Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Γιώργης Γιαννιάς

Ομιλία  του Κώστα Παπαντωνόπουλου στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον οπλαρχηγό του Ωλενού Γιώργη Γιαννιά, στη Σπαρτουλιά του Δ.δ. Αντρωνίου, την Δευτέρα 24.05.2010

Κυρίες και κύριοι,

Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, για να μνημονεύσουμε, να δοξάσουμε και να αποτίσουμε φόρο τιμής στους ήρωες προγόνους μας, που με το αίμα τους τίμησαν την πατρίδα, κάνοντας υπερήφανους εμάς, τους σημερινούς Έλληνες.

Είμαστε εδώ, για να τιμήσουμε το πρωτοπαλίκαρο της κλεφτουριάς, τον καπετάν-Γιώργη Γιαννιά και τα παλικάρια του, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας μας.

Το 1998, ο Σύλλογος Τριταιϊτών Αχαΐας έστησε αυτό το μαρμάρινο μνημείο για να μας θυμίζει μια σπουδαία, αλλά άγνωστη, σελίδα της πρόσφατης ιστορίας μας. Παρόλο που το μνημείο στήθηκε σε λάθος τόπο, έχουμε την υποχρέωση να του αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές. 

Το Μάρτη του 1821, τη στιγμή που σήμανε η Ελληνική επανάσταση, στα βουνά της Πελοποννήσου βρίσκονταν ήδη ετοιμοπόλεμοι οι οπλαρχηγοί της κλεφτουριάς, που για δεκαετίες έδιναν το δικό τους αγώνα, για να εκδιώξουν τους Τούρκους κατακτητές. Στην περιοχή μας, μια από τις σημαντικότερες μορφές του Αγώνα, υπήρξε ο καπετάν Γιώργης Γιαννιάς.

Πατέρας του Γιώργη, ήταν ο Γιάννης Γιαννιάς, που  γεννήθηκε το 1760 στην Προστοβίτσα (σημερινή Δροσιά του δήμου Τριταίας).

 

 

Ύστερα από σοβαρές διενέξεις με τους Τούρκους, αναγκάστηκε να βγεί στο βουνό και να συγκροτήσει ομάδα από διαλεχτά παλικάρια. Από τα διάσελα του Ωλενού, άρχισε συστηματικά να παρενοχλεί τους Τούρκους και να τους προκαλεί φθορές. Κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή. Όπου οι Τούρκοι καταπίεζαν ή αδικούσαν τους Έλληνες, τον εύρισκαν πάντα μπροστά τους.

Ο Γιάννης Γιαννιάς, το 1795, απέκτησε ένα παιδί, το Γιώργη. Ο Γιώργης ήταν μόλις δέκα χρονών, όταν στις 6 Γενάρη του 1805, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του και τον κρέμασαν στην Πάτρα.

Από μικρός, ο  Γιώργης είχε αναπτύξει ένα απέραντο μίσος για τους Τούρκους. Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα γινόταν καπετάνιος. Το βάρος της φήμης του πατέρα του και οι παιδικές μνήμες από τη δολοφονία του, τον οδήγησαν, από έφηβο, στην κλεφτουριά. Ένιωθε πως έπρεπε να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα του.

Από το 1815 (στα 20 του χρόνια) είχε αναπτύξει έντονη πολεμική δράση κατά των Τούρκων, ενώ το 1818 κατηχήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Μέσα από τα κατορθώματά του, του δόθηκε το προσωνύμιο Ντελής (που σημαίνει σκληρός και που μαζί με το Γιώργης έγινε Ντελήγιωργας, ή Ντεληγιώργης Γιαννιάς).

  ***

 

Εδώ, αξίζει να  σας διηγηθώ ένα επεισόδιο, που συνέβη πριν το 21 και το οποίο εκτιμώ ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στο μίσος των Λαλαίων Τούρκων κατά του νεαρού καπετάνιου.

Δυο χρόνια πριν από την έναρξη της επανάστασης, ο Ντεληγιώργης συνήθιζε να κατεβαίνει προς τα ριζιμιά του Ωλενού και να παρενοχλεί τους Τουρκαλβανούς. Ο Αβδούλ Αγάς του Κακοταρίου, που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια της περιοχής, δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει και προσέφυγε για βοήθεια στους Λαλαίους συγγενείς του.

