπνοι «κωλοφωτιές»!
Μια φορά, όπως μολογάγανε βαθειά μέσα στην γκάπελη, ζούσε ένας από δαύτους τους γίγαντες και εκειά που ερχότανε τρογύρω μέσα στην γκάπελη αντάμωσε ένα σπανό που ζούσε κι αυτός εκεί σε μια ραποκαλύβα μπίτι κουρούνης μοναχός του.
Μόλις τον είδε ο γίγαντας του λέει:
-Έλα κοντά μου να με βοηθάς στις δουλειές μου!
Τι να κάμει ο σπανός ήθελε δεν ήθελε του είπε ναι, γιατί άμα του έλεγε όχι, μια χαψιά τον είχε ο γίγαντας και πάει καλιά του!
-Πάμε στην σπηλιά μου, του λέει, και εκεί θα σου ειπώ τι δουλειές θα κάνεις.
Μόλις φτάσανε και μπήκανε μέσα στην σπηλιά ο γίγαντας έβγαλε κάτι μεζέδες και άρχισε κλάπα – κλούπα να τους κλαπακώνει και πέταγε και κανένα μικρό κομματάκι του σπανού λέγοντάς του, φάε και του λόγου σου.
Τι να φάει ο κακομοίρης ο σπανός, μια μπουκιά του γίγαντα ήτανε. Έφαγε το πρώτο κομμάτι ο γίγαντας, αρπάζει και άλλο και το έτρωγε.
Γυναικείο Κίνημα και παιδικός κινηματογράφος.
Επιρροές και ανάπτυξη του φαινομένου στην Αμαλιάδα του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση της Μαρίκας Μπότση – Τσαπαλίρα και του Νίκου Μπελογιάννη
Γράφει: η Πουλχερία Γεωργιοπούλου
Για να φτάσουμε στα εορταστικά 25χρονα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους είχε προηγηθεί σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας περιπετειών και αντιδράσεων ώστε να υπάρξει καταρχήν κινηματογράφος για παιδιά, που μέσω μιας δύσκολης εξελικτικής πορείας και με τον επίμονο αγώνα φωτισμένων ανθρώπων να μετατραπεί στη συνέχεια σε ένα ζωντανό εκπαιδευτικό εργαλείο, δηλαδή, μέσα από ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινότητα οι μαθητές όλων των βαθμίδων γίνονται οι ίδιοι δημιουργοί παιδικού και νεανικού κινηματογράφου.
Πολύτιμος αρωγός στην παρούσα έρευνα στάθηκε η έκδοση από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας της ιστορικής μελέτης με τίτλο « Όταν ο κινηματογράφος πήγε στο ελληνικό σχολείο και γύρισε με κλάματα» - Το χρονικό της “ταραγμένης” σχέσης του κινηματογράφου με τη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα από το 1900 ως το 1997.
Συγγραφέας είναι ο Νίκος Θεοδοσίου, σκηνοθέτης, ιστορικός του κινηματογράφου, υπεύθυνος για την Ευρωπαϊκή Συνάντηση Νεανικής Οπτικοακουστικής Δημιουργίας “Camera Zizanio” , και μέλος του «Σκασιαρχείου».
Χωρίς αυτή τη μελέτη θα ήταν αδύνατον να προαχθούν δημιουργικοί συσχετισμοί του εν λόγω θέματος με τη δράση δύο προσωπικοτήτων της Αμαλιάδας της Μαρίκας Μπότση Τσαπαλίρα και του Νίκου Μπελογιάννη.
Συσχετισμοί που συνεπικουρούν και ιστορικά στο αίτημα να ολοκληρωθεί στην Ηλεία ο χώρος που θα φιλοξενήσει μόνιμα τη μαθητική κινηματογραφική παραγωγή.
