Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Η ΨΑΝΗ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Τέλη Μαΐου προς τις αρχές του Θεριστή (Ιουνίου) τα στάρια στα χωράφια αρχίζουν να κιτρινίζουν οδεύοντας προς το ξέραμα, αρχίζουν να παίρνουν ένα κίτρινο προς χρυσαφί χρώμα, τότε οι σπόροι (καρπός), αρχίζει να σφίγγει όπως λέγανε οι παλιοί και να σκληραίνει. Πριν σκληρύνει για τα καλά, οι ξωμάχοι και ιδίως τα παιδιά, πήγαιναν για σταχυολόγισμα δηλαδή διάλεγαν τα πιο μεγαλύτερα και τα πιο ευτραφή στάχυα τα έκοβαν ένα- ένα και τα μάζευαν, μέχρι που έφτιαχναν μια χεριά (ματσάκι), όσο χωρούσε στην παλάμη τους. Οι καλύτερες ποικιλίες σταριού για ψάνη ήταν η «ραψάνη» και ο «λεβέντης». Μετά άναβαν μια φωτιά και τα τσουρούφλιζαν δηλαδή τα περνούσαν επάνω από την φλόγα περίπου για ένα λεπτό, ώστε να καούν τα άγανα και τα φλιούτσια του καρπού τους. Κατά την γρήγορη καύση των αγάνων ζεσταίνονται οι καρποί δηλαδή τα σπυριά του σταριού. Αμέσως άπλωναν μια πετσέτα φαγητού και έπιαναν το ματσάκι ανάμεσα με τις παλάμες τους, και τα έτριβαν, πάνω από την πετσέτα. Μόλις τα έτριβαν και δεν έμεναν άλλοι σπόροι στο ματσάκι, φυσούσαν τα τρίμματα για να φύγουν τα φλιούτσια, τα υπολείμματα των αγάνων και έμεναν καθαροί οι σπόροι του σταριού. Αυτούς τους έτρωγαν όταν ήταν ακόμη ζεστοί και με το ελαφρύ ψήσιμο ήσαν νόστιμοι.
Αυτή ήταν η περιβόητη ψάνη, ένα νόστιμο και πρόχειρο έδεσμα ξηρών καρπών των παιδιών. Όλη αυτή την διαδικασία την ονόμαζαν «ψάνισμα ή ψανιάρισμα».
Ψάνη έτρωγαν ακόμη και κατά τον θερισμό όταν εύρισκαν ακόμη στάχυα που δεν είχαν ξεραθεί τελείως.
Επίσης μετά το θέρισμα και το αλώνισμα των σιτηρών τ’ αποθήκευαν. Από το κασόνι του σταριού, οι νοικοκυρές έπαιρναν μια χούφτα στάρι το έπλεναν, έπειτα ο έβαζαν στο νερό να φουσκώσει και να μαλακώσει. Όταν φούσκωνε, το σούρωναν να στραγγίσουν τα νερά και έπειτα το αλάτιζαν και το έβαζαν στο τηγάνι, σκέτο δίχως λάδι ή νερό και το καβούρντιζαν (τηγάνιζαν) με δυνατή φωτιά. Αυτό μετά το έδιναν στα παιδιά και το έτρωγαν ως ξηρό καρπό. Επίσης πολλές νοικοκυρές το καβούρντιζαν με λίγο λάδι και έριχναν μέσα και ένα αυγό γδαρτό (κτυπητό) και έφτιαχναν το αυγόψανο.
Ακόμη κατά τις εποχές της μεγάλης φτώχειας με σπόρους σιταριού ή ρεβιθιού συμπλήρωναν στους κόκκους του καφέ για να αυγατίσει στο καβουρντιστήρι και μετά μαζί με τον καφέ το περνούσαν από το χερόμυλο του καφέ και με αυτό το μίγμα έφτιαχναν καφέ.
Όταν κάποιος τσουρουφλιζόταν από την φωτιά, τον έλεγαν ψάνιο.
Όταν μάζευαν ψάνη τα παιδιά έλεγαν και το ακόλουθο τραγουδάκι:
Ψάνια- ψάνια ψανιαρίζω,
σταράκι μαζεύω και το καψαλίζω
για να φάνε τα παιδιά μου,
να χορτάσει κι η κοιλιά μου!
Ψάνιο, το = το αδύνατο και μαλακό ξύλο