Τότε, ένας Τούρκος αρχηγός, ονόματι Χασάν Φιδάς, ανέλαβε να εξοντώσει τον λήσταρχο Γιαννιά, όπως τον έλεγε. Ήθελε να ξεπλύνει τη ντροπή του, αλλά και να ορθώσει το ηθικό των Λαλαίων (ύστερα και από το φιάσκο που έπαθε με τον Ξηντάκη Τομαρά στο Λιβάρτζι,  όταν πήγε να εισπράξει φόρους). 

Ένα πρωινό, στα μέσα του Μάη του 1819, ο Χασάν Φιδάς ξεκίνησε από του Λάλα με ένα μπουλούκι από εκατό περίπου καβαλαραίους και ανέβηκε στην Κάπελη. Απέφυγε να ακολουθήσει τη σύντομη διαδρομή, φοβούμενος να περάσει από το Κούμανι και το Αντρώνι, γιατί όπως έλεγαν και οι Λαλαίοι «από Κούμανι ως τα Αντρώνι ο θεός να σε γλυτώνει». Κατευθύνθηκε βόρεια, προς τις παρυφές του Ωλενού, και από το Καλιμάνι (του δήμου Λαμπείας), κατέβηκε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Το σούρουπο, έφτασε στο χωριό Κακοτάρι όπου θα έδρευε όσο θα διαρκούσε η επιχείρηση.

Ο Ντεληγιώργης Γιαννιάς, που ήθελε να ξεκαθαρίσει μια για πάντα με τους σκληροτράχηλους Λαλαίους, αποφάσισε να αναμετρηθεί μαζί τους, και επινοώντας ένα σχέδιο, επιχείρησε να τους οδηγήσει σε παγίδα.

Ο Φιδάς πληροφορήθηκε ότι ο Γιαννιάς βρισκόταν στον Ωλενό αλλά δεν τόλμησε να ανηφορίσει, φοβούμενος τις επικείμενες χωσιές (επιθέσεις) από τους κλέφτες του βουνού. Προτίμησε να περιπολεί στο δρόμο, που βρίσκεται σήμερα η εθνική οδός Πατρών Τρίπολης, στο ύψος περίπου που βρισκόμαστε.

Ο Ντεληγιώργης, που παρακολουθούσε διακριτικά τις κινήσεις των Τούρκων, έκανε την εμφάνισή του κοντά στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο οικισμός Ζαχαραίικα, μαζί με πέντε-έξι παλικάρια του και, από μακριά, άρχισε να τους προκαλεί και να τους πυροβολεί.

Ο Φιδάς, διέταξε αμέσως επίθεση κατά της μικρής ομάδας των κλεφτών, νομίζοντας, ότι κατάφερε να εγκλωβίσει τον κλεφτοκαπετάνιο, που βρισκόταν μπροστά του.

Ο Γιαννιάς, άρχισε να υποχωρεί και να κατεβαίνει προς του Κατσαρού, κατευθυνόμενος προς τη Σπαρτουλιά και προκαλώντας τους διώκτες του με ακατανόμαστες φράσεις. Αυτοί συνέχισαν να τον ακολουθούν, πυροβολώντας ακατάπαυστα με τυμπανοκρουσίες και αλαλαγμούς. Τότε, οι κλέφτες, σπιρούνισαν τα άλογα, παίρνοντας το μονοπάτι δεξιά, προς τις Χαραγιές, και χάθηκαν στο πυκνό δάσος.

Το μπουλούκι του Χασάν Φιδά είχε πέσει στην προμελετημένη παγίδα του νεαρού καπετάνιου. Και από τις δυο πλευρές του μονοπατιού, που είχαν κρυφτεί τα παλικάρια του Γιαννιά, ακούστηκαν ταυτόχρονοι πυροβολισμοί (οι λεγόμενες μπαταριές). Οι Λαλαίοι, πανικόβλητοι, άρχισαν να σκορπάνε προς κάθε κατεύθυνση για να γλιτώσουν.

Μετά το πέρας της ενέδρας, λίγοι από τους Τούρκους κατάφεραν να σωθούν και να φθάσουν μέχρι το Λάλα. Μεταξύ αυτών διασώθηκε και ο Χασάν Φιδάς,  που από εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε, ότι σύντομα θα φέρει το κεφάλι του Γιαννιά, παλουκωμένο στο Λάλα (κάτι, που ύστερα από δύο χρόνια επαληθεύτηκε).