Από το συγγραφέα της μελέτης πληροφορούμαστε πως το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος της εποχής του μεσοπολέμου πρωτοπόρησε ακολουθώντας τα διεθνή κινήματα, οργάνωσε και υποστήριξε τη θεσμοθέτηση του παιδικού κινηματογράφου.
Εκατοντάχρονη χειροποίητη εικόνα από τις φυλάκες
Και τώρα που καταλάγιασε ο ντόρος της γιορτής του Αγίου Νικολάου!
Αυτό το εκατοντάχρονο χειροποίητο κομψοτέχνημα προέρχεται από τις φυλακές που έφερε ο παπούλης μου ο Πλιέγκας.
Είναι από τα λίγα λαογραφικά αντικείμενα που γλύτωσαν από τα γνωστά καλόπαιδα.
Είχα φροντίσει από νωρίς να το μεταφέρω στην Αθήνα και θα τοποθετηθεί βέβαια στο Λαογραφικό μας Μουσείο!
Προειδοποιώ τα γνωστά κλεφτρόνια - λαμόγια μην τολμήσουν οι ίδιοι ή οι απόγονοι και στρώσουν υφαντά της Πλιέγκενας, γνωρίζω την τεχνοτροπία της και θα λογοδοτήσουν.
«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο» (όπως λέει και το γνωστό γνωμικό), θα πλούτιζαν και αυτά το λαογραφικό μουσείο.
Έτοιμη η κουλούρα… για όσους την θυμάστε!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Το παρασκεύασμα του πρόχειρου και γρήγορου ψωμιού, στον τόπο μας λέγεται «κουλούρα» ή «φλαούνα». Η κουλούρα παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό (ζύμη). Όταν η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί και την ώρα που το έφτιαχνε καρβέλια, αν της έμενε μέρος της ζύμης, το κρατούσε και την ώρα που έκαιγε τον φούρνο, προτού φουρνίσει τα καρβέλια του ψωμιού, την έκοβε σε ανάλογα κομμάτια, την έπλαθε, επάνω στο πλαστήρι της, σε στρογγυλό και λεπτό σχήμα, κι όταν είχε έριχνε επάνω και μια σταλιά σουσάμι για να παίρνει την γεύση του και την φούρνιζε. Ο χρόνος ψησίματος ήταν πάρα πολύ λίγος (περίπου 10 λεπτά της ώρας), και μετά το ξεφούρνιζε και ήταν έτοιμη για φαγητό. Η κουλούρα στον φούρνο φούσκωνε ελαφρά, αλλά η νοικοκυρά την τρυπούσε, όχι αμέσως, αλλά την άφηνε λίγο για να χωρίσουν η κόρα της. Το τρύπημα γινόταν συνήθως μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο όπως με πιρούνι, με μαχαίρι, ή και με ξεμυτισμένο πολύ ψιλό ξυλαράκι. Η κουλούρα ψηνόταν πάντοτε από την μια πλευρά και δεν την γύριζαν ποτέ ανάποδα, όπως γίνεται και με το καρβέλι του ψωμιού. Ποτέ την κουλούρα δεν την έριχναν σε ταψί, αλλά πάντοτε στην χόβολη στο δάπεδο του φούρνου. Πρώτα τραβούσαν με την μασιά τα κάρβουνα και την στάχτη και έπειτα εναπόθεταν με το φουρνόφτυαρο το ζυμάρι στο πυρωμένο δάπεδο. Μόλις ψηνόταν η κουλούρα και την έβγαζε η νοικοκυρά από τον φούρνο, όπως γίνεται και με το ψωμί, χτυπούσε το κάτω μέρος της κουλούρας με μια πετσέτα για να τιναχτεί η στάχτη και ν’ αποκολληθούν τυχόν καρβουνάκια.
ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.
Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.
Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.
Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.
Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.
-Με ποιους είσαι ρεεέ…;
Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:
-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;
Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.
-Με ποιους είσαι ρε…;!
-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;
Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.
Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.
Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.
-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!