ΑΦΑΝΕΣ, ΣΑΡΩΜΑΤΙΕΣ ή ΣΑΡΩΜΑΤΙΝΕΣ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Κάθε χρονιά κάπου μετά του Αγιαννιού του Ριγανά, που τον λένε και «Σαρωματά» ή «Σαρωματιάρη», οι σαρωματάδες πηγαίνανε, σε μεριές που φυτρώνανε τα φρύγανα ακανθώδη φυτά, οι γνωστές αφάνες, να τις κόψουν με αξίνες να τις μαζέψουν για να κατασκευάσουν τις περίφημες «Σαρωματιές» ή «Αφάνες», ή και «Σαρωματίνες». Συνήθως μετά του Αγιαννιού, γνώριζαν ότι το φυτό αφάνα είχε ήδη ξεραθεί και ξυλοποιηθεί και ήταν κατάλληλη για την κατασκευή της σκούπας.

Λίγα λόγια για την αφάνα. Η αφάνα είναι το Σαρκοποτήριο το ακανθώδες, και λέγεται Αστοιβίδα, Sarcopoterium spinosum. Το φύλλο της αφάνας είναι δικοτυλήδονο, και ανήκει στην οικογένεια των αγριοτριαντάφυλλων, Rosaceae, το γένος του είναι Sarcopoterium και το είδος spinosum. H Αφάνα, ή το σαρκοποτήριο, είναι πολυετές φυτό φρύγανο.

Το φυτό αυτό φύεται και σε μεγάλο υψόμετρο και σε μικρό γενικά στη κεντρική και νότια νησιωτική χώρα Προτιμά να αναπτύσσεται στις παρυφές των δασών, και λόφων, όπως και στα παρατημένα αγροκτήματα και πεζούλες.

Γιάρμενα: Σύγχρονη παιδική χαρά πλάι στην Ταβέρνα «Οι Κένταυροι»

Τώρα που βρέθηκε και το φάρμακο…,

εδώ θα την βγάλω τον Αύγουστο, παρά δίπλα στην ταβέρνα του Ταμπουρόγιαννη με τους εξαίσιους μεζέδες και το κρασί των Κενταύρων!

Θα «παρκάρω» τις νεράιδες μου στην μοντέρνα παιδική χαρά που φρόντισε να γίνει ο συνοδοιπόρος μου στον «Ωλονό» Ανδρέας Χρονόπουλος και όχι οι καρεκλοκένταυροι του δήμου Ολυμπίας.

Ελάτε να με βρείτε…,

στην «καρδιά» του δρυοδάσους Φολόης στην Γιάρμενα και το κρασί…, κερασμένο!

Δημοσιεύτηκε αρχικά στο facebook και ακολουθούν ενδιαφέροντά σχόλια:

Σωτήρης Σωτηρόπουλος Κάποια στιγμή θα ανταμώσουμε εκεί στου ακτιβιστή "Ταμπουρόγιαννη" ...Ο φίλος Ανδρέας Χρονόπουλος φρόντισε (καλά ο Δημος "περί άλλα τυρβαζει" και μηχανεύεται) και μπράβο του Ανδρέα. Ήθελα να μάθω πόθεν η δαπάνη για την ωραία Παιδική χαρά;

Νίκος Ζήρος Θα συντονιστούμε, ελπίζω, θέλω να μάθω και να δω...