***

Η επανάσταση του 1821 βρίσκει τον Γιαννιά οπλαρχηγό και επικεφαλή εκατό περίπου ανδρών. Η δύναμή του απαρτιζόταν από παλικάρια της ευρύτερης περιοχής του Ωλενού.

Σε αυτό το σημείο, θα αναφερθώ σε μερικά γεγονότα που προηγήθηκαν της επανάστασης και, είτε θεωρήθηκαν ασήμαντα, είτε αγνοήθηκαν από τους διάφορους κονδυλοφόρους. Παρόλα αυτά, τα επεισόδια που διαδραματίστηκαν στην περιοχή μας, το Μάρτη του 1821, ανησύχησαν σημαντικά τους Λαλαίους Τούρκους.

Συγκεκριμένα, στην περιοχή Σαραντάπορο, στην Καρυά του δήμου Ωλένης, μια ομάδα από ενόπλους υπό την αρχηγεία του αγωνιστή Νικολάκη Μπαλάσκα, ήρθε σε σύγκρουση με τους συνοδούς ενός Τούρκου φοροεισπράκτορα του Σεϊφουλάχ αγά, σκοτώνοντας μερικούς από αυτούς.

Ακολούθησε στη περιοχή της Κάπελης ο φόνος των Ντελή και Μαξούτη, ανθρώπων που ανήκαν στην υπηρεσία των επιφανών Λαλαίων Τούρκων.

Στο Σκλήβα του Δήμου Πηνείας, άνδρες υπό τον Κανέλλο Κουτζομυτσόπουλο σκότωσαν τον Τούρκο ταχυδρόμο και φοροεισπράκτορα του Ραΐτ αγά.

Εδώ, στα Αναθέματα, μερικά μέτρα κάτω από το μνημείο, το Μάρτη του 1821, ο Στασινός και ο Τσούμπας σκότωσαν τον Διβριώτη, Αθανάσιο Μπέργιο,  φοροεισπράκτορα του Λαλαίου Σεϊντάγα. 

***

Τα επεισόδια που σας προανέφερα υπήρξαν η αιτία, που ανάγκασε τους Λαλαίους να πραγματοποιήσουν εκκαθαριστικές επιδρομές προς τις εστίες ανάφλεξης των αγωνιστών Ηλείων, με σκοπό, να τρομοκρατήσουν τους επαναστατημένους Χριστιανούς, να συλλέξουν πλιάτσικο και να προκαλέσουν τους οπλαρχηγούς, ώστε να τους εξολοθρεύσουν. 

Τα γεγονότα αυτά, δημιούργησαν, ακόμα,  τις συνθήκες για την ιστορική μάχη που έγινε στη Τσάχλη, Πολίτσα και στα στενά του Κατσαρού. Η μάχη αυτή υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της Επανάστασης και, σε αυτό το σημείο, κρίνω σκόπιμο να σας τη διηγηθώ.

Στην πρώτη έξοδο, που έγινε με σκοπό να καταπνίξουν τα πρώτα βήματα της Επανάστασης, οι Λαλαίοι στρέφονται κατά του Πύργου, με αποτέλεσμα ο Πύργος να γνωρίσει μια μεγάλη καταστροφή. Επιστρέφουν στο Λάλα, κινούμενοι προς τα χωριά της Ολυμπίας και στην περιοχή Κλειδί παθαίνουν πανωλεθρία.

Αναγκάζονται, τότε,  να γυρίσουν στο Λάλα, ανασυντάσσονται και επιστρέφουν στο χωριό Λαντζόϊ του Πύργου. Εκεί, στις 10 Μάη 1821, ύστερα από μια άνιση μάχη, σκοτώνουν τον αρχηγό των όπλων της Ηλείας, Χαράλαμπο Βιλαέτη. Μετά τη σύγκρουση, γυρίζουν στο Λάλα με λάφυρα και με το κεφάλι του Βιλαέτη καρφωμένο σε παλούκι.

Μεθυσμένοι από αυτή τους την επιτυχία, οι Λαλαίοι στρέφονται προς τη Βόρεια Ηλεία για να επιτύχουν την εξόντωση του υπ’ αριθμόν ένα εναπομείναντα και ιδιαίτερα επικίνδυνου οπλαρχηγού του Ωλενού, του Γιώργη Γιαννιά.

