ΣΤΡΑΜΠΟΥΛΗΓΜΑ ~ ΣΠΑΣΙΜΟ & ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΓΙΑΤΡΕΙΑ
Μια από τις γνώσεις, που είχαν οι πρακτικοί ή εμπειρικοί γιατροί στα χωριά, ήταν και η αντιμετώπιση του στραμπουλήγματος και του σπασίματος των οστών και κυρίως των άκρων (χέρια – πόδια). Αρκετές φορές και απροειδοποίητα, στους εμπειρικούς γιατρούς, κατέφθαναν όχι άνθρωποι που είχαν πάθει στραμπούληγμα ή σπάσιμο, αλλά ακόμη και τα οικόσιτα ζώα τους. Με την πρώτη ψηλάφηση ο πρακτικός γιατρός, χάρις στην εμπειρία του, καταλάβαινε την πάθηση του ασθενούς και προέβαινε στην ανάλογη αντιμετώπιση και θεραπεία.
Πάντοτε οι πρακτικοί είχαν και βοηθό κατά την επέμβαση. Αρχικά, μετά την διάγνωση έπαιρνε τ’ ανάλογα υλικά, όπως ζεστό νερό και χειροποίητο ντόπιο σαπούνι. Πριν κάνει οτιδήποτε στο πονεμένο άκρο (χέρι ή πόδι) στην αρχή το έπλενε με σαπούνι και ζεστό νερό και μετά τράβαγε τα δάκτυλα με την σειρά για να πάρει το νεύρο την κανονική του θέση. Μετά τέντωνε το χέρι ή το πόδι που είχε πρόβλημα και τραβώντας αυτό από το άκρο, προσπαθούσε με τη ιδιαίτερη γνώση του να το τραβήξει κατάλληλα, ώστε να έλθει στην κανονική του θέση. Οι ασθενείς τότε επειδή δεν υπήρχαν ναρκωτικές ενέσεις, βέλαζαν από τους πόνους, Μετά έπαιρνε τα υλικά που είχε φέρει ο βοηθός του και ήσαν κρεμμύδι ξερό στουμπισμένο πολύ καλά, κοζά (μαλλί γίδας ή τραγόμαλλο), αλάτι τριμμένο, ασπράδι από βρασμένο σφικτό αυγό, τριμμένο σαπούνι και μούργα από λάδι. Πολλοί εκ των πρακτικών γιατρών χρησιμοποιούσαν και βαλσαμόλαδο. Όλα αυτά μαζί τα ανακάτευε αρκετά μέχρι να γίνουν κρέμα. Στην συνέχεια το μίγμα αυτό το τοποθετούσε επάνω στον αστράγαλο που ήταν το στραμπούληγμα ή το σπάσιμο. Αυτό το μίγμα γινόταν ένα με το μέρος του σπασίματος και μετά το έδενε με πανί και μετά με νάρθηκα, μέχρι να θρέψει.
ΤΟ ΠΑΡΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΠΝΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΟΡΕΙΝΗ ΗΛΕΙΑ!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Μια ζωή την έβγαλα να είμαι ζαλιά κάπου 60 οκάδες φόρτο, μέσα στην νύχτα, στο κρύο, στο χιόνι, σε κακοτοπιές, να έχω και του διαβόλου το κουμπί μη με τσακώσουνε και με μπουζουριάσουνε μέσα στα παλιοσίδερα...!
….Μια φορά, είχανε φερμένο ένα τσακαλιάρη νωματάρχη σκυλί, παλιοτόμαρο, λόγιαζε ότι τάχατις θα γίνει στρατηγός και δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί και τότενες τα πράματα ζορίσανε. Τότενες είχαμε ένα λάγιο κεσέμι του κολέγα μου του Σπύρου, που το είχε αναθρέψει από την γέννα το έπαιζε με δαύτο και το είχε καμωμένο μάστορα, ίδιος άνθρωπος νόγαγε, μόνο μιλιά δεν έβγανε. Τότενες κανονίσαμε να κάνουμε μια γκέλα, για να περάσουμε τον καπινό από τ’ αποσπάσματα. Διαλέγαμε τον καιρό να μην είναι βροχερός, γιατί άμα βρεχότανε το πράμα, άναβε και χάλαγε, αλλά και βάραινε και άντε να το κουβαλήσεις ζαλιά. Πήραμε τραβιώντας το κεσέμι, να μην πονηριαστούνε στα χωριά που περνάγαμε, ότι τάχατις να το πάμε τάμα στους Αγιό – Θόδωρους στο Σωποτό, αλλά κωλώσαμε και στρίψαμε ντουγρού στην Μορόχοβα. Το Λεχούρι και το Λιβάρτζι, έβγανε ένα μπασμά καλό καπινό, αλλά σκεβόμαστε και τον έρμο τον δρόμο. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του κολέγα μας, που μας περίμενε, κάτσαμε, ξαποστάσαμε, φάγαμε βραστό, ήπιαμε και μια σταλιά κρασί να στανιάρουμε και μετά, αφού στρίψαμε τσιγάρα από το πράμα που θ’ αγοράζαμε για δοκιμή, το σακιάσαμε. Ο κολέγας έφερε και το καντάρι του το ζυγιάσαμε, κάναμε λογαριασμό, τόνε πλερώσαμε ντούκου και μόλις άρχισε να χαλουπώνει, ζαλωθήκαμε και φύγαμε. Το καπινό τόνε βάναμε μέσα στο ματαράτσι με σειρά και τον πατικώναμε καλά και στρωτά, για να χωρέσει μπόλικο. Στο γιόμισμα δεν δέναμε την μούση του, αλλά το ράβαμε με σπάγκο και μια σακοράφα, ανάρια - ανάρια για να μην παγαίνει ο χώρος στράφι και το ματαράτσι γινότανε παστάλι. Ευτούνα τα ματαράτσια που ’χαμε, χωράγανε ταμάμ εξήντα οκάδες. Ήθελε μαστοριά το πατίκωμα και ευτούνος, ο κολέγας μας στην Μορόχωβα, ήτανε μάνα ντεξής, σου το ’φκιανε ταμάμ μπαούλο. Κάπου - κάπου τήραγε πως και πώς να μας την κάνει, έβανε απόξω – απόξω το καλό για μόστρα και μέσα στην βουρλιά είχε τρουπωμένα και σαράπια πατόφυλλα, που ήσαντε μπίτι τούρκος. Μου ξίνιζε λίγο στην αρχή, αλλά δεν πάει στον διάβολο ευτούνα έχει το εμπόριο, και εγώ με την αράδα μου έτρωγα τους άλλους και έτσι δεν με τόσο κακοφαινότανε.
Αντρώνι: Κουταλοχώρι
Κατάγομαι από το μεγαλύτερο Κουταλοχώρι
της Ελλάδας όπου σήμερα δεν «ευλογάει» πουθενά κουτάλα.
Το κακό είναι ότι δεν κρατήσαμε ούτε για το μουσείο απ’ αυτά τα αριστουργήματα.
Κουτάλες από κουμαριά έφτιαχνε ο παπά Ντίνος ο Καλαμάρης, ο Βασιλάκης ο Σίνος, ο Μεγακλής ο Πανούτσος (οι αείμνηστοι), ο Μερεμέτης κ.α
Οι καλύτερες ήτανε, μοσχοβόλαγε το φαί που ανακάτευαν.
Ρωτούσα τώρα... τον Αύγουστο, τον παλιόφιλο τον Μερεμέτη (Κώστας Σίνος) πότε έκοβε την κουμαριά, πως τις έφτιαχνε, πόσες κλπ. που θα τα παρουσιάσω κάποτε αν προκάνω!
Έφτιαχναν ακόμη και τσατσάρες μικρές και μεγάλες.
Ο Βασιλάκης έφτιαχνε και διακοσμητικά αλέτρια και σαμάρια που ένα τέτοιο κομψοτέχνημα μου δώρισε ο Αντωνάκης του Μπάμπη, να είναι καλά!
Εγώ όμως θα το κρατήσω λιγο να κάθονται τα μικρούλια μου και ύστερα...ξέρετε... στο Μουσείο μας.
Ήθελα να πω με όλη αυτή την εισαγωγή, ότι, δεν βρέθηκε ένα μα ένα, «κακή αστροπή» που έλεγε και ο Μπερλιεκούτσης να κάνει αυτή τη δουλειά, να δει προκοπή και να μπορούμε να αξιοθούμε και μεις να κάνουμε ένα δώρο από τον τόπο μας!
Κουτάλες (στις φωτό) από ελιά μου έφεραν από τη Λευκάδα οι βραζιλιάνοι κουμπάροι μου!
Kostas Papantonopoulos Ύστερα από τη δημοσίευση του παραπόνω άρθρου, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω, ότι σύντομα θα έχουμε μια κουτάλα και ένα κουταλάκι του γλυκού στο μουσείο μας. Τα νέα ευρήματα τα κατασκεύασε ένας αείμνηστος συμπατριώτης μας.
Επίσης όπως βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία είναι ένα κουτάλι αριστούργημα που φιλοτέχνησε ο αείμνηστος Βασιλάκης Σίνος. Φτιαγμένο από κουμαριά και καλολουστραρισμένο. Σκαλισμένο με κεντίδια και ανάμεσα στα σκαλίσματα..., κοκκινο και πράσινο χρώμα. Το παζαρεύουμε με τον κάτοχο για το μουσείο αλλά και να μην το αποκτήσουμε μας φτάνει και η φωτογραφία.
Υγ, Τα ονόματα των δωρητών… «Εν ευθέτω χρόνω»!
«Πάγκος από χρυσάφι» του Κώστα Συλάιδου
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Οι άνθρωποι που μετοίκησαν από το χωριά μας στις μεγαλουπόλεις, έπρεπε να κάνουν κάποια δουλειά προκειμένου να επιζήσουν. Αρχικά ήταν εργάτες της οικοδομής που ήταν σε άνθηση και στην συνέχεια κάποιοι εξελίχθηκαν και έκαναν τις δικές τους δουλειές, έγιναν δηλαδή εργολάβοι καλουπατζήδες, μαρμαράδες, σοβατζήδες, μπογιατζήδες, σιδεράδες και άλλοι στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα όπως καφενεία, οπωροπωλεία, καθαριστήρια κλπ.
Ο Κώστας Συλάιδος (του Κουφόγιαννη, Μαδούρης) από τα νιάτα του ήταν εργατικός και είχε κάνει καλή προκοπή. Όταν επέστρεψε από το «ταξίδι αναψυχής» που όλοι γνωρίζουμε, ασχολήθηκε με υπαίθριο ανθοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας.
Γνώριζε ελάχιστα για το επάγγελμα, τις «πηγές» και τους τρόπους προμήθειας και την αγορά των ανθέων αλλά αποφάσισε να «πέσει στα βαθιά».
Συμμετείχε σε διαγωνισμό του δήμου Αθηναίων για την συγκεκριμένη θέση καταβάλλοντας 122.000 χιλιάδες δραχμές τον μήνα και ως εγγύηση έβαλε υποθήκη το σπίτι της κόρης του. Ήταν πολλά τα χρήματα για την περίοδο του 1990.
Πως ο Κώστας από τα κρίνα, το αγιόκλημα και τις σπέντζες, την βελανιδιά, τον κισσό, και τα βάγια που χρησιμοποιούσε στα στρώματα και τα μαξιλάρια, βρέθηκε ανθοπώλης στην Αθήνα; Είναι ανεξήγητο που και τον ίδιο αν ρωτήσεις, χαμογελάει με ικανοποίηση.
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ…!
Μπουλούκι σύγχρονης οικοδομής στο Αντρώνι
Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Μπουλούκι (το), λέγεται η ασύντακτη μετακινούμενη ή σταθερή ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους, πτηνά, ζώα, ψάρια και έντομα. Την λέξη αυτή την υιοθετήσαμε από τους τούρκους (bölük). Με τον όρο μπουλούκι ακούγαμε πολλές φορές για τους κτιστάδες, περιοδεύοντες θεατρικούς θιάσους, στρατιωτικές ομάδες επί τουρκοκρατίας, κοπάδια ζώων, ομάδες - καραβάνια γύφτων, μετακινούμενους εργάτες γης, ομάδες από το ζωϊκό κόσμο κ.λπ.
Αναλυτικά, μπουλούκια έλεγαν τους κτιστάδες από τα μαστροχώρια που έφευγαν από το χωριό τους και πήγαιναν σε άλλους τόπους για να κτίσουν κτίρια, γεφύρια, ναούς κ.λπ. Στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής, την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα απλά σπίτια έχτιζαν συνήθως οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες με την συνδρομή των γειτόνων τους και κάποιων γηγενών μαστόρων με περιορισμένες μάλλον ικανότητες.