ΕΤΣΙ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗΝ…!
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η ΚΟΥΡΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κούρνια λέγεται το σημείο που επιλέγει κάθε πτηνό άγριο ή ήμερο για να κοιμάται συνεχώς ή και να κοιμηθεί μια νύχτα.
Τ’ άγρια πτηνά από μόνα τους επιλέγουν που θα διανυχτερέψουν και οι επιλογές των είναι δύο ειδών. Αυτά που είναι μόνιμα σ’ ένα τόπο όπου επιλέγουν ένα σημείο και το βράδυ μετά την περιπλάνηση της ημέρας επιστρέφουν στο σημείο που έχουν επιλέξει και κουρνιάζουν.
Τα δε αποδημητικά πουλιά κατά την μετακίνησή τους, αλλάζουν συνεχώς τόπο, από το απόγευμα σταματούν την μετακίνησή τους, αναζητούν τροφή και νερό και μετά το φαγητό επιλέγουν ένα σημείο όπου θα κουρνιάσουν για να περάσουν την νύχτα τους.
Τα ντόπια άγρια πτηνά αν ένα βράδυ για οποιοδήποτε λόγο δεχθούν επίθεση ή οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν κούρνια.
Τα πουλιά για ασφάλεια διαλέγουν ένα κλαδί επάνω σε δέντρο που να το "κρατάει" δηλαδή να μην λυγίζει με το βάρος του και να έχει την δυνατότητα τα δάκτυλα με τα νύχια του να γαντζώνονται ώστε και κοιμώμενο να κρατάει την ισορροπία του.
Τα πουλιά δεν πέφτουν σε βαρύ ύπνο ακόμη και την νύχτα, είναι πανέτοιμα σε περίπτωση κινδύνου να πετάξουν. Όταν είναι ζευγάρι τότε κοιμούνται εναλλάξ.
ΛΥΤΑΡΙ ή ΛΥΤΑΡΑΚΙ…!
Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Πολλές φορές στην καθημερινότητα και κατά τις διαχρονικές λαογραφικές και ιστορικές καταγραφές που έχουμε πραγματοποιήσει, όσοι ήθελαν ή θέλουν ν’ αναφερθούν για κάποιο μικρό και ψιλό σχοινί ή σχοινάκι το αναφέρουν ως λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι.
Αυτή η ονομασία λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι δυστυχώς δεν πρέπει να προσδιορίζει, κανένα σχοινάκι μικρού μεγέθους. Η ονομασία έχει προσδιοριστεί λανθασμένη και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και ν’ αναμεταδίδεται ως έχει.
Λυτάρι, λυταράκι ή απολυτάρι λέγεται το οικόσιτο ζώο το οποίο, έχει ξεφύγει της προσοχής του ιδιοκτήτη, ή έχει ξεκόψει από το κοπάδι ή έχει λυθεί από το σχοινί που το έδεναν για να βοσκήσει στην ύπαιθρο. Η λέξη προέρχεται από το λύσιμο, λυτό, αυτό που δεν είναι δεμένο, αυτό που λύθηκε, το ελεύθερο, το μη περιορισμένο.
ΚΡΕΜΑΝΤΑΛΑΣ…!
Έρευνα καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Ο κρεμανταλάς είναι ένα ξύλινο εργαλείο, από δένδρο, χωρίς πολλές παρεμβάσεις, μόνο ξεφλουδισμέο (αποφλοιωμένο). Οι τσοπάνηδες επέλεγαν το κατάλληλο δένδρο και το έκοβαν με φεγγάρι το ξεφλούδιζαν με την βοήθεια της φωτιάς και έπειτα το στερέωναν στο έδαφος.
Επέλεγαν να έχει κορμό ύψους περίπου δυόμιση με τρία μέτρα. Έσκαβαν μια τρύπα πάχους περίπου με το πάχος του κορμού βάθους περίπου μισό μέτρο και το στερέωναν με την βοήθεια υποστηλωματικών σφηνών από πέτρα ή από ξύλα.
Εκεί επάνω κρεμούσαν τις καρδάρες με το γάλα, τις τσαντήλες με το φρέσκο τυρί να σουρώσει επίσης εκεί κρεμούσαν και τις μυζήθρες για να ψηθούν (ξεραθούν). Ακόμη κρεμούσαν και το φαγητό τους με το τράστο (ταγάρι), και το κατσαρόλι τους για να τα προφυλάσσουν από τα σκυλιά και τα διάφορα ζώα όπως αλεπούδες, σκυλιά κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, ποντίκια φίδια κ.λπ.
ΣΟΥΡΤΑΡΙΑ - ΣΟΥΡΤΑΡΩΤΑ
Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Η μετακίνηση των κοπαδιών, από τόπο σε τόπο, παλιά γινόταν δια μέσω των παραδοσιακών αγροτικών δρόμων και μονοπατιών. Ο τρόπος μετακίνησης κυρίως για τις μεγάλες αποστάσεις, από τα χειμαδιά προς τα βουνά και αντίθετα, επιτυγχανόταν με την ανάπτυξη του κοπαδιού σε φάλαγγα κατά ζώο, δηλαδή το ένα πίσω από το άλλο κατά σειρά. Αυτή την πομπή της μετακίνησης του κοπαδιού το ένα πίσω από το άλλο σε φάλαγγα κατά ζώο, την ονόμαζαν σουρταριά ή σουρταρωτά. Η ορολογία προέρχεται από την λέξη σύρει- σούρνει = σύρεται.
Κατά την μετακίνηση του κοπαδιού, μπροστά πάντα προηγούταν δυο- τρία τσοπανόσκυλα, αμέσως πίσω ένας τσοπάνης, πιο πίσω μπροστάρης από το κοπάδι ένα κεσέμι και πίσω ακολουθούσε το κοπάδι των προβάτων. Πάλι στο τέλος της σουρταριάς (φάλαγγας), ακολουθούσε ακόμη ένας άλλος τσοπάνης, πίσω άλλα τσοπανόσκυλα και πιο πίσω τα υποζύγια ζώα φορτωμένα με διάφορα κτηνοτροφικά εργαλεία και ρουχισμό. Σε ορισμένα ενδιάμεσα σημεία της σουρταριάς, ανάλογα με το μήκος της, ακολουθούσαν τσοπάνηδες για να ελέγχουν την μετακίνηση της σουρταριάς.