Δίχως χρονοτριβές, ξεκινούν από το Λάλα, υπό την αρχηγία του Χασάν Φιδά, περνούν προς το Γούμερο και κατευθύνονται προς την Πηνεία, καίγοντας, σκοτώνοντας και πλιατσικολογώντας. Μετά την ολονύχτια πορεία τους, αρκετά χωριά της Πηνείας βρίσκονται λεηλατημένα από την καταστροφική λαίλαπα των εξαγριωμένων Τουρκαλβανών.

Αργά το απόγευμα, φτάνουν στην περιοχή, όπου σήμερα βρίσκεται το Πανόπουλο, διανυκτερεύουν και ξεκουράζονται. Τα χαράματα, αποθέτουν τα λάφυρα με μια σημαντική φρουρά για ασφάλεια και ξεκινούν προς το Κακοτάρι. Σκοπός τους είναι να στραφούν προς τον ηλειακό Ερύμανθο, ώστε να προκαλέσουν τον περιβόητο Γιαννιά.

Το κύριο σώμα της εκστρατείας προχωράει προς το Κακοτάρι, πυρπολώντας τα Χριστιανικά σπίτια που βρίσκονταν εκεί. Μια επίλεκτη δύναμη κατευθύνεται προς τη Μονή Νοτενών, την οποία βεβηλώνει και πυρπολεί.

Από εκεί, επιστρέφουν στο Κακοτάρι, ανασυντάσσονται και, όλοι μαζί, προχωρούν προς τους οικισμούς Κερέσοβα, Κερτίζα και Τσίπιανα, συνεχίζοντας το καταστροφικό τους έργο.

Απορροφημένοι από τη καταστροφική τους μανία, τους πιάνει το σούρουπο στα Τσίπιανα και αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου.

Από το απόγευμα της 16ης Μαΐου, με το παλιό ημερολόγιο (29 Μαΐου με το σημερινό), ο έχων το γενικό πρόσταγμα στον Ωλενό, Γιώργης Γιαννιάς, έχει έρθει, ήδη,  σε ρήξη με τους άλλους καπεταναίους, μιας και ο κάθε οπλαρχηγός, αυτές τις δύσκολες ώρες για τον τόπο, προσπαθούσε να προστατεύσει μόνο το χωριό του.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Γιώργης Γιαννιάς καλεί σε συμβούλιο όλους τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς των χωριών του Ωλενού, με σκοπό να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις. Τους προτείνει να κλείσουν τα περάσματα και να εγκλωβίσουν τον εχθρό στα βουνά, ώστε να τον αποδεκατίσουν. Όμως, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί είχαν διαφορετική άποψη.

Μέρος αυτών, πίστευε ότι οι Τούρκοι θα επέστρεφαν από την ίδια οδό  και απαιτούσαν να πιαστούν τα περάσματα στο Ξύβουνι. Άλλοι, ήθελαν να αφήσουν τους Τούρκους να επιστρέψουν στο Λάλα για να μην σπαταλήσουν πυρομαχικά και στρατιώτες. Υποστήριζαν ότι οι Τούρκοι υπερέβαιναν τους 1500 εμπειροπόλεμους, ενώ οι Έλληνες δεν ξεπερνούσαν τους πεντακόσιους, απειροπόλεμους και μη καταλλήλως εξοπλισμένους άνδρες.

Οι Τούρκοι είχαν να επιλέξουν δύο δρόμους για να κατεβούν από τα Τσίπιανα. Ο ένας ήταν δια μέσου Ξύβουνι (Κάστρου της Οχιάς, στο Διπόταμο) και ο έτερος μέσω Τσάχλης (στην Πολίτσα). Ο Γιαννιάς επιμένει ότι οι Τούρκοι δεν θα διακινδυνεύσουν να περάσουν, πάλι, μέσα από τα επικίνδυνα στενά, αλλά θα διασχίσουν το μικρό στενό της Τσάχλης.

Αποφασίζεται, τελικά, το βράδυ της 16ης Μαΐου, από μερικούς οπλαρχηγούς, να πιαστούν τα στενά στο Διπόταμο (μεταξύ Ξίβουνι, Μισοβούνι και Γερακάρι). Ο Γιαννιάς εμμένει στη θέση του και δεν τους ακολουθεί, ενώ μάταια προσπαθεί να τους μεταπείσει να οχυρωθούν στην Τσάχλη. Παρόλα αυτά, τον διαβεβαιώνουν ότι σε περίπτωση που οι Τούρκοι περάσουν από εκεί, θα σπεύσουν να τον βοηθήσουν. Το ίδιο συμφωνεί και ο Γιαννιάς, αποχωρώντας βιαστικά, γεμάτος θυμό.