Δημητρης Παπαντωνης Καλη η ταβέρνα στην γιαρμενα αλα ας φτιάξουν και κάτι στο αντρωνι που το έχουν εγκαταλειπψει

Kostas Papantonopoulos «Θου, κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…» ξάδελφε; Συγγενείς σου διαφεντεύουν το Αντρώνι χρόνια τώρα και σύ θα ξέρεις πόσο τηλωμένοι είναι εις βάρος του χωριού βεβαίως - βεβαίως!

Ο ΑΝΑΤΙΚΛΩΤΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Μπορεί να είναι εικόνα δέντρο και εξωτερικοί χώροιΛαογραφική συλλογή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι κάτοικοι κάθε τόπου, για ν’ αναγείρουν κάποιο κτίριο, αποτάθηκαν και αξιοποίησαν τα ντόπια οικοδομικά υλικά. Ο λόγος ήταν η πολυδάπανη, η κοπιαστική και η αδύνατη μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών, λόγω του της αδυναμίας της μεταφοράς των λόγω του ανάγλυφου του εδάφους. 

Στην ανέγερση των κτιρίων τους, κατά τόπους, λαμβάνονταν πάντα υπ’ όψιν κυρίως οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο, τα προσφερόμενα από την φύση υλικά κατασκευής, ακόμη και η αμυντική ή σεισμική θωράκιση που απαιτούσε η θέση του οικισμού. Στις ορεινές περιοχές χρησιμοποιούσαν κυρίως την πέτρα, ενώ στα ημιορεινά και πεδινά την πέτρα και το χώμα. Όπου δεν υπήρχε καθόλου πέτρα τότε αποτείνονταν μόνον και μόνον στο χώμα.

Το σαμάρι και η ιστορία του

laorafiko mousio antroni 1 septemvriou.2007 001.jpgΆρθρο του Ηλία Τουτούνη λαογράφου

Από αρχαιοτάτων χρόνων η μεταφορά αντικειμένων γίνονταν από τον άνθρωπο. Κατά την εξέλιξη του, αφού εξημέρωσε τα ιπποειδή, την μεταφορά του και αντικειμένων την επιφορτίστηκαν αυτά. Αρχικά δεν είχε ανακαλυφθεί ο τροχός, αλλά και όταν ανακαλύφθηκε, το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδαφικού ανάγλυφου δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Τα υποζύγια (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι) και τα βοοειδή ήταν τα πιο διαδεδομένα ζώα ως μέσα μεταφοράς. Τα υποζύγια για να μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα έπρεπε να έχουν και τον ανάλογο εξοπλισμό. Για την μεταφορά των αντικειμένων, επινόησαν, και σιγά – σιγά κατασκεύασαν και τελειοποίησαν τα σαμάρια. Αυτά τα κατασκεύαζε ο σαμαράς που ήταν ένας ειδικευμένος τεχνίτης που, με διάφορα πρωτόγονα μέσα, κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Ο σκελετός του σαμαριού.
Το σαμάρι, στον τόπο μας οι σαμαράδες, το κατασκεύαζαν με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου ή από μουριά ή και από οξιά που ήταν και ευλύγιστα για το πάνω μέρος του σαμαριού, δηλαδή στο κάθισμα όπως έλεγαν οι σαμαράδες «για να μη βγάλει κάλλους ο κώλος του καβαλάρη». Ακόμη αυτά ήσαν από τα ελαφρύτερα ξύλα και αν δεν βρέχονταν ήσαν πολύ ανθεκτικά και σκληρά. Τα ξύλα τα έκοβαν πάντα κατά τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και βία τον Γενάρη, πάντα στην γιόμιση του φεγγαριού, διότι τότε κατεβαίνουν οι χυμοί των δένδρων, διαφορετικά τα ξύλα σκωρότρωγαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Από τον σκωροφάγωμα και πλέον δεν έκαναν γιατί φούσκοναν από την υγρασία και σάπιζαν γρήγορα. Το καλοκαίρι είναι εντελώς ακατάλληλα, γιατί το ξύλο δεν προλαβαίνει να νευρώσει και όπως λέμε στην τοπική διάλεκτο «είναι άψητο».

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates