Λέγανε παλιά ότι στην Κάπελη τις νύχτες τριγύριζε ένα τρανό στοιχειό, σαν μικρό βόδι, που είχε τραγίσιο κεφάλι. Πολλοί άνθρωποι που νυχτοπερπατάγανε και περνάγανε μέσα στην Κάπελη την νύχτα το είχανε ιδωμένο να γυρίζει μέσα στα δασά δέντρα και τα μάτια του γυαλίζανε σαν της γάτας. Όσοι από δαύτους το είδανε ακούσανε και ένα μουγκρητό, όπως κάνει ένα βόδι όταν το σφάζουνε. Κανείς ποτέ δεν το ζύγωσε να το σκοτώσει ή να ιδεί τι πράμα είναι εκείνο το παράξενο ζωντανό. Τι γάρις είναι του Θεού ή εκεινού του κερατά του Διαβόλου;
Να μην τα πολυλογάου και χασομεράμε, ένα βράδυ ένας καβάλα στ’ άλογό του πέρναγε μέσα από την Κάπελη να κατέβει στον κάμπο. Στην μέση στην Κάπελη, κατέβηκε από το άλογο να κατουρήσει και να στρίψει ένα λαθραίο τσιγάρο. Μόλις κατούρησε και ζώθηκε, έκατσε απάνου σ’ ένα ξερό κούτσουρο και έβγαλε την ταμπακέρα του και την ακούμπησε απάνου στο γόνατό του και έστριβε τσιγάρο. Πίσω του άκουσε χράτσα- χρούτσα πατήματα απάνου στα ξερά φύλλα των δέντρων. Γυρίζει πίσω να ιδεί τι συμβαίνει και βλέπει ετούτο το τέρας. Ένα βόδι, με τραγίσιο κεφάλι να έρχεται αγάλι- αγάλι ντουγρού κατά απάνου του. Πετάχτηκε όρθιος από το κούτσουρο που καθότανε, δίνει ένα σάλτο και πάει πίσω από ένα δέντρο να φυλαχτεί. Τον έπιασε ένα τρέμουλο λες και είχε πέσει μεσοχείμωνο σε λούμπα με νερό. Είχε και ένα παλιομπίστολο ζωσμένο στην μέση του, αλλά πώς να το τραβήξει, τα χέρια του από το τρέμουλο πηγαίνανε σαν τα χέρια του ταβουλάρη την ώρα που ζορίζει το ταβούλι στο χορό. Η φωνή του κόπηκε, δεν έβγανε ανάσα και τα δόντια του από το τρέμουλο, κάνανε σαν τα τριζόνια το καλοκαίρι που τρίζουνε ούλη την νύχτα. Δεν κράτησε πολύ η τρομάρα του, μόλις τόνε ζύγωσε κοντά το στοιχειό έπεσε κάτου ξερός.