Καταλαμβάνει τα στενά της Τσάχλης και όλη τη νύχτα προσπαθεί να οχυρώσει την περιοχή, φτιάχνοντας πρόχειρα ταμπούρια με πέτρες και ξύλα, ενώ ταυτόχρονα προωθεί μερικά από τα παλικάρια του στην Πολίτσα.

Τα χαράματα, οι σκοπιές των γύρω βουνών δίνουν σήμα σ’ όλο τον Ωλενό, ότι οι Τούρκοι κινούνται προς την Τσάχλη, για να τρέξουν οι καπεταναίοι να βοηθήσουν το Ντεληγιώργη, όπως άλλωστε είχαν συμφωνήσει.

Μόλις φτάνει η Τούρκικη δύναμη στην Τσάχλη, από τα ταμπούρια του Γιαννιά ακούγεται μια ομοβροντία. Οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται, αλλά ταχύτατα ανασυγκροτούνται  και με απανωτές επιθέσεις, προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό, για να ανοίξουν το πέρασμα. Είχαν, ήδη, ενημερωθεί ότι τα στενά τα υπερασπίζεται μόνος του ο Γιαννιάς και ήθελαν πάση θυσία να πετύχουν το στόχο τους. Η μάχη, αν και άνιση, ήταν πολύ σκληρή.

Οι Τούρκοι, που έβλεπαν τις προφυλακές τους να δέχονται επίθεση, για να ξεγελάσουν τους Έλληνες οπλαρχηγούς, αποκόπτουν ένα μέρος της δύναμής τους με τα υποζύγια και διαφεύγουν,  μέσου του Ξύβουνι και του Κακοταρίου, προς το σημερινό Πανόπουλο. 

Όταν αντιλαμβάνονται οι Έλληνες καπεταναίοι τις κινήσεις των Τούρκων, πιστεύουν ότι οι Τούρκοι υποχωρούν, από την αντίσταση του Γιαννιά και, υπό τις οδηγίες του Δημήτρη Αργυρόπουλου από την Κερτίζα, τους κυνηγούν στον Πηνειό, προκαλώντας τους αρκετές φθορές.

Κόντευε μεσημέρι και τα παλικάρια του Γιαννιά αρχίζουν να λυγίζουν από την ολονύκτια κούραση και τη δίψα. Ο Γιαννιάς, μη μπορώντας άλλο να κρατήσει τον κύριο όγκο της δύναμης των Τούρκων, υποχωρεί προς την Πολίτσα, ενώ, οι Τούρκοι που ακολουθούν, δέχονται καταιγισμό πυρών από την ενέδρα που είχαν στήσει τα υπόλοιπα παλικάρια του. Με αυτό τον τρόπο,  αναγκάζουν τις προφυλακές των Τούρκων να ανασυνταχθούν και να ξαναεπιτεθούν.

Ο Γιαννιάς διαισθάνεται την αδυναμία των παλικαριών και τον κίνδυνο να υποχωρήσουν άτακτα, λιποτακτώντας και διαφεύγοντας προς τα γύρω υψώματα. Βλέποντας ότι δεν έρχεται καμιά βοήθεια, αποφασίζει να υποχωρήσει και να κατέβει προς το κεφαλόβρυσο, στην περιοχή του Κατσαρού. Από εκεί, θα μπορούσαν να πιούν νερό και να διασκορπισθούν στο αχανές δάσος της Κάπελης, προς τις Χαραγές και τα  χωριά Αντρώνι και Κούμανι.

Χρησιμοποιούν ως δρόμο διαφυγής το ξερολάγκαδο, κατηφορίζοντας, με μπροστάρη το Γιαννιά και όλα τα παλικάρια του, εις φάλαγγα κατ’ άνδρας, λόγω της στενής και απροσπέλαστης κοίτης.

Σε κάθε στροφή του ξερολάγκαδου, αρκετοί άνδρες λύγιζαν και διέφευγαν. Λιποταχτούσαν και τον εγκατέλειπαν, χωρίς να πέσουν στην αντίληψη του καπετάνιου,. Μέχρι να φθάσει στις πηγές του Κατσαρού, είχαν απομείνει δίπλα του περίπου δώδεκα παλικάρια.

Οι φρουρές των Τούρκων, βλέποντας την πορεία του Γιαννιά προς τη νερομάνα, ειδοποιούν τον εναπομείναντα στρατό που ήταν στο Πανόπουλο να σπεύσει προς βοήθεια.

Μια δύναμη Τούρκων καβαλαραίων, καλπάζοντας, κατευθύνεται προς τις πηγές. Ταυτόχρονα, οι επιτιθέμενοι Λαλαίοι, επάνω από την Τσάχλη και την Πολίτσα, ακολουθούν το Γιαννιά από μακριά και τον πλησιάζουν στου Κατσαρού.

Τα παλικάρια του Γιαννιά, ακούγοντας τους καλπασμούς των αλόγων, που προέρχονταν από του Πανόπουλου, νομίζουν ότι είναι Έλληνες που έρχονται για βοήθεια. Μόλις συνειδητοποιούν την πραγματικότητα, προχωρούν προς το σημερινό Χάνι του Μπαντούνα, για να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους. Εδώ, αρχίζουν να φαίνονται τα συμπτώματα της απειρίας του νεαρού καπετάνιου, ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ήταν μόλις 25 ετών.

Οι Έλληνες, για να αποφύγουν τους Τούρκους, ανεβαίνουν στο μικρό ύψωμα όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου και προσπαθούν, πρόχειρα, να ταμπουρωθούν.

Όμως, οι εχθροί ήταν αμέτρητοι. Μόλις οι Τούρκοι τους εντοπίζουν, τους κυκλώνουν και τους εγκλωβίζουν στο λόφο. Εκεί, ο περιβόητος διώκτης των Χριστιανών Χασάν Φιδάς, πλησιάζει στα αλώνια και καλεί το Γιαννιά να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι θα του χαρίσει τη ζωή.

Ο Γιαννιάς αρνείται βρίζοντας και, προκαλώντας τους με άσεμνα λόγια. Προσπαθεί να τους καθυστερήσει, περιμένοντας βοήθεια από τους συντοπίτες καπεταναίους, η οποία, δυστυχώς, δεν έφτασε ποτέ. Τότε, αρχίζει μια σειρά επιθέσεων από τους Τουρκαλβανούς, χωρίς αποτέλεσμα. Ύστερα από τέσσερις με πέντε ώρες τα βόλια των Ελλήνων τελείωσαν.

Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο Γιαννιάς, παίρνει την απόφαση να βγει από το ταμπούρι του, για να αρπάξει πυρομαχικά από τους σκοτωμένους Τούρκους που κείτονταν νεκροί μπροστά του. Ακούστηκε μια μπαταριά και ένας καταιγισμός από σφαίρες τρύπησε το κορμί του. Ο καπετάνιος έπεσε νεκρός. 

Τα παλικάρια, μετά από την ηρωϊκή πράξη του καπετάνιου τους, τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο, για να διασπάσουν τον κλοιό των Τούρκων. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από λίγο βρέθηκαν όλοι νεκροί, βουτηγμένοι στα αίματα.

Μόνο ένας αναφέρεται ότι γλίτωσε από τη μάχη. Ο ηγούμενος της Άνω Μονής Δίβρης, Παΐσιος Σκανδάμης, ο οποίος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συμπατριώτης μας,  Νίκος Αναστόπουλος στο βιβλίο του «Η ΔΙΒΡΗ ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ»,  «πολέμησε στην μάχη του Κατσαρού όπου, ξιφήρης διέσπασε τον κλοιό των Λαλαίων». Η καλοτυχία του, όμως, ήταν προσωρινή, αφού,  έπειτα από λίγες ημέρες, στις 13 Ιούνη, σκοτώθηκε στο Πούσι.

Μόλις έπαψε το τουφεκίδι, είχε πλέον γυρίσει η ημέρα και πλησίαζε το βράδυ. Ο κουρνιαχτός δεν έλεγε να σκορπίσει από τον τόπο της μάχης. Ο Χασάν Φιδάς ζητάει να του φέρουν μπροστά του τους υπερασπιστές του Κατσαρού. Του υποδεικνύουν το νεκρό σώμα του Γιαννιά. Αυτός, το κοιτάζει με θαυμασμό, ενώ ταυτόχρονα διατάζει να αποκεφαλίσουν τους νεκρούς άνδρες. Καρφώνουν τα κεφάλια τους σε σιδερένια παλούκια και, ανασυνταγμένοι, κινούν για το Λάλα και με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες επιδεικνύουν τα τρόπαια τους.

Οι κάτοικοι των γύρω χωριών σπεύδουν στου Κατσαρού. Αντιμέτωποι με τα ακέφαλα σώματα των ηρώων, θρηνούν και, με περηφάνεια, την επόμενη μέρα, τα ενταφιάζουν, ανατολικά  του Αι-Δημήτρη.

***

Ο Γιαννιάς δεν υπερασπίστηκε στενά στρατηγικής σπουδαιότητας, για να τον παραλάβει η δόξα στα φτερά της. Οι περισσότεροι ιστορικοί (και το τονίζω αυτό γιατί απαιτεί μεγάλη συζήτηση) εσκεμμένα τον αγνόησαν, διότι το «κεφάλαιο» Γιαννιάς, δεν εξυπηρετούσε τοπικά και άλλα συμφέροντα. Αλλά και η ελεύθερη Ελλάδα τον αγνόησε εντελώς. Μόνο ο αδέκαστος λαός μας, που δεν ξεχνά, τον τίμησε με λόγια και τον εξύμνησε με μοιρολόγια και τραγούδια, που ακούγονται ως σήμερα.

Παρόλα αυτά, ο ηρωισμός του δεν υπήρξε κατώτερος εκείνων, που τα ονόματά τους έγιναν σύμβολα της εθνικής παλιγγενεσίας. Η θυσία του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της Επανάστασης. Η φθορά, που επέφερε στον εχθρό, υπήρξε σημαντική και είχε σαν αποτέλεσμα να μην ξαναπλησιάσουν οι Τούρκοι τα ριζοβούνια του Ερυμάνθου.

Οι ιστορικοί μελετητές αναφέρουν, ότι στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν περίπου εκατό Τούρκοι, εκτός βέβαια από αυτούς που λαβώθηκαν και τεθήκαν εκτός μάχης.               

Αυτό είναι συνοπτικά το ιστορικό της ηρωικής μάχης και του ένδοξου θανάτου του Γιώργη Γιαννιά και των παλικαριών του.

***

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που δεν διακρίνεται στα απομνημονεύματά του για την εύνοιά του προς τους στρατιωτικούς (οπλαρχηγούς και καπεταναίους), τον αναφέρει ως ατρόμητο νέο. Γράφει χαρακτηριστικά πως «μ’ όλας τας προτροπάς,  υποσχέσεις και παρακλήσεις φίλων του τινών Λαλαίων δια να παραδοθή, εστάθη αδύνατον, λέξας προς αυτούς ό,τι δεν προδίδει την πίστιν του και την πατρίδα του δια μίαν πρόσκαιρον ζωήν».

Ο βουλευτής Αρκαδίας, Ρεβελιώτης, μιλώντας στη Βουλή, την 21η Μαρτίου 1875, αναφέρεται στο Γιώργη Γιαννιά, αποκαλώντας τον νεώτερο Λεωνίδα.

Σήμερα λοιπόν, με ευλάβεια, γονατίζουμε νοερά στους τάφους των αθάνατων νεκρών, για να αποτίσουμε φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους ήρωες και μάρτυρες της Επανάστασης του 1821, το Γιώργη Γιαννιά και τα παλικάρια του. Τους ατενίζουμε με σεβασμό και υπερηφάνεια και, μέσα από το παράδειγμά τους, οφείλουμε να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας και να καταπολεμήσουμε τη διχόνοια, κάνοντας πράξη την ομόνοια, την ενότητα και την αδερφοσύνη. Να οδηγήσουμε τον τόπο μας στην πρόοδο και την ευημερία.

Γιαννιάς μνημ. Σπαρτουλιά

Τραγούδια του Γιαννιά

 

"Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο Ξυβούνι

το’να τηράει την Κάπελη, και τ’ άλλο την Κερτίζα

το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λεει:

-Διαβάτες που διαβαίνετε εσείς ν’ όπου περνάτε

μην είδατε τον Καπετάν Γιαννιά τον Γιώρη τον λεβέντη

μήτε σε δρόμο φάνηκε, μήτε σε φίλου σπίτι;

-Εψές, προψές τον είδαμε στου Κατσαρού τ’ αλώνια

μ’ εννιά λεβέντες χόρευε, μ’ εννέα Ντερβιναίους

κι από μπονόρα έβριζε, αγάδες φοβερίζει"

-----

"Τίνος μανούλα θλίβεται; τίνος μανούλα κλαίει;

του Γιώργη η μάνα θλίβεται, του Γιώργη η μάνα κλαίει

στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει

Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,

στα ριζοβούνια του Ωλονού, πολύς καπνός κι αντάρα

μην απ’ τα χιόνια τα πολλά, μην από τις βροχάδες;

μήτ’ από τα χιόνια τα πολλά μήτ’ από τις βροχάδες

το Δεληγιώργη κλείσανε Τούρκοι ως εννιά χιλιάδες.

- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε, τζουράκι να σε κάμω!

- Δεν είμαι νύφη Πατρινιά να βγω να προσκυνήσω

χίλιες φορές το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει

παρά να δώσω τ’ άρματα, το έρμο μου νταλιάνι"

-------

"Βγήκαν οι Τούρκοι για ζαϊρέ ούλοι καβαλαρία

αναστενάζει η Κάπελις, βογκάει η Πηνεία.

Τα στανοτόπια ρήμαξαν, κλείσανε τα μοναστήρια,

μοιρολογάει η Κάπελις κι ακούγεται στη Ζήρια.

Στη Νοτενά ο καλόγερος στο κιάλι του κοιτάζει

βλέπει τον τόπο να καίγεται και βαριαναστενάζει

φωνάζει το καλογεροπαίδι να πάει στον Ντελή- Γιώργη

να κατεβεί απ’ τον Ωλονό απόψ’ του Αι- Γιώργη

Κι ο Ντελή-Γιώργης έλειπ’ απόψε στην γιορτή του

στην Μπροστοβίτσα γλένταγε μ’ όλο το ορδί του"

-----------------------------

Πολλές μανούλες θλίβονται κι ούλες παρηγοριώνται

του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριά δεν έχει

στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,

τα ριζοβούνια τ' Ωλενού βλέπει σκοτιδιασμένα

μην απ' τα χιόνια τα πολλά, μην από το χειμώνα;

Μήτ' απ' τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από το χειμώνα

τον μαύρο Γιώργη έκλεισαν οι άπιστοι Λαλαίοι.

Αυτοί δεν ήσαν λιγοστοί, ήσαν δυο, τρεις χιλιάδες.

Κι ο Γιώργης ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους

Ντερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι

-«Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου»

-«Μουρτάτη, πώς με πέρασες να βγω να προσκυνήσω;

Μήγαρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω;

Εγώ' μαι ο Γιώργης του Γιανιά, του πρώτου καπετάνιου,

και θα βαστάξω πόλεμο με δώδεκα νομάτους».

Μακροπανάγος φώναξεν από ψηλή ραχούλα

«Βάστα Γιώργη τον πόλεμον, βάστα και το ντουφέκι,

κι εγώ μεντάτι έρχομαι με δύο με τρεις χιλιάδες»

Τί να βαστάξω, θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες

δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνια;»

Ποιός είν'άξιος και γρήγορος να πάει στην Προστοβίτσα,

να πάει να ειπεί της Γιώργενας της νεοπαντρεμένης

να μην αλλάξει την Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει.

-----

 

Δημοτικό τραγούδι για τον μαρτυρικό θάνατο του Γιάννου Γιαννιά πατέρα του Γιώργη το 1803.

 

Τρία πουλάκια κάθονται στον 'Ωλενο στη ράχη

 

Το 'να τηράει τα Νεζερά, τ'άλλο τη μέσα Μάνη

 

Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει:

 

Ο Γιάννος τί να γίνηκε, ο γυιός του Παπανδρέα;

 

Αφήνω γειά, ψηλά βουνά και χαμηλοί μου κάμποι

 

Αφήνω γειά στις Βλάχισσες και γειά στις Βλαχοπούλες

 

Βρυσούλες με τα κρύα νερά να μη κρουσταλλιασθήτε

 
Κι εγώ θα πάω να κρεμαστώ ...

Α/Α Άρθρου: 42
Κατάσταση Δημοσιευμένο/α
Εμφανίσεις 8968
Αναθεωρημένο 23 Φορές
Δημιουργήθηκε Τετάρτη, 15 Μάρτιος 2006 14:17
Τροποποιήθηκε Σάββατο, 13 Νοέμβριος 2010 14:06

